Παναγιώτης Κερασίδης

Συζήτηση με τον Κ.Γ. Παπαγεωργίου

Η συναισθηματική διάχυση είναι κάτι που σχεδόν σε αναστέλλει ποιητικά. Το συναίσθημα στην ποίησή σου λειτουργεί κατά τρόπο υποδόριο. Σε κινητοποιεί, αλλά στη συνέχεια προσπαθείς να το περιορίσεις και να το έχεις μονίμως υπό τον έλεγχό σου.

Η λέξη «διάχυση» μπορεί να μην απέχει και τόσο από τη λέξη «σύγχυση». Μάλλον προστατεύω τη δυνατότητα να διαχυθεί στην κοίτη της ποίησης η δημιουργική πορεία του συναισθήματος που μου αναλογεί την εκάστοτε περίοδο, απελευθερωμένου στο έπακρο από σιωπηλές συμφωνίες επιβίωσης. Από την άλλη, είμαι μάλλον άνθρωπος που βράζει στο ζουμί του, μέχρι να ξεχειλίσει ή να εκραγεί το περιεχόμενο σε μια αποσταγμένη γραφή στα όρια της σιωπής. Είναι και θέμα αισθητικής αντοχής να εκτίθεται ηδονοβλεπτικά -χωρίς όμως απόρροια ηδονής- η οποιαδήποτε εσωτερική διεργασία ενδέχεται να αποκρυσταλλωθεί σε σχήμα συγκίνησης καταλυτικής. Δεν ξέρω, μπορεί να κρύβεται κάποιος φόβος. Όχι φόβος του θανάτου πάντως. Ο φόβος του θανάτου γενικά δε μου λέει τίποτα. Τον πιπιλίζουν όλοι, νέοι και γέροντες, χωρίς διάκριση, χωρίς διαβάθμιση κινδύνου. Εντάξει, με αυτή τη διαπραγμάτευση προσπαθείς να τον ξορκίσεις. Αλλά έτσι οδηγείσαι σε ανεξέλεγκτη σύγχυση συναισθημάτων. Οπότε, ναι, με ενδιαφέρει περισσότερο η σιωπή -σε βαθμό βρασμού- του συναισθήματος από την αφήγησή του. Εξάλλου η ποίηση δε χρωστάει τίποτα σε κανέναν. Εμείς οφείλουμε στην ποίηση την αυτοεξορία μας, εφόσον μας παρηγορεί και μας ενθαρρύνει να απαιτούμε περισσότερα. Και αυτή η τιμή δεν «αναστέλλει» τη διάχυση του συναισθήματος.

Στις δύο τελευταίες ποιητικές συλλογές σου («Το σώμα της απουσίας», 2003, και «Λείπουμε», 2008) γλώσσα, σιωπή, γραφή και σώμα τείνουν να συνθέσουν ένα οργανικό σύνολο. Έναν οργανισμό, όπου οι λέξεις, με έντονα στοιχεία της προφορικής καταγωγής τους, συνθέτουν το νήμα, τον απαραίτητο μίτο για την επανάκαμψή σου στη σιωπή.

Η σιωπή ξεκινά ως εφιάλτης και καταλήγει ερωμένη. Μια ερωμένη που ξέρει πότε να δίνει και πότε να παίρνει. Να δίνει τη γλώσσα της, να παίρνει τις λέξεις μας. Να δίνει χωρίς να παίρνει. Να θέλει να γίνει σώμα μας, για να επιλέγει αυτή τις λέξεις. Γίνεται σώμα μας. Ρυθμίζει τους παλμούς και ανάβει το σπίρτο της ποίησης.

Η σιωπή για σένα συντίθεται από φωνές και λόγια απόντων, που σημαίνουν πολύ περισσότερα από τη φωνασκούσα ευγλωττία των παρόντων.

Η γλώσσα θέλει το χρόνο της. Ανήκει σε ένα σώμα που φεύγει από τη ζωή για τη ζωή. Ένα αίνιγμα που δεν πρέπει να λύσουμε. Να το αφήσουμε να μας παιδεύει εσαεί. Η γλώσσα μάς περιβάλλει σαν αγκαλιά, φωλιά αλλά και τάφος, που δίνει όμως ζωή σε άλλους. Η ευγλωττία είναι κομμάτι της γλώσσας, αλλά λειτουργεί σχεδόν σαν αντίπαλός της. Παράγει ακαταπαύστως λέξεις, λέξεις, επιχειρήματα, ευχές, δηλώσεις μετανοίας, αγάπης, αφοσίωσης, επιθυμίες, ελπίδες, όνειρα, όνειρα, όνειρα. Ταξίδια στο βουνό, στη θάλασσα, στις μεγάλες πρωτεύουσες του κόσμου, σε απίθανα απάτητα μέρη. Η γλώσσα είναι το απόσταγμα. Το ταξίδι. Μια λέξη, μια ματιά, ένα φιλί. Η αγκαλιά. Η σιωπή. Μια βουτιά στο κενό, με προστατευτικό δίχτυ την ποίηση που γράφει η πτώση μας.

Η «απουσία» στην ποίησή σου αποκτά ιδιάζουσα βαρύτητα. Το «σώμα» της, συντιθέμενο από υλικά ζωής, παρούσας και παρελθούσας, περιχυμένο, θα έλεγε κανείς, με υγρά θανάτου, δελεάζει, απωθεί και επιβάλλει στάσεις και συμπεριφορές μπροστά στα σταθερά και στα φευγαλέα φαινόμενα της πραγματικότητας και της φαντασίας.

Η απουσία, πράγματι, έχει οντότητα. Είναι ζωή στα όρια της ουτοπίας. Ένα ιδανικό. Να ζει κανείς με τόση πληρότητα, σαν να έχει ήδη πεθάνει και πρόκειται να ξαναζήσει. Είναι το αντίπαλον δέος του θανάτου στα χωρικά ύδατα ίσως του θανάτου. Δρα σαν φάντασμα φιλικό, σαν μηχανισμός εξοικείωσης. Η απουσία δηλαδή είναι παρούσα και διαχειρίζεται τα υλικά της ζωής ερήμην μας.

Τολμώ να πω ότι κινείσαι ανάμεσα σε δύο πόλους: σ’ αυτόν της σιωπής και της απουσίας. Ψαύοντας το σώμα της σιωπής παράγεις τον λόγο, ενώ, ψηλαφώντας τα σχήματα της απουσίας, αισθάνεσαι -και επιθυμείς διακαώς- το βάρος και τον απόηχο των μηνυμάτων αυτών που κάποτε υπήρξαν, με προφανή ή τεκμαιρόμενο στόχο τη διάσωση της συνοχής και της συνέχειας της ζωής.

Όπως με το διάλογο τα πρόσωπα μπορεί να συνθέσουν κάτι δημιουργικό ή, αντίθετα, να αποσυντονιστούν, κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί στην κατάσταση της σιωπής, όπου διαμείβεται μια διελκυστίνδα με το δυνατό και το αδύνατο. Και στις δύο περιπτώσεις το δυνατό γίνεται δυνατότερο και το αδύνατο δυνατό. Από την άλλη, όπως εύστοχα διατυπώνεις, «ψηλαφώ τα σχήματα της απουσίας», γιατί η απουσία είναι σάρκα, τοπίο του έρωτα. Εσώρουχο. Και πρέπει να το βγάλεις ή να το σκίσεις, για να συνεχίσεις εις το διηνεκές να γράφεις, να ζωγραφίζεις, να τραγουδάς, να τρως, να πίνεις, να κάνεις έρωτα. Ή να μην κάνεις τίποτα. Απλώς να υπάρχεις. Ή να πεθαίνεις.

Είσαι ο βασικός επιμελητής της ποίησης στις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Έχεις ξεχωρίσει κάποιες καινούργιες ελπιδοφόρες φωνές;

Δεν ξέρω αν είναι καινούργιες φωνές. Θα πρέπει να περιμένουμε. Και ούτε είναι απαραίτητο να μας ενδιαφέρει και τόσο. Το «καινούργιο» δεν εξασφαλίζει σώνει και καλά διαβατήριο ποιητικής φερεγγυότητας και ευρωστίας. Ο ποιητής καταγράφει και αναπτύσσει με πειστικό τρόπο την πραγματικότητά του. Αυτό από μόνο του χαράσσει τα θεμέλια της διαφορετικότητας. Πάντως έχουν ξεχωρίσει αρκετά ονόματα για τη δυναμική τους εκκίνηση στο στίβο της ποίησης. Γεγονός οπωσδήποτε ελπιδοφόρο ότι θα συνεχίσει να γράφεται ποίηση, για να χαρίζει σαγήνη και έμπνευση στο τέρας μας τον εαυτό, και να μας δανείζει συναισθηματική εγρήγορση, επινοητικότητα, διαυγή πολύτροπα νοήματα. Η ποίηση προσφέρει γενναιόδωρα, αλλά ζητάει πολύ περισσότερα: αυτό που μας δίνει και αυτό που είμαστε. Όχι απλώς ό,τι μας περισσεύει.

(Τα Ποιητικά, τχ. 7, Σεπτέμβριος 2012, σελ.13)