Κώστας Παπαγεωργίου (Βασίλης Καραβίτης, Απόηχα, ποιήματα 2005-2010)

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΑΒΙΤΗΣ

(Απόηχα, ποιήματα 2005-2010, Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2014)

«Απόηχα» της ως τώρα διανυμένης εύκαρπης ποιητικής διαδρομής του θεωρεί ο Βασίλης Καραβίτης τα ποιήματα της ανά χείρας συλλογής του, παρακινημένος ίσως από μιαν έντονη διάθεση πένθους και μιαν αβάσταχτη αίσθηση ματαιότητας που σχεδόν πάντα τον διακατείχαν και τώρα, με την απώλεια της αγαπημένης συντρόφου της ζωής του, της ποιήτριας Ντίνας Καραβίτη, τείνουν να πάρουν υπέρογκες διαστάσεις, αφαιρώντας μεγάλο ποσοστό ειρωνείας, σαρκασμού –όχι όμως και αυτοσαρκασμού– και κριτικής οξύτητας από τον λόγο του, κάνοντάς τον να ακούγεται περισσότερο εξομολογητικός και, κατά συνέπεια, προσηνέστερος, φιλικότερος και χαμηλότερων τόνων. Ποιήματα λοιπόν «απόηχα» μιας ζωής διανυμένης με σύνεση στους ολισθηρούς δρόμους της ποίησης, ενός ποιητή που, όπως ο Β. Κ. η ανάγκη του για έκφραση υπήρξε στενότατα συναρτημένη με μια έμμονη διάθεση για πολύτροπες προσεγγίσεις και αναψηλαφήσεις θεμελιωδών ή και δευτερευόντων ζητημάτων, καθώς και αναπάντητων ερωτημάτων γύρω από τη μοίρα του ανθρώπου, συχνά δημιουργώντας την αίσθηση ενός μονολογούντος ή διαλεγόμενου περιπατητικού φιλοσόφου ή θυμοσόφου. Ποιήματα απόρροια βαθιάς και επώδυνης ενδοσκόπησης, ποιήματα «απόηχα» έστω, αλλά και αυτάρκεις οντότητες που άνετα προστίθενται, κάποτε ανανεωτικά, στο ήδη κατατεθειμένο σώμα της ποίησής του.

Απολογιστικός και αφοριστικός, συντάσσεται για μια ακόμη φορά με τη στρατιά των νοσταλγών ενός θαμπωμένου εξ αρχής παραπλανητικού οράματος και δηλώνει οπαδός μιας μοίρας που η γύρω του πραγματικότητα αποστρέφεται. Αισθάνεται ερασιτέχνης της ζωής, αφού, παράταιρος ων, ποτέ δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τον ρυθμό και να συνδυάσει τη μελωδία του με τον ρυθμό και τη μελωδία των άλλων μελών της ορχήστρας της. Κι εκτός αυτού, τον βαραίνει υπέρογκα, συνθλιπτικά, η μόνιμη πια σκέψη ότι οι ζωογόνες πηγές της ζωής και της δημιουργίας τείνουν να  στερέψουν, με συνέπεια την δυνατότητα της ψαύσης του ορατού πλέον νήματος του τέλους.

Όλα τα «απόηχα» ποιήματα αποτελούν, στην ουσία, παραλλαγές ενός θέματος· όλα περιστρέφονται γύρω από μια προφανή ή τεκμαιρόμενη εκδοχή του θανάτου και της προειδοποιητικής του θανάτου φθοράς και όλα αποσκοπούν σε μια νηφάλια προετοιμασία για την έλευσή του. Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, όταν ο ποιητής αισθάνεται επιβάτης ενός πλοίου που, πλησιάζοντας προς το τέλος του ταξιδιού, περιφέρεται άσκοπα γύρω από άγνωστα και απρόσιτα λιμάνια, μεγαλώνοντας την αδημονία των επιβατών του· όταν τον βαραίνει ενοχή για το γεγονός και μόνο ότι επέζησε αγαπημένων του προσώπων· όταν απορώντας διαπιστώνει ότι, μολονότι η παρουσία του έχει προσβληθεί από μεγάλες ποσότητες κενού, το σώμα του εξακολουθεί να έχει το ίδιο εκτόπισμα ίσκιου, ο οποίος εν προκειμένω λειτουργεί ως ενέχυρο του θανάτου· όταν το βλέπει ότι η ζωή κατάντησε «ρούχο τριμμένο κι αφόρετο», φαγωμένο από τον αθέατο σκώρο που είναι ο χρόνος· όταν η λύπη αποτελεί λυτρωτικό καταφύγιο από τη βασανιστική ανάγκη να αποκτήσουν κάποιο νόημα όλα όσα συνέχουν τη ζωή· κι ακόμα όταν δεν δικαιούται παρά να νοσταλγεί, φευγαλέα, στιγμές του παρελθόντος, επιβεβαιωτικές της ζωής που διάνυσε αυτός, ο άλλοτε μονίμως απορών και ονειροπόλος και τώρα διδασκόμενος τον θάνατο από τον θάνατο των άλλων, που πενθώντας συνειδητοποιεί το αναμενόμενο τέλος του κι έτσι, σαν πεθαίνοντας ζει.