Αντιγόνη Βουτσινά, Το λάθος ποίημα

Με σχέδια του Θάνου Ανεστόπουλου (Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα, 2012)

Τιτίκα Δημητρούλια

Στη χορεία των πολύ καλών νέων φωνών που διαρκώς εμφανίζονται την τελευταία δεκαπενταετία έρχεται να προστεθεί με τη συλλογή της Το λάθος ποίημα η Αντιγόνη Βουτσινά. Η συλλογή της αναπτύσσει διακλαδωτά την προβληματική του τίτλου της. Από τη μια το λάθος ποίημα, το ποίημα όχι τόσο που δεν γράφτηκε σωστά με την έννοια του ποιητικού κανόνα, όσο ένα ποίημα που δεν κατάφερε να υπάρξει κατά την επιθυμία της γράφουσας, ένα ακυρωμένο ποίημα. «Η επιλόχειος θλίψη της σελίδας» περιγράφει αυτήν ακριβώς την αγωνία αλλά και το τετελεσμένο της διαδικασίας: Μαύρες κλωστές / οι λέξεις / Ράβουν το δέρμα / ωμό. // Μην τραβήξεις καμιά τους. / Θα φανεί από κάτω / η άκαρπη γέννα / και / η πρόχειρη καισαρική του ποιήματος. Η μεταφορά του ραψίματος (και του κεντήματος) επανέρχεται διαρκώς στα ποιήματά της, από την «αλκοολική μοδίστρα του ουρανού» ως την «χειροποίητη μητρότητα», όπου το ποιητικό υποκείμενο ράβει στην κοιλιά της την πάνινη κούκλα των παιδικών της χρόνων και το «ραμμένη εντός» που κλείνει τη συλλογή. Το μοναδικό γράμμα που χωρίζει τις δυο λέξεις, γράψιμο και ράψιμο, μοιάζει εδώ να μην έχει σημασία, καθώς φωτίζονται τα έργα του χεριού που τρέμει, μένει χωρίς δάχτυλα, ακρωτηριάζεται όταν ακριβές δικές του λέξεις και άλλες ξένες εκπυρσοκροτούν, κόβεται, ματώνει, επεμβαίνει. Η χειρωναξία της γραφής και η τέχνη του ραψίματος συναιρούνται σε ένα ποιητικό σχέδιο όπου οι βελόνες ωστόσο έχουν ισότιμη θέση με τις κλωστές, μαζί με τη χαμένη λόγχη μες στα ποιήματα που κάνει την εμφάνισή της στο πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής. Αν δηλαδή το ράψιμο κατασκευάζει και διορθώνει, η βελόνα τσιμπάει, πονάει, παρά τα σχέδια της κλωστής, παρά την ένωση που αυτή επιδιώκει, όπως κι οι τόνοι όταν ξεφεύγουν από τις λέξεις και τα ποιήματα και γίνονται μαύρα δόρατα, πάνε στο μουσείο πολέμου και ξεκοιλιάζουν τους επισκέπτες («προειδοποιητικό σημείωμα»).
Το ράψιμο όμως είναι ένα μόνο από τα τεχνάσματα που χρησιμοποιεί η Βουτσινά στα ολιγόστιχα συνεκτικά και μαζί θρυμματισμένα ποιήματά της με τους μονολεκτικούς και διλεκτικούς στίχους, για να σχολιάσει χαμηλόφωνα αλλά και με μια διαύγεια και μια οξύτητα εξαιρετική τη λύπη, τη μοναξιά, την αμφισβήτηση του εαυτού. Με τόνο εξομολογητικό, το ποιητικό υποκείμενο αφηγείται μια ιστορία με έμφαση στο λάθος. Κι έτσι ερχόμαστε στη δεύτερη ανάγνωση του τίτλου και της συλλογής. Από την άλλη λοιπόν, το λάθος που γίνεται ποίημα. Ένα λάθος που ξεκινά από την σχέση των γονιών για να καταλήξει στη μοναξιά του καμμένου παιδιού με τα χέρια που τρέμουν από το ποτό, ένα λάθος που συνιστά ωστόσο το υφάδι της ζωής, αφού όταν κανείς τα κλαδεύει εισβάλλει «κίτρινη / η έρημος» («ο κήπος με τα λάθη»). Είναι ένας κήπος με λέξεις μέλισσες χωρίς κεντριά (ή μήπως «μελιστάλακτα κεντριά»;), με πεταλούδες μαύρες και ραμμένες σε νυφικά, με αποφασισμένους κηπουρούς που ποτέ δεν ήθελαν τίποτα άλλο να κάνουν στη ζωή τους, διαλυμένο από τον οδοστρωτήρα τα κλασικό σπιτάκι της παιδικής ζωγραφιάς. Είναι ένας κήπος χωρίς αυταπάτες, όπου η υπόρρητη και υπόγεια ποτίζει τη θλίψη, το φόβο, την αυτοκαταστροφική διάθεση, που εκφράζονται όμως χωρίς κανέναν μελοδραματισμό, με πεντακάθαρες εικόνες-ιστορίες που παραπέμπουν στον μεγάλο κηπουρό, τον Σαχτούρη των εικαστικών συνθέσεων. Το μόνο ερώτημα είναι κατά πόσο η Βουτσινά θα καταφέρει να ανοίξει την ποίησή της στον κόσμο, ώστε να μην σπαταλήσει το εξαίρετο μέταλλο της φωνής της στην επανάληψη.

(Τα Ποιητικά, τχ. 6, Ιούνιος 2012, σελ. 24)