Editorial (τχ. 4)

Καθώς το εκδοτικό πεδίο κλυδωνίζεται μέσα στην κρίση και την ύφεση που συντρίβει την ελληνική κοινωνία, η ποίηση -ελληνική και μεταφρασμένη- επιμένει, παρ’ όλες τις δυσκολίες. Δεν είναι τυχαίο πως πληθαίνουν οι καλές μεταφράσεις και οι αναμεταφράσεις. Εξίσου αξιοσημείωτο είναι ότι αρκετά έργα που μεταφράζονται, κείμενα πολύ σημαντικά, προέρχονται από τις απαρχές του μοντερνισμού και της πρωτοπορίας – ας σταθούμε στην εντελώς πρόσφατη παραγωγή κι ας αναφέρουμε, μεταξύ άλλων, τις μεταφράσεις του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, του Γκέοργκ Τρακλ, του κόμη Λωτρεαμόν. Χρήζει ίσως περαιτέρω διερεύνησης, από την άλλη, η ανάδειξη του ρομαντισμού από τους νεότερους ποιητές, ειδικά με τα δοκίμιά τους, ενός ρομαντισμού με έντονο το φιλοσοφικό και το πολιτικό στοιχείο.
Πέρα από την απαραίτητη αυτή και γόνιμη συνομιλία με το παρελθόν, ωστόσο, θα χρειαζόταν ίσως και μια πιο συστηματική ανάγνωση των συγχρόνων, ένας διαρκής διάλογος με την ποίηση που γράφεται σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο, από την Ισλανδία ως την Ινδία και από την Κούβα ως την Κίνα και το Ουζμπεκιστάν, αλλά και στην Ιταλία ή τη Γερμανία, ή τη Σερβία και τη Συρία, που επίσης τόσο λίγο τις γνωρίζουμε. Ας εκληφθούν τα παραπάνω παραδείγματα ως μια απλή διαπίστωση της έλλειψης επαφής ανάμεσα στους πολιτισμούς, σε μια προοπτική μη ευρωκεντρική και πέραν των κατεστημένων -και στη λογοτεχνία- ιεραρχιών, ως μια διαπίστωση που περιλαμβάνει αυτονόητα και την ελληνική ποίηση, η οποία επίσης δεν γίνεται γνωστή, αν και θα όφειλε, στα πέρατα του κόσμου. Διότι η περίφημη παγκοσμιοποίηση -σ’ αυτή τη φάση και τη μορφή της τουλάχιστον-, και παρά τον καθοριστικό ρόλο του διαδικτύου, δεν έφερε κοντά τους πολιτισμούς και τις κουλτούρες, αλλά μόνον τις αγορές.
Ποιος θα τα κάνει όλα αυτά, θα ρωτήσει κανείς; Και για ποιο λόγο; Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι όποιος θέλει και μπορεί, αφού η μετάφραση της ποίησης είναι, ως γνωστόν, εθελοντισμός, κι ας μην τιμάται στο φετινό μεγαλεπήβολο ευρωπαϊκό έτος του εθελοντισμού. Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι ίσως πιο σημαντική, αλλά άμεσα συνδεδεμένη με την πρώτη: επειδή πιστεύει ότι ο κόσμος είναι όντως ένας, ότι ο άνθρωπος είναι όντως ένας, όσο σκληρά και αν τον πλάθει η Ιστορία, κι η ποίηση μιλάει για την ψυχή και για τον κόσμο, για τον άνθρωπο μέσα στον κόσμο, πάνω σ’ αυτή τη γη που πλέον γνωρίζουμε καλά ότι δεν είναι αιώνια.
Καθώς λοιπόν ο κόσμος μεταβάλλεται στις μέρες μας εκ βάθρων, τα «Ποιητικά» θεωρούν ότι θα άξιζε να διερευνηθεί το νόημα που η ποίηση έχει σήμερα για τους νεότερους ποιητές, που ζουν αυτές τις αλλαγές στο πετσί τους, το νόημά της για τον καθένα χωριστά ή για τις ομάδες που άτυπα απαρτίζουν. Το επόμενο τεύχος είναι αφιερωμένο, με αφορμή και το βραβείο μεταφρασμένης ποίησης, στον Άρη Αλεξάνδρου. Το μεθεπόμενο θα φιλοξενεί τις απαντήσεις των ποιητών στο εν λόγω ερώτημα. Τι είναι ποίηση. Ίσως θα έπρεπε να συνοδεύεται κι από ένα δεύτερο ερώτημα, εξίσου επίκαιρο: τι είναι η Ελλάδα. Αλλά σ’ αυτό θα επανέλθουμε.

(Τα Ποιητικά, τχ. 4, Δεκέμβριος 2011, σελ. 31)