Τίτος Πατρίκιος Από τις ιαχές της επανάστασης στους χαμηλούς τόνους της εσωτερικής μας φωνής

Τίτος Πατρίκιος

Από τις ιαχές της επανάστασης

στους χαμηλούς τόνους της εσωτερικής μας φωνής

―Γιώργος Μαρκόπουλος―

Δεν υπάρχει αμφιβολία, πως από το ευρύ φάσμα του μεταπολεμικού ποιητικού λόγου, το τμήμα εκείνο που διαμορφώνεται μέσα σε μια ιδεολογική αναθεώρηση, και κυρίως αυτό που πολλοί συνηθίζουν να αποκαλούν «ποίηση της ήττας», καλύπτει έναν αξιοσημείωτο χώρο, σε βαθμό που να δίνει τον τόνο και να ορίζει δυο τουλάχιστον γενεές ποιητών, με ουσιαστικές καταθέσεις και υπολογίσιμο έργο.

patrikios2.jpg
Τίτος Πατρίκιος

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ποιητές αυτοί στο σύνολό τους δεν αποσπάστηκαν ούτε από την ιδεολογία, μέσα και έξω από το έργο τους, ούτε από το όραμα. Αντίθετα μάλιστα προσπάθησαν να τα απομονώσουν και να τα αποκαθάρουν και τα δυο, από τη βαρύτατη σκιά των πολιτικών σκοπιμοτήτων και πεπραγμένων. Στην ουσία, πρόκειται για μια επίπονη διαδικασία απενοχοποίησης και απεμπλοκής από τη συνυπευθυνότητα της ιδεολογικής συμπόρευσης, εν ονόματι πάντα της ιδεολογίας και του οράματος. Γιατί λίγο ή πολύ οι ποιητές αυτοί, ενταγμένοι στις γραμμές της Αριστεράς, στην πιο αγωνιστική της φάση, αφού αποτραβήχτηκαν μέσα τους, αρνούμενοι να δεχτούν έστω και σιωπηρά την πρακτική της λαθεμένης γραμμής (τότε που αυτό βέβαια είχε κάποιο κόστος), τοποθετούνται με κλυδωνισμό ψυχής απέναντι στα φαινόμενα της παραχάραξης και της αβασάνιστης οικειοποίησης των αγώνων και των αγωνιστών, εκφράζοντας με πειστικό τρόπο την άποψη πως οι νεκροί δεν αποτελούν σε καμιά περίπτωση άλλοθι, για να υποστηριχθεί οποιαδήποτε γραμμή. Είναι φανερό πως η αισθητική τους είναι αισθητική κατασταλαγμένης προσέγγισης της προβληματικής της Αριστεράς, όχι ακριβώς μετά την ήττα αλλά, κυρίως, μετά την προσγείωση στα όρια του εφικτού και του ανέφικτου, πράγμα που συνέπεσε χρονικά με την ήττα.

Ως προς τις εκφραστικές ιδιοτυπίες και δυνατότητές τους δε, εκείνο που προέχει είναι ο πολυσήμαντος λόγος που όλοι ανεξαιρέτως αναπτύσσουν στην ποίησή τους (του οποίου το ένα σκέλος δηλώνεται και το άλλο εξυπακούεται), και που για να τον διεκπεραιώσουν είναι μονίμως στραμμένοι στη φωνή του «άλλου», προς τον οποίο αντιλέγουν, έχοντας όμως επίγνωση της πλήρους μοναξιάς της φωνής τους. Αξιοσημείωτη επίσης είναι η έντονη προσπάθειά τους να χειραγωγήσουν ή να μετατρέψουν το λυρισμό τους, που θα μπορούσε να «μπουκώσει» συναισθηματικά το στίχο, έτσι ώστε, υποκρύπτοντας το δαμασμένο συγκινησιακό φορτίο τους, ο ελεγειακός τόνος, να εξαχνούται σε μια λεπτή αίσθηση λύπης, αντί να τρέπεται σε ακατάσχετους κλαυθμούς, κάτι που πιστεύω ότι επετεύχθη επειδή όλοι τους ήσαν εξαιρετικά νέοι (και κάποιοι μόλις έφηβοι), όταν έζησαν ως μοναδικό γεγονός την εμπειρία της επανάστασης, ατομικά και συλλογικά βιωμένης ως πράξης πλήρους ωριμότητας, γεγονός που τους βοήθησε να εκφράσουν το ρίγος και το άλγος των αντιδράσεών τους, με μια γλώσσα ποιητικά δραστική, μια γλώσσα βαθιά επαναστατημένων και ταραγμένων συνειδήσεων. Ποιητές μιας γενιάς που διάλεξε την ώρα της για να μιλήσει: Όχι «κατά» αλλά «μετά» την πράξη, μετά την επανάσταση. Και αποτελούν όλοι τους  την πρώτη πολιτικοποιημένη στο έπακρο ομάδα της· μια ομάδα που δέχτηκε την περιπέτεια της ιδεολογίας ως περιπέτεια προσωπικής υπευθυνότητας, μέσα από και διαδικασία οδυνηρής τελείωσης, πνευματικής και εκφραστικής. Κάθε ποίημά τους παραπέμπει, άμεσα ή αντανακλαστικά, μέσα από τα συμφραζόμενα και τα σημαίνοντα, σε μια στιγμή μετεωρισμού, σε ένα γεγονός, σε ένα πρόσωπο ή στη θεμελιώδη τραυματική ασυγχρονία ανάμεσα σε αυτό που τελικά έγινε και σε αυτό που έμελλε να γίνει.

Και κάνει εντύπωση, πως κάτι άπιαστο και άρρητο αιωρείται σ’ αυτή την ποίηση, στο σύνολό της. Όπως, εντύπωση κάνει και η εντιμότητα των ποιητών αυτών, που εκφράζεται ως ποιητικό γεγονός, με την πρόθεση του απόλυτου καθαρμού της γλώσσας από κάθε ψευδεπίγραφο επαναστατικό βερμπαλισμό, σβήνοντας και απαλείφοντας από την ποιητική μνήμη κάθε κούφια ρητορεία. Έτσι, άλλωστε, όλοι τους κατάφεραν να επιβάλουν σιωπή και σεβασμό στην εξαγνισμένη με το αίμα, από την άχνα των ψυχών, από τη θυσία των νεκρών συντρόφων, επανάσταση. Κανένα χάσμα δεν υπάρχει στην ποίησή τους, στην ποίηση αυτού του πρώτου, όχι μεταπολεμικού αλλά μετεπαναστατικού λόγου, του οποίου οι δημιουργοί κέρδισαν τη δική τους αυθεντικότητα, ‘όχι ερήμην της ομάδας, αλλά σε αντιπαράθεση διαρκή και αδιάλειπτη, συνεισφέροντας μέσα από μια διακριτική ιδεολογική σχέση, μορφές λεκτικής μετεπαναστατικής ερμηνείας των φαινομένων του εν ιδεολογική συγχίσει κόσμου, συμβάλλοντας ουσιαστικά στις πνευματικές ζυμώσεις που δημιουργήθηκαν στο χώρο της Αριστεράς.

Και το σπουδαιότερο: Κατέδειξαν τη διαφορά ανάμεσα στον πολιτικά στρατευμένο και τον πολιτικά στοχαζόμενο ποιητή, που εκφεύγει από τον ολισθηρό οίστρο της συνθηματολογίας, έχοντας ως υλικό του εσωτερικές συγκρούσεις, αντιφάσεις και αμφιβολίες πνευματικής τάξεως.

* * *

Ο Τίτος Πατρίκιος, ανήκοντας στην ένδοξη Πρώτη Μεταπολεμική Γενιά –«Σιδηρά Πυροβολαρχία της ποιήσεώς μας» την ονομάζω εγώ– μας δώρισε σπουδαία έργα, όταν αυτός, μετά τον Εμφύλιο, ενταγμένος από παιδί στις τάξεις της Αριστεράς, όρθωσε το θάρρος της φωνής του, παρά το κόστος, όταν αντελήφθη την αλήθεια που κρυβόταν πίσω από αυτό που τόσο πίστεψε, όχι μόνο για την αποκατάσταση της πολιτικής αλλά, κυρίως, της ποιητικής ηθικής. Αλλά και στη συνέχεια, περνώντας σε πιο «εσωτερικά τοπία», μας χάρισε μοναδικά αριστουργηματικά δημιουργήματα μέσα από τις συλλογές του Αντικριστοί καθρέφτες (1988), μέχρι και την προσφάτως εκδοθείσα Σε βρίσκει η ποίηση (2012).

Ο Τίτος Πατρίκιος παρουσιάστηκε στην ποίησή μας με τη συλλογή Χωματόδρομος (1954), ενώ ο τόμος Ποιήματα Ι (1976) αποτελεί τη συγκεντρωτική εικόνα της πρώτης ποιητικής του περιόδου, η οποία χαρακτηρίστηκε από τις επαναστατικές εξάρσεις μιας πολυτάραχης εφηβείας, από τον κοινωνικό περίγυρό της, τον πόλεμο, τα οράματα της εποχής της και, τέλος, από τις εμπειρίες της τιμωρίας που υπέστη για το «ατόπημά» της αυτό στους χώρους της εξορίας.

Ο λόγος του Τίτου Πατρίκιου σε αυτή τη φάση, άλλοτε πληθωρικός (τις περισσότερες φορές) και άλλοτε ελλειπτικός, ακολουθεί έναν δρόμο οπωσδήποτε διαφορετικό από αυτόν που όριζαν τότε οι αισθητικές αντιλήψεις των «γεροντότερων» της Αριστεράς, και εύκολα μπορούμε να διακρίνουμε σε αυτόν τα στοιχεία εκείνα που περισσότερο τον στιγμάτισαν και τα οποία (στις γενικές γραμμές τους) τον στοιχειοθετούν.

Η μόνιμη ερημιά του και η τελεσίδικη διάστασή του από αυτά τα ξενόφερτα, αλλοτριωτικά, νέα ήθη του μικροαστισμού και της επίπλαστης θαλπωρής που άρχισαν επικίνδυνα πια να κατακλύζουν τη χώρα, ανάμεσα στα οποία, ο Πατρίκιος, ως ορκισμένος εχθρός της λήθης, θρηνεί πάλι και πάλι, όλους αυτούς τους νεκρούς, επώνυμους και ανώνυμους, του αγώνα (Οι «νεκροί» στον Πατρίκιο συνιστούν ό,τι πιο ακριβό περιέχει η κιβωτός της μνήμης και της καρδιάς, από την εποχή της επανάστασης· ό,τι πιο πολύτιμο αυτός ετάχθη να φυλάξει.)

Πάντως, για να είμαστε πληρέστεροι στην ανίχνευσή μας, οφείλουμε να πούμε ότι οι καλύτερες στιγμές ολόκληρου του τόμου, είναι εκείνες που τις χαρακτηρίζει η λεπτά λυρική, ερωτική του διάθεση, η απρόοπτα διαφαινόμενη εδώ κι εκεί αγωνία του θανάτου, η προσωπική ερημιά και η βαθύτερη, πέρα από τις επαναστάσεις, μοναξιά.

Η Μαθητεία (1952-1962) όρισε τη δεύτερη ποιητική περίοδο του Πατρίκιου. Μια περίοδο που και στον κοινωνικό μας βίο σημαδεύτηκε από γεγονότα τρομακτικά και αναπάντεχα, για το χώρο της Αριστεράς, με προεξάρχον, ίσως, την καταθλιπτική όσο και απτή, πλανώμενη στις συνειδήσεις σκιά της ήττας, εκεί ακριβώς όπου το όνειρο και το όραμα δεν άφηναν, λίγα χρόνια πριν, καμιά «υποψία» για κάτι τέτοιο. Η βίαιη ενηλικίωση, η ανακοπή και η ανώμαλη προσγείωση, από τους ουρανούς, μιας άδολης επαναστατικότητας, σε μια ανεξήγητη, στενόκαρδη πραγματικότητα που την όριζαν, εκτός από τα αντίποινα και τις διώξεις που η επικρατήσασα τάξη επέβαλε, η έλλειψη θάρρους και η μικροψυχία, επιπλέον, των υπευθύνων της παράταξης, δημιούργησαν νέα ρήγματα στις ανθρώπινες ψυχές· οι οποίες, μπροστά στη διάψευση που τις τάραξε, όφειλαν να ορίσουν, τουλάχιστον, νέα σταθμά για τη μέτρηση του επαναστατικού ήθους και να ενισχύσουν με ανυπέρβλητη κριτική παρρησία το λόγο τους και τη στάση τους απέναντι στη ζωή, τα γεγονότα και τα πράγματα. Και κάτι τέτοιο, βεβαίως, από ό,τι η πορεία, σήμερα πια, μας έδωσε το δικαίωμα να συμπεραίνουμε, έμελλε να επιβαρύνει περισσότερο την ομάδα εκείνη των ποιητών, που η ευαισθησία τους στεκόταν πάνω από κάθε υποχώρηση και πάνω από κάθε μικρή ή μεγάλη σκοπιμότητα.

Από τον κανόνα δεν εξαιρέθηκε ούτε και ο Τίτος Πατρίκιος, του οποίου ο λόγος τώρα, προκειμένου να υπηρετήσει ανάλογα τις νέες αυτές επιταγές, έγινε πιο οξύς, διεισδυτικός, περισσότερο ανθρώπινος, απαλλαγμένος από κάθε επικό στόμφο, άλλοτε ελλειπτικός και άλλοτε πληθωρικός και χυμώδης στην έκφρασή του.

Αν ο προαναφερθείς τόμος και η Μαθητεία αποτέλεσαν, αντιστοίχως, την πρώτη και τη δεύτερη ποιητική περίοδο του Πατρίκιου, όλες οι μετέπειτα εκδοθείσες συλλογές αποτέλεσαν την τρίτη και εν εξελίξει ακόμη ευρισκόμενη. Μία περίοδο κατά την οποία η φωνή του στρέφεται αργά και σταθερά, όλο και πιο πολύ, σε εσωτερικότερα τοπία. Έτσι στην Προαιρετική στάση (1981) γίνεται όλο και περισσότερο ελλειπτικός, «καθαρός», ποιητικός. Η μοναξιά του περιπλανώμενου, η πίκρα και η «πεθυμιά», εκφράζονται με στίχους που τους χαρακτηρίζει μια αναβαθμισμένη αθωότητα και μια, μαθηματική σχεδόν, αφοπλιστική αγάπη προς τη γη της πατρίδας.

Στη Θάλασσα επαγγελίας (1977) και στις Αντιδικίες (1981) ο λόγος χαρακτηρίζεται από μια λύπη για τη σύγχρονη έκπτωση των καιρών, από μια οργή, ειρωνεία, αλλά και μια έλλειψη καθοριστική, ενώ στους Αντικριστούς καθρέφτες (1988), στην Ηδονή των παραστάσεων (1992), στην Αντίσταση των γεγονότων (2000) και στην Πύλη των λεόντων (2002), αυτός ο λόγος, διακρινόμενος από τη γνώριμη ειρωνεία του  Πατρίκιου άλλοτε, και άλλοτε από κάποιους χαμηλόφωνους και λίαν εξομολογητικούς τόνους, φτάνει σε επίπεδα ποιότητας μοναδικής.

Τελειώνοντας αυτή τη μικρή εισήγηση για την ποίηση του Τίτου Πατρίκιου, αίσθάνομαι πράγματι μια ανησυχία μέσα μου·  κάτι σαν αυτό που νιώθουμε μόνο εμείς, όταν διαισθανόμαστε ότι δεν έχουμε φέρει σε πέρας ή δεν έχουμε εξαντλήσει το πραγματευόμενο θέμα στο βαθμό που του πρέπει. Και λέω «διαισθανόμαστε», διότι στην προκειμένη περίπτωση είναι το μόνο ρήμα που μετριάζει κάπως την ευθύνη μας ή απαλαίνει τις όποιες ενοχές μας, μια και τα δραματικά συμβάντα που τροφοδότησαν αυτή τη ζωή και αυτή την άρρηκτα δεμένη μαζί της ποίηση δεν τα βιώσαμε και επομένως στερούμεθα της δυνατότητας, δεδομένου ότι ο ποιητής είναι από τη φύση του άτομο βασανιζόμενο, να συναισθανθούμε το πώς αυτός τα ένιωθε, όταν, επιπλέον, και εξωγενείς, πέρα από τις μεταφυσικές, συνθήκες, μεγιστοποιούσαν στο έπακρο αυτή του την ταλαιπωρία· όταν οι συνθήκες θεωρημένες από την αθωότητά του ως «απρόοπτες», τον ανάγκασαν βίαια να ανακόψει την πίστη του στο όνειρο και στο όραμα και να ανακατατάξει απόψεις. Και επιπλέον, ο χρόνος να τον φέρει στην τραγική θέση να νιώσει κατάσαρκα και την ακυρότητα ίσως, αυτής της ανακατάταξης, μια και θα του αποκαλύψει πως πάντα ο άνθρωπος, από τη γέννησή του, έμενε έκθετος, με σύντροφό του τη μοναξιά και το θάνατο. Και αυτό είναι το σημαντικότερο που αποκομίζουμε από τον Πατρίκιο· ότι, δηλαδή, αυτός, όρθωσε το θάρρος της φωνής του, παρά το κόστος, όταν αντελήφθη την αλήθεια που κρυβόταν πίσω από αυτό που τόσο πίστεψε, όχι μόνο για την αποκατάσταση της πολιτικής ηθικής, αλλά (περισσότερο) της ποιητικής. Και αυτή (την ποιητική), πιστεύω, υπερασπίστηκε και πάλι, όταν κάποια στιγμή, στην τρίτη φάση της πορείας του, εξωτερίκευσε την ελλοχεύουσα πάντα, έτσι κι αλλιώς, πεποίθησή του για την τραγική μοίρα του ανθρώπου, και την υπηρέτησε (χωρίς να έχει κλείσει ακόμη αυτή η διακονία) με αυταπάρνηση, χαρίζοντάς μας έτσι ποιήματα αριστουργηματικά, και συλλογές που έχουν ήδη μείνει ανάμεσα στις καλύτερες, στις πιο σπουδαίες των καιρών μας, κατατάσσοντας έτσι τον Πατρίκιο ανάμεσα στους κορυφαίους –επίσης μετρημένους– ποιητές της Μεταπολεμικής μας ποίησης.