Για την ποιητική διαδρομή του Πάνου Κυπαρίσση

Τιτίκα Δημητρούλια

Για την ποιητική διαδρομή του Πάνου Κυπαρίσση
Ο Πάνος Κυπαρίσσης τη θέση του απέναντι στον κόσμο και στην ποίηση, τη διακινδύνευση, τη διατύπωσε νωρίς, στον Καπνοπόλεμο (1977):

Τα μάτια μου μάνα τέσσερα
αλλά δεν ωφελεί
Κάποτε διαλέγεις
Ή τόχεις να βγάλεις χρόνια
Και διαλέγεις πολυθρόνα
ή τρέχεις να σβήσεις το αίμα σου στα πέλαγα
Γεφύρια και πρωτομάστορες τέλος

Πνεύμα ανήσυχο, έδειξε από νωρίς την τάση του να συναιρεί τα ανόμοια, να συμφιλιώνει τα αντίθετα, στην ίδια τη ζωή του, διαλέγοντας στις σπουδές του μαζί τα μαθηματικά και τη φιλολογία και το θέατρο. Έπειτα, ήρθε και η ζωγραφική και το σινεμά – εκτός από τη διδασκαλία που με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, στα δημόσια σχολεία ή στις δραματικές σχολές αποτελεί μια σταθερά στη ζωή του, ξόδεμα μαζί και πλούτος.
«Η λέξη, τεκτονική εκφραστική μονάδα στο λόγο, είναι εικονοφόρα• έχει παλμό και θερμοκρασία», λέει στην εισαγωγή του στις Βάκχες που μετέφρασε. Την εικονοποιητική αυτή ιδιότητα της ποίησης αναδεικνύει από τα πρώτα του ποιήματα ο Κυπαρίσσης, με το βλέμμα στραμμένο στον κόσμο και στο λόγο που τον μέτρησε και τον αναπαράστησε μέσα στους αιώνες. Η αρχαιοελληνική γραμματεία παραμένει γι’ αυτόν μια μήτρα αξεπέραστη, ένα διαρκές διακείμενο: από τον Προμηθέα και τον Οδυσσέα στον Καπνοπόλεμο στις ομηρικές εικόνες που αναδύονται μέσα από τα κατοπινά του κείμενα και τις μεταφράσεις του των αρχαίων κειμένων, τον συντροφεύει. Καθώς προσπαθεί να αφηγηθεί την Ιστορία που τον στοιχειώνει:
Είναι μια κόκκινη κλωστή
Που τυλίγεται από την εποχή της σιωπής
Στης γης το κουβάρι

Διότι ο Κυπαρίσσης υπακούει στη σαρτρική επιταγή, γράφει για τον καιρό του, χαρτογραφεί τα ματωμένα αυλάκια όπου κυλάει ο συλλογικός χρόνος, καθηλώνει τη μνήμη για ν’ αφουγκραστεί τα μελλούμενα.
Στην πορεία, ο λόγος του δείχνει να απλώνει, η συνομιλία του με την παράδοση στερεώνεται και χαράζει βαθιά τη γλώσσα. Με τον Σολωμό να αναδύεται όλο και συχνότερα, είτε ρητά είτε υπόρρητα στην ποίησή του, επιζητεί να συνδυάσει τον καιρό με την αιωνιότητα, γίνεται φιλοσοφικότερος. Η υπαρξιακή αγωνία επενδύει όλο και πιο συστηματικά τα πολιτικοκοινωνικά αδιέξοδα και φωτίζει λοξά κάθε προσπάθεια διαφυγής – ακόμα και το αντίδοτο του θανάτου, τον έρωτα. Η μνήμη της ιστορίας, συλλογικής και προσωπικής, συμπορεύεται με τη μνήμη της γραφής. Είναι η μνήμη του πολέμου, του εμφυλίου, της χούντας, με τις ερπύστριες να περιδιαβαίνουν μες στα ποιήματα και τις σφαίρες να σφυρίζουν. Ψήγματα μνήμης, εικόνες παρούσας απουσίας• η λησμονιά παραμονεύει κι ο έρωτας είναι ένα ερωτηματικό μάλλον παρά μια κατάφαση.
Η κίνηση που χαρακτηρίζει το έργο του, μια κίνηση εναλλασσόμενης ανάπτυξης/σύμπτυξης, ορίζεται καθαρότερα στο Νησί δίχως φύλλα: μινιμαλιστικά ελευθερόστιχα ποιήματα, δίστιχα, τρίστιχα, λιγοστά πεντάστιχα κι εξάστιχα. Ο ποιητής συσπειρώνεται, συγκεντρώνεται, δοκιμάζει τα όρια του λόγου και της σιωπής, αναδιπλώνεται. Το Νησί είναι μια συλλογή άσκησης στη σιωπή που τον περιτριγυρίζει από τα πρώτα του βήματα, μια άσκηση στην πύκνωση και στην έλλειψη, την απόκρυψη που σημαίνει. Σημαίνει το πένθος, που δεν προέρχεται μόνο από την απώλεια, αυτό το «δίχως» που τιτλοφορεί μια ενότητα, αλλά και από τη διαπίστωση της μάταιης θυσίας, των σκοτεινών καιρών που έρχονται, από τη συνείδηση της ευθραυστότητας της ύπαρξης και του αποτρόπαιου ήχου που κάνουν τα κόκαλα όταν συντρίβονται στα γρανάζια της εποχής. Τα ποιήματα αυτά είναι στην ουσία τους νεύματα, σήματα, λόγος ερωτηματικός προς τον άλλον με τα μάτια στραμμένα προς τον εαυτό και τη λέξη. Ο Κυπαρίσσης εδώ, όπως και στα Μαύρα βαμβάκια είκοσι σχεδόν χρόνια αργότερα, δοκιμάζει τα όρια της λέξης και της κατάργησής της.
Ακολουθεί στις επόμενες συλλογές το κελάρυσμα μιας προφορικότητας, που παραπέμπει στον Όμηρο και μαζί στα δημοτικά τραγούδια, αρδεύεται από τους λυρικούς κι από τον νεοελληνικό λυρισμό των απαρχών. Αυτή η προφορικότητα, αυτός ο ρυθμός αναβλύζουν με απόλυτη φυσικότητα μέσα σε ένα λόγο που την ίδια στιγμή υπογραμμίζει τη μοντερνιστική του στόχευση, την προσδιοριζόμενη από μια επιλογή πολυπλοκότητας: ο Κυπαρίσσης, πέραν της γενικής ενασχόλησής του με τις τέχνες, υφαίνει ένα κείμενο λυρικό, που μιλάει για το σήμερα επειδή μιλάει για το παρελθόν, επειδή αντιπαλεύει τη λήθη, και το ίδιο το του γίνεται ένας οικουμενικός γενέθλιος τόπος και μαζί ένας τόπος οδυνηρής ξενιτιάς.
Τοποθετώντας τον άνθρωπο μέσα στη φύση και τη φύση μέσα στην ποίηση, σχολιάζει τη θέση της στην σύγχρονη ποιητική υπαρξιακή διερώτηση. Δέντρα, φεγγάρια, θάλασσες, που από τις αρχές των στοίχειωναν, σχεδιάζουν ποικίλα σκηνικά με διαφορετικές αποβλέψεις, πάντα όμως λουσμένες από έναν ολόφωτο θάνατο. Η Ιστορία συνεχίζει να κυλά και να παρασέρνει και η ποιητική κίνηση του Κυπαρίσση, της μετατόπισης στο φυσικό τοπίο, αποκτά προγραμματική υπόσταση. Είναι απάντηση στην άγρια εποχή του PVC

Ζυμώνει μέταλλα ζεστά στου γαλαξία την κοιλιά
Να στροβιλίσει πάλι πάθη.

Το φιλοσοφικό δίπολο του Νείκους και της Φιλότητας λειτουργεί ως υπόστρωμα στο τραγούδι-ύμνο στην ανθρώπινη αδυναμία, συνέχει την ποίηση του Κυπαρίσση, που λέει και ξαναλέει το παμπάλαιο τραγούδι της γέννησης και του θανάτου, του φόβου και του πάθους, της ελπίδας και της διάψευσης.
Ύβρις και τίσις, ανάταση και πτώση, αναίρεση και ανάλωση, ανασχεδιάζουν το σήμερα υπό το φως του μύθου και της Ιστορίας που επμένει:

Ανοίγει ο ουρανός
Χύνεται μαύρο•
Κοράκια κι άγγελοι
Να γράψουν ιστορία.

καθώς το υποκείμενο συγκροτείται από τους πολλαπλούς άλλους, παρόντες και απόντες: το αυτό και το έτερο είναι και το αυτό ως έτερο και το γεγονός αυτό προσδίδει στο λόγο του το ειδικό του βάρος, που την ίδια στιγμή γίνεται αλαφράδα, χάδι γλυκό παρηγοριάς για όλα όσα ήταν, είναι και θα ’ρθουν και είναι του ανθρώπου, για το αδύναμο κορμί που φτάνει στα ουράνια, για την ψυχή που πάλλεται, γίνεται λόγου φτερούγισμα κι ενώνεται με τα πουλιά και τα δέντρα.
Σήμερα, ο Κυπαρίσσης βρίσκεται σε μια νέα κρίσιμη καμπή όσον αφορά το έργο του, κλείνει τους κύκλους και τους λογαριασμούς – κι ας ταυτίζεται το πέρας του κύκλου με την αρχή του κατά τον Ηράκλειτο, ή ίσως και γι’ αυτό ακριβώς. Το Μαύρο βαμβάκι αυτό το τέλος-αρχή σηματοδοτεί. Και εικονοποιεί για άλλη μια φορά τη βαθιά επίγνωση του ποιητή ότι

Δεν υπάρχει αλλού. Όπου να γιατρευόμαστε από τα εδώ

όπως λέει ο Eugene Guillevic. Αλλά αυτό το εδώ είναι μαζί κι ένα αλλού, είναι το σχοίνισμα της κληρονομίας μας. Γι’ αυτό και στην ποίησή του, Κυπαρίσση υπάρχει πάντα τα φως μιας συνέχειας, εντός και εκτός του ανθρώπου, που ξανοίγει το μαύρο, το μετατρέπει ακόμα στιγμές στιγμές σε καθαρό φως.

(Τα Ποιητικά, τχ. 3, Σεπτέμβριος 2011, σελ. 16)