Ζέφη Δαράκη

Η ποίηση κεντάει τον κόσμο απ’ την ανάποδη

Συζήτηση με τον Κ.Γ. Παπαγεωργίου

Το στοιχείο που είναι ιδιαίτερα έντονο στην ποίησή σου είναι αυτό της απουσίας. Απουσία που σχετίζεται με το παρελθόν, το παρόν, ακόμα και με το μέλλον. Απουσία και νοσταλγία.

Η απουσία όταν διατυπώνεται και περνάει μέσα από την ποίηση, είναι η πιο ισχυρή παρουσία εν απελπισία. Το ίδιο και η νοσταλγία. Κάτι φοβερά ενεργό και ερεθιστικό. Διότι είναι ένα έμμονο πάθος που δεν περνάει «σύριζα» στο πάθος. Η ίδια η νοσταλγία είναι το πάθος που διακινεί την ποίηση. Και οδηγεί το ποίημα στη δύναμη εκείνων των λέξεων που τελικά «αναπλάθουν» τα γεγονότα φανταστικά ή πραγματικά.

Σωματική αίσθηση της απώλειας και προσπάθεια ανασύστασης της απολεσθείσας πραγματικότητας.

Και βέβαια την «απώλεια» την αισθανόμαστε πάντα σωματικά. Αλλά και γράφοντας κανείς γι’ αυτή την απώλεια, «εγκλείεται» μέσα του. Ο λόγος εκφέρεται έτσι σαν ένας «έγκλειστος, σωματικός λόγος». Γίνεται απολογητικός και μαζί καταγγελτικός λόγος της απολεσθείσας πραγματικότητας. Παίρνοντας το αίμα του πίσω.

Τι, κυρίως, προσπαθείς να περισώσεις από το παρελθόν;

Ξέρεις, τα πραγματικά, τα φοβερά γεγονότα έχουν γερά χτισμένες φωλιές. Αυτό που προσπαθώ να «περισώσω» πάντα είναι η ποίηση. Όπου ο παρελθόν χρόνος γίνεται το μέλλον της. Και οι μελλοντικές πράξεις, δεν είναι παρά παρελθόν.

Απολογισμός ζωής και ταυτόχρονα μια διάθεση έντονα απολογητική;

Η απολογητική διάθεση τι να είναι; Μήπως το να «εκριζώνεται» μια αλήθεια, ένα μυστικό από έναν αόρατο, δαιμόνιο ανακριτή, που είναι στο τέλος οι ίδιες μας οι ενοχές; Αλλά «δαιμόνια» ξέρει μόνο να είναι η ποίηση και εναγώνια αρθρώνει εκείνα τα λόγια που είναι ο διάλογος -ο συνεχής διάλογος με τις ενοχές της-, η συνεχής «εφίδρωση» της ποίησης.

Πανταχού παρόν το ανερμήνευτο φοβερό. Το ανείπωτο και μαζί οικείο. Όλη η προηγούμενη ποίησή σου προετοίμαζε το διάβημά σου, το εγχείρημά σου να ψαύσεις το υπέρτατο, που όμως δεν εντοπίζεται στο μεταφυσικό πεδίο, αλλά σε πτυχές της καθημερινότητας.

Εννοώντας όμως τι, καθημερινότητα; Διότι αυτό που ονομάζεται «καθημερινότητα», γίνεται μεταφυσική στην ποίηση. Η μεταφυσική της ποίησης που ξεκινάει από το κλάμα δίπλα μας, και από το θάνατο δίπλα μας. Που είναι η μόνη αυθεντική σχέση της ποίησης με τη ζωή -μέσα από τη νοηματική εικόνα- εκεί που κρύβεται το χώμα και ο κελαηδισμός. Και όλη η αγωνία που δέχεται να εκτεθεί μέσ’ απ’ τις λέξεις. Και διαρκώς να κινδυνεύει. Tο άλεκτο λοιπόν, το ανερμήνευτο φοβερό, όπως θαυμάσια λες, που είναι εκείνο το σημείο εκκίνησης μέσ’ απ’ το ρεύμα του τρόμου μου, απ’ όπου διέρχεται σιωπηλά το ποίημα. Αλλά κάτω από το ποίημα «ακούγεται» αυτό που δεν γράφεται. Το ανείπωτο του φόβου. Το ποίημα φοβάται. Φοβάται το φόβο του. Τελικά, βέβαια, γράφεται και γι’ αυτό συνεχίζει, ψάχνοντας στα σκοτεινά της ποίησης, αναζητώντας το ανείπωτο. Αλλά όπως γράφεται, όπως λέγεται, ερημώνεται. Ερειπώνεται – απ’ όπου και ο τίτλος της τελευταίας μου συλλογής, Ερήμωνε. Παρ’ όλ’ αυτά, συνεχίζει κανείς να γράφει. Συνεχίζω να γράφω, παρ’ όλο που, για να αναφερθώ στο στίχο μου, «πρόκειται να υπερασπιστούμε την πιο ανυπεράσπιστη σιωπή», θα μπορούσε κανείς και να σιωπήσει. Αλλά συνεχίζω επειδή πιστεύω πως ύστερα απ’ όλους μου τους εφιάλτες -αφού τέχνη και εφιάλτης πηγαίνουν μαζί-, παρ’ όλους μου τους εφιάλτες, πιστεύω ότι η ποίηση είναι η μόνη ανθεκτική, η μόνη επαναστατική πράξη απέναντι στον κόσμο. Και συμβαίνει το οξύμωρο της αυτοκαταστροφής της και μαζί της αναγέννησής της.

Θα ήθελες να πεις κάτι, κλείνοντας αυτή τη συζήτηση;

Κατ’ αρχάς να σε ευχαριστήσω γι’ αυτήν. Θα μπορούσα όμως να τελειώσω παραμιλώντας: ποίηση, είσαι το φως που δαγκώνει το φως του. Τι συνωμοτεί για να σε αποδείξει; Αφού εσύ, κεντάς τον κόσμο απ’ την ανάποδη.

(Τα Ποιητικά, τχ. 6, Ιούνιος 2012, σελ. 16)