Γιάννης Στίγκας

(Γιάννης Στίγκας, Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο, Εκδόσεις Μικρή Άρκτος, Αθήνα, 2012

Βλέπω τον κύβο Ρούμπικ φαγωμένο, Εκδόσεις Μικρή Άρκτος, Αθήνα, 2014)

Τιτίκα Δημητρούλια­

«Η φωτιά ζει το θάνατο της γης

κι ο αέρας ζει το θάνατο της φωτιάς,

το νερό ζει το θάνατο του αέρα

και η γη του νερού».

Γιάννης Στίγκας
Γιάννης Στίγκας

Γράφοντας για τη συλλογή του Γιάννη Στίγκα Η όραση θ’ αρχίσει ξανά σημείωνα ότι στην ποίησή του «το μάτι κατοπτρίζει ένα φλεγόμενο σύμπαν που διαρκώς πεθαίνει κι αναγεννιέται, μέσα σ’ έναν γενικό αναβρασμό όπου το σχήμα των πάντων διαρκώς μεταβάλλεται.» Κι αυτό με τη βοήθεια του πυρός, της καθαρτήριας φωτιάς που αναγεννά όχι μόνο τον κόσμο, αλλά και τον λόγο. Αυτή την διαρκή, φλεγόμενη κοσμογονία διαβάζω και πάλι στην ποίησή του, στις δύο τελευταίες του συλλογές, με τις παράπλευρες απώλειές της, όπως τη σχολιάζει το απόσπασμα από τον Ηράκλειτο που επιλέγει και το παραθέτω πάνω μεταφρασμένο -τον Ηράκλειτο για τον οποίο ο κόσμος είναι φωτιά, μια διαρκώς μεταβαλλόμενη δομή σε δυναμική ισορροπία τάξης και αταξίας και η ζωή ποτάμι με δύο όχθες- να το διαβαίνει ο ποιητής ακόμη και όταν πηγαίνει να αγοράσει τσιγάρα. Αλλά ποτάμι μέσα στη φωτιά, του κόσμου, και του λόγου που επιμένει.

Φλεγόμενη και πάλι η ποίηση του Στίγκα στη συλλογή Ο δρόμος για ο περίπτερο, και εγκόσμια, ριζωμένη στο σήμερα, στην καθημερινότητα και τις επαναλαμβανόμενες κινήσεις της, μες στο μετρό, στο δρόμο για το περίπτερο, μαζί με τους άλλους και με την απουσία τους, σε διαρκή διάλογο με ποιητές παθιασμένους με την άνοιξη, αυτό το κουσούρι που είναι και δικό του, κι άλλους, μάρτυρες του κακού που τάχα έφευγε και το έβλεπαν, πόσο γιγάντιο, να επιστρέφει. Πίσω ολοταχώς στις τεκτονικές εποχές, στον Μαγιακόφσκι της επανάστασης και της αυτοχειρίας, «όταν υποδύεσαι το φεγγάρι / να το υποδύεσαι και στη χάση του», πιο πίσω ακόμη στον λόρδο Βύρωνα και το παρανάλωμα της ζωής του, μπροστά και πάλι, ο Έζρα Πάουντ που βλέπει με τα μάτια της ψυχής το μοιραίο να έρχεται και το κακό να θεριεύει -άραγε αναπόδραστα;–, ενώ ο Αναγνωστάκης καρφώνει εσαεί στίχους πρόκες.

Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο

Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο είναι μια πολιτική συλλογή που βλέπει πώς η ρωγμή «ξεχειμωνιάζει μες στα φόβητρα» και στην οποία το ποιητικό υποκείμενο ορίζεται ως «ο καλπάζων νους της άλλης γονιμότητας», αψηφώντας όσους ρίχνουν στον Καιάδα του ακατάληπτου όποιον μιλάει για την πατρίδα του. Είναι μια αυτοαναφορική συλλογή, τι κάνει ο ποιητής, πώς και πού στέκεται μες στον κόσμο που ραγίζει πριν γκρεμιστεί με κρότους και λυγμούς και ψίθυρους ακόμη, με λόγο πλήρως αναγνωρίσιμο: εικόνες επικίνδυνα αιχμηρές, που σκίζουν την υφή του ποιήματος και εκτινάσσεται η λέξη κι ο ρυθμός, ζόρικος, σπασμένος, γειωμένος, ψαλμός μαζί και ροκ ριφάκι, οι δυο όχθες, του υποκειμένου και του κόσμου να ενώνονται και να ανοίγουν ξανά και ξανά, ανελέητα, μέσα στην ίδια τη γλώσσα που ανοίγει τους δικούς της γκρεμούς.

Κι εκεί επάνω έρχονται τα τέρατα, ένα άλλο βεστιάριο της σύγχρονης ζωής, στο Βλέπω τον κύκλο του Ρούμπικ φαγωμένο. Το ποιητικό εγώ και το βλέμμα του, το βλέμμα του ποιητή, μεταφέρεται πια ρητά στον τίτλο. Βλέπει τον κύβο, βλέπει τον κόσμο, φτιάχνει, ή καλεί, τα πλάσματα που θα τον κατοικήσουν, πλάσματα που μύθου που αναλαμβάνει να ξαναφτιάξει αυτό που λείπει. Ιστορίες με κύκλωπες, δράκους και δράκουλες, μέδουσες και σειρήνες, γοργόνες και μινώταυρους, μικρά μονόπρακτα, αλλαγή σκηνικού και το βλέμμα πάντα διπλό, μέσα και έξω, ψυχή και κόσμος, δρόμοι που καίγονται και μίτοι που δεν χρειάζεται καν να ξετυλιχτούν γιατί είναι ένας ο δρόμος κι αμετάκλητος.

Ξαναδιάβασα με προσοχή την τελευταία συλλογή του Στίγκα. Αναγνώρισα τους ρυθμούς, τη μαγκιά, τη στράτευση χωρίς δέσμευση καμιά, την αγωνία, την οδύνη, την περηφάνια, τον στοχασμό κυρίως, που δεν έχει ανάγκη να προβάλλεται, ορίζει υπόρρητα την ποίηση, σκάβει τις αβύσσους της. Βρήκα όμως και έναν σαρκασμό , και ένα χιούμορ ακόμα, καινούργιο σ’ αυτή την ένταση, τόσο ταιριαστό με τη θεατρική οργάνωση της συλλογής, να συγκαλύπτει και πάλι την αγωνία, το στοχασμό και πάει λέγοντας. Αλλά δεν κρύβεται το βάρος της λέξης, της εικόνας, της μουσικής που δεν θέλει να είναι μελωδία, του διαρκούς διαλόγου που δεν αντέχει να είναι μοναχικός, της πολιτικής που επιμένει.

Το μάτι του Κύκλωπα φυτρώνει μες στη συμφορά και κρατάει τα χρώματα, όπως κι ο λόγος του Γιάννη Στίγκα, ενός από τους καλύτερους ποιητές της νέας γενιάς, που έχει πια μεγαλώσει.