Μιχάλης Γκάνας

 

Μιχάλης Γκάνας
Μιχάλης Γκάνας

Μιχάλης Γκάνας
Συνέντευξη στην
Τιτίκα Δημητρούλια

-«Κι εσύ που ξέρεις από ποίηση / κι εγώ που δεν διαβάζω / κινδυνεύουμε. / Εσύ να χάσεις τα ποιήματα / κι εγώ τις αφορμές τους.», γράφεις στα «Μικρά». Ποιες είναι οι αφορμές σου; Αλλάζουν στο χρόνο;

Αρχίζοντας να πώ ότι οι αφορμές για ποιήματα είναι πολύ περισσότερες από τα ποιήματα που γράφονται εντέλει. Δεν ξέρω γιατί κάποιες αφορμές γίνονται ποιήματα και κάποιες άλλες όχι. Μάλλον τυχαίο είναι, δεν έχει να κάνει με την βούληση ή τις προθέσεις του ποιητή. Μπορεί ένα σημαντικό γεγονός να μην γίνει ποίημα και ένα ασήμαντο να γίνει.
Ρωτάς αν αλλάζουν οι αφορμές μου μέσα στο χρόνο. Δεν νομίζω. Δεν αλλάζουν, τουλάχιστον, δραματικά. Ίσως γιατί αυτό το τυχαίο που ανέφερα πριν εφαρμόζει αυτόματα ένα είδος λογοκρισίας Εκτός από τις αφορμές, πάντως, υπάρχουν και οι αιτίες που γράφονται ποιήματα. Είναι τα μεγάλα θέματα με τα οποία ασχολούναι οι ποιητές και ο άνθρωπος ανά τους αιώνες : ο έρωτας, ο θάνατος, η ομορφιά, η μνήμη, ο χρόνος… Οι αφορμές δεν είναι τόσο γενικές και αφηρημένες έννοιες, αντίθετα είναι πολύ συγκεκριμένες: μια εικόνα, ένα βλέμμα, μια φράση, ένα βιβλίο ή ένα τραγούδι, μια είδηση, μια λέξη μπορεί να ενεργοποιήσει την διδικασία της γραφής.

-Η πατρίδα και η ξενιτιά, ο εαυτός και ο άλλος, ο ξένος και ο δικός, ο δικός ως ξένος, ακόμα και στον έρωτα, βρίσκονται θεματικά στον πυρήνα της ποίησής σου, του αδιαίρετου έργου σου καλύτερα – στο οποίο συγκαταλέγονται πεζά, ποίηση, στίχοι και μεταφράσεις. Πού τέμνει το πολιτικό το υπαρξιακό;

Εκεί που πονάει, στην τομή ακριβώς του δημόσιου με το ιδιωτικό. Όταν νιώθεις ότι το έξω έχει πειράξει το μέσα σου. «Ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες», γράφει ο Σεφέρης. Σαν να γράφτηκε εδώ και τώρα γι’ αυτά που ζούμε. Δεν είναι προφήτης, ούτε αυτός ούτε ό Σαββόπουλος, που μας έλεγε στους Κωλοέλληνες το 1989, Δεν υπάρχει ελπίς, στην Ελλάδα ζεις. Απλώς, περιγράφουν με ακρίβεια αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα από όταν έγινε ανεξάρτητο κράτος. Ότι δεν αλλάζει τίποτε και αν αλλάξει κάτι θα είναι προς το χειρότερο. Αυτό είναι που σε τρομάζει, γιατί δεν προφητεύουν, απλώς περιγράφουν το μέλλον μας. Όσο για τα δίπολα, η πατρίδα και η ξενιτιά, ο εαυτός και ο άλλος, ο ξένος και ο δικός είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα λιμασμένων ψυχών που δεν βολεύονται κάτω από την σκέπη μιας παρήγορης πίστης θρησκευτικής, πολιτικής, ακόμη και καλλιτεχνικής.

-Το έργο σου, από τον εναρκτήριο «Ακάθιστο Ύμνο» ως σήμερα, μοιάζει να συν-υφαίνεται, κάτω από τα άγρια βουνά ενός φαντασιακά αναπλασμένου παρηγορητικού γενέθλιου τόπου, που ταυτίζεται τελικά με την παιδική ηλικία. Εξού και η μνήμη που αναιρεί, στο μέτρο των δυνάμεών της, την απώλεια. Πώς ο λόγος μετατρέπει αυτό που χάνεται σε αυτό που μένει;

Μακάρι να ήξερα. Και δεν είναι πόζα ταπεινοφροσύνης αυτό που λέω. Μακάρι να ήξερα πώς γίνεται «να μετατρέπει ο λόγος αυτό που χάνεται σε αυτό που μένει» και μακάρι να πίστευα ότι όντως το κάνει. Σε κάποιους άλλους το βλέπω, σε μεγάλους ποιητές ή συγγραφείς αλλά κι εκεί στιγμιαία, σαν έκλαμψη. Όχι σ’ εμένα πάντως. Ούτε είναι στόχος μου κάτι τέτοιο. Γράφω κυρίως για να παρηγορηθώ, να εξαγοράσω τον δικό μου «χαμένο χρόνο» και τον καταποντισμένο μου τόπο, γιατί αυτό που αποτυπώνω στο χαρτί εντέλει, δεν είναι ο τότε χρόνος και τόπος μου. Δημιουργείται έτσι ένας ου-τόπος που δεν είναι ούτε ο τόπος που έζησα, ούτε ο τόπος που ζω αλλά μοιάζει πολύ με αυτόν που θα ήθελα να ζήσω. Με κάποια έννοια ίσως να είναι ένας μελλοντικός τόπος, ο δικός μου Παράδεισος.

-Από τα δημοτικά στο Σολωμό, τον Καρυωτάκη, το Σεφέρη, τους μεταπολεμικούς, από το ελευθερόστιχο ποίημα στο σονέτο, από την αφηγηματικότητα στον ακαριαίο λυρισμό, από το παρελθόν στο παρόν που πονάει εξίσου, η ποίησή σου ενώνει παρά τους χωρισμούς που τραγουδά.

Οι χωρισμοί μας φέρνουν πιο κοντά κι ας μοιάζει οξύμωρο αυτό που λέω. Πιο κοντά στον άλλο ή στο άλλο αλλά και πιο κοντά στον εαυτό μας. Ό,τι μας πονάει μας φέρνει πιο κοντά στην ανθρώπινη φύση μας, μας υπενθυμίζει την θνητότητά μας. Η χαρά αντίθετα γιορτάζει μόνη της, δεν χρειάζεται παρέα, έχει την έπαρση της αυτάρκειας, να μην πω της παντοδυναμίας. Δεν είναι κακό, μας κάνει να νιώθουμε λίγο -και για πολύ λίγο- Θεοί. Είναι αλήθεια ότι τραγουδώ χωρισμούς: «Ένα κορμί δεν είναι μόνο αγκαλιά / είναι μια πατρίδα που θα γίνει ξενιτιά». Ίσως έχει να κάνει με την Ηπειρώτικη καταγωγή μου. Τα Ηπειρώτικα Μοιρολόγια δεν τραγουδούν απλώς χωρισμούς, γεφυρώνουν τον πάνω με τον κάτω κόσμο.

-Οι «Εσωτερικές ειδήσεις» μίλησαν συγκλονιστικά γι’ αυτά που ήρθαν: «Σ’ αυτό τον τόπο δε βρίσκω εύκολα τον τρόπο / να πω το ναι να προχωρήσω / γιατί το όχι έχει μακρύτερη απόχη / και παραπαίω ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο / με ένα ίσως επενδύω». «Σήμερα αύριο / το μέλλον ζυγώνοντας / κλείνει τα μάτια», λες στο «Τυφλό». Ο ποιητής σήμερα τι βλέπει; Κι η γλώσσα αντέχει να τα μιλήσει ή πάλι πρέπει να γυρίσει τα μέσα έξω;

Αυτό που ζούμε σήμερα μας απασχολεί όλους, ποιητές και μη. Τι βλέπει σήμερα ο ποιητής ρωτάς. Λίγο πολύ ό,τι έβλεπε και ο Ελύτης στο Προφητικόν, χωρίς την ακροτελεύτια φράση του τέλους: «Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων!» Αυτό παίζεται Η σημερινή ποιητική γλώσσα δεν ξέρω αν μπορεί να μιλήσει για όλα αυτά, γιατί έχει ασκηθεί, αρκετά χρόνια τώρα, σε χαμηλούς τόνους και υπαρξιακά αδιέξοδα. Η πολιτική και πολύ περισσότερο η στράτευση δεν την ενδιέφερε και καλώς ως ένα σημείο. Από την άλλη νομίζω ότι είναι αδύνατον να μην γράψουν οι ποιητές κάποτε γι’ αυτή την κρίση, που θα έχει και ένταση και βάθος και διάρκεια αλλάζοντας την ζωή όλων μας άρδην. Ίσως οι ποιητές να μιλήσουν αργότερα, φαντάζομαι ότι το τραγούδι και η πεζογραφία θα ανταποκριθούν πιο γρήγορα. Η ποίηση θέλει τον χρόνο της.
Να συμπληρώσω απλώς, για την περίπτωσή μου, ότι ενώ ως ποιητής θα μπορούσα να χαρακτηριστώ καθόλου ή ελάχιστα πολιτικός, έχω γράψει κάποια τραγούδια που εκφράζουν πολιτικές ή κοινωνικές ανησυχίες, σε μια εποχή μάλιστα που το πολιτικό τραγούδι είχε προ πολλού σιωπήσει. Ίσως η εξωστρέφεια του τραγουδιού (και ένα κοινό πολύ μεγαλύτερο από αυτό της ποίησης) με προκαλούσε να μιλήσω για πράγματα και καταστάσεις που με απασχολούσαν πάντα αλλά δεν έβρισκα τρόπο να τα περάσω στα ποιήματά μου.