Γιάννης Δάλλας (Περίακτος, Εκδόσεις Τυπωθήτω, 2012)

Τιτίκα Δημητρούλια

Ο Γιάννης Δάλλας δεν χρειάζεται συστάσεις, ούτε σαν φιλόλογος, με την «πραγματογνωμοσύνη» του, όπως ο ίδιος την ονομάζει, το μεγάλο έργο σχετικά με τη νεοελληνική γραμματεία, ούτε σαν μεταφραστής, που μας έχει δώσει πολύ ενδιαφέρουσες μεταφράσεις του αρχαιοελληνικού λυρισμού κυρίως, ούτε φυσικά σαν ποιητής, καθώς επί εξήντα χρόνια η φωνή του, διακριτή κι αναγνωρίσιμη, ηχεί και σημαίνει. Δέκατη τέταρτη συλλογή του η «Περίακτος», δομείται με βάση τη μηχανή αυτή αλλαγής σκηνικού, εκ των προτέρων σχεδιασμένου, στο αρχαίο δράμα: από τον κόσμο στην κοινωνία κι από την κοινωνία στο άτομο και ιδιαίτερα στο ποιητικό υποκείμενο, το σκηνικό αλλάζει μαζί με τον τόνο και τον λόγο του ποιητή. Στη συλλογή αυτή έχουμε ωστόσο κι άλλο ένα αρχαιοελληνικό στοιχείο που λειτουργεί με ενδιαφέροντα τρόπο, συνδηλωτικά, την παράβαση, την απευθείας απεύθυνση του ποιητή στο κοινό: η παρένθεση όμως της παράβασης, ανασημασιοδοτεί, δυνάμει, το σύνολο των ποιημάτων, προσδίδοντάς τους ένα χαρακτήρα ανθρώπινης κωμωδίας, εκτεινόμενης από τον μικρότερο του ανθρώπου ως το μεγαλύτερο του κόσμου.
Η περίακτος προς το τέλος της συλλογής, στην ενότητα της εξόδου με τον τίτλο «Στην αστρική μας γειτονιά» γίνεται μηχανισμός των Αντικυθήρων, ένας μηχανισμός για έναν άλλον μηχανισμό, κατά την προσφιλή τακτική της αναλογίας που ανοίγει το πεδίο αντίληψης προς πολλαπλές κατευθύνσεις: από τη δομή του ποιήματος και την εναλλαγή των σκηνικών περνάμε στην κοσμική πραγματικότητα αλλά και στη διερώτηση για το ποιον της αρχαίας μαντικής, τέχνης ή επιστήμης, ή μήπως και τα δυο μαζί. Αυτή η κίνηση του περάσματος από τον έναν μηχανισμό στον άλλον, απλώς περιγράφεται στο τέλος. Στην πράξη, όλη η συλλογή κινείται διαρκώς, όπως εν γένει η ποίηση του Δάλλα, από το κοσμικό επίπεδο στο πιο μικρό ανθρώπινο, στο παιδάκι που ανοίγει ευφρόσυνα τη συλλογή, με μια γέννηση και τη χαρά της, αλλά και πριν από αυτό, στη δυνατότητα της ζωής την ίδια, στο σπέρμα του παντός.
Δεν χρειάζεται κανείς να μιλήσει για τις επιδράσεις στην ποίηση του Γιάννη Δάλλα, έχουν γραφτεί πολλά, έχει μιλήσει ο ίδιος, κι είναι επιπλέον ορατές στο σώμα της ποίησής του. Ο Διονύσιος Σολωμός, πάντως, για άλλη μια φορά κυριαρχεί, όχι στα αφιερωμένα ρητά μόνο ποιήματα. Στίζει το σώμα της συλλογής, του ποιητικού λόγου, που συλλειτουργεί με το ανθρώπινο σώμα που περιγράφει, και δη το γυναικείο. Το ένα σώμα απλώνεται πάνω στο άλλο και του μεταδίδει τους κραδασμούς τους, μέσα από ένα τρίτο σώμα, που συμβολικά συνοψίζει τη δύναμη της φύσης:

Έχω το πέρασμά σου σ’ όλη την αφή μου αίλουρε
καθώς κάτω απ’ το δέλτα των λαγόνων μου
πέρασε κάποτε και γλίστρησε
ένα βαθύ ποτάμι από σκιρτήματα
αφή βελούδου κι από τη δορά βαθύτερα
μια τρικυμία από επιθυμίες κι ύστερα
διαγκωνισμοί στη χλωροφορμισμένη μέρα.
(«Η ραψωδία του αίλουρου»)

Ή στο τρίτο ποίημα της συλλογής, «Ο κόλπος της Ροδιάς»:

Τότε η γυναίκα που ήταν λύχνος της σαρκός μου
ξεκόπηκε από μπρος μας πέταξε τα πέπλα
κι απλώθηκε επί των υδάτων σ’ όλο τον ορίζοντα
με το κορμί της υδατόσημο και μήτρα

Αυτή η έκταση, αυτό το άπλωμα, η μετακίνηση των ορίων έως το μη περαιτέρω, το μεγαλύτερο και το μικρότερο είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα γνωρίσματα της ποίησης του Δάλλα. Και δεν είναι απλώς κίνηση εκτατική, είναι κίνηση μεταβολής της βαθύτερης ουσίας των πλασμάτων που ενοικούν τον χώρο και διαρκώς μεταμορφώνονται, όπως ο νεροβούβαλος που γίνεται αίλουρος κι αυτός, μαζί με τον χώρο και τον χρόνο, που παλινδρομεί κατά το δοκούν, πισωπατάει και επανέρχεται, και γίνεται λόγου χάρη ξάφνου το σκάφος σκαφίδι και πιρόγα, όπως λέει στο «Το πλαγκτόν», σύστοιχο ποίημα των «Κοσμοδυτών» με τον μηχανισμό των Αντικυθήρων, με θαυμάσιες εικόνες αδαμικής προοπτικής, που φέρνουν βέβαια στο νου τον Σολωμό και πάλι, με την άπλαστη και τη μισοπλασμένη μορφή, και απαγκιστρώνονται από κει και ανοίγουν με το δικό τους τρόπο.
Είναι μια κίνηση δηλαδή εντέλει κάθετη κι οριζόντια σε όλα τα επίπεδα, η ίδια και μέσα στις εικόνες, από τον ουρανό στη γη ως εκ τα έγκατά της, σε μια γη που κρυφοβλέπει μέσα από τα φυλλώματα την Ιστορία να περνάει. Την Ιστορία που κινείται κι αυτή το ίδιο ελεύθερη, από την προϊστορία της πιρόγας στα μαντεία και από κει στο Βυζάντιο και ως τις μέρες μας στη δολοφονία του Γρηγορόπουλου και τη φλεγόμενη Αθήνα. Παλιά ιδέα αντικαπιταλιστική ενός αριστερόχειρα που επιμένει, ενάντια στο σύστημα των Τραπεζών της μπάζας και της ρεμούλας, όπου χάνεται η πρώτη κατάθεση του Καρυωτάκη, αλλά και ενάντια σε κάθε λογής υποκρισία, ψευτιά και ανελευθερία, θέτει ως αίτημα πρώτο και κύριο το όραμα, που για τον Δάλλα συνδέεται με όλα του ανθρώπου, τη φύση που τον περιβάλλει και τον διδάσκει, την κοινωνία, τον έρωτα, την αποδοχή της ανθρώπινης μοίρας, τη ζωή δηλαδή την ίδια, την οποία υπερασπίζεται ο ποιητής, κηρύσσοντας «καινούργια έγερση θυμάτων και οραμάτων».
Απευθυνόμενος στο τέλος στον αναγνώστη που θέλει να ανατάμει μηχανιστικά τα ποιήματά του, τον οποίο ονομάζει κανίβαλο, ο Δάλλας υπερασπίζεται την ποιητική ενάντια σε κάθε αντίρρηση. Μπορεί κανείς να έχει αντίρρηση όσον αφορά την ένταση της φωνής κάποιες στιγμές, τον τόνο της φωνής του ποιητή καθώς στέκεται στο κέντρο του κόσμου που χτίζει – αν και σήμερα, καθώς η Ιστορία και η πολιτική επιστρέφουν, όλα είναι υπό συζήτηση και πάλι και όλα, όπως πάντα, θέμα τοποθέτησης. Αλλά δεν μπορεί να αμφισβητήσει σε καμία περίπτωση την αυθεντικότητα και τη δύναμη των εικόνων του, στην ηρακλείτεια ροή τους, αυτήν εντέλει που τους επιτρέπει να αναδημιουργούν τον κόσμο. Και να τον διεκδικούν καλύτερο κι όλο καλύτερο για τον άνθρωπο, στο σύντομο πέρασμά του από τη γη.

(Τα Ποιητικά, τχ.8, Δεκέμβριος 2012, σελ.19)