Αντώνης Φωστιέρης

(Τοπία του τίποτα, εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα 2014)

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

 

Από τα πρώτα κιόλας ποιήματα της συλλογής προβάλλουν τα βασανιστικά -για όποιον έταξε και ανάλωσε τη ζωή του στην ποίηση- και αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με την άσκοπη σκοπιμότητα της ποιητικής διαδικασίας, διαπερασμένα από την υποψία της ματαιότητας και την ανομολόγητη πίστη στην αναγκαιότητά της και στη σκοτεινή δύναμη των λέξεων, που μεταλλάσσουν το άγνωστο «σε κάτι ακόμα πιο ερεβώδες και ασήκωτο». Ερωτήματα που, κατά κύριο λόγο, απορρέουν από τη σχεδόν μόνιμα φιλοσοφική και, συχνά, θυμοσοφική διάθεση και ενατένιση των εγκοσμίων που επιχειρεί ο ποιητής με νηφαλιότητα και εγκράτεια, μετριάζοντας το προσωπικό πάθος και ελέγχοντας τη συγκίνηση που τον διακατέχει κατά τη διάρκεια της ποιητικής «πράξης». Ίσως γιατί, στην περίπτωση του Αντώνη Φωστιέρη, η λογική βρίσκεται μονίμως σε ετοιμότητα και υπερισχύει του συναισθήματος• δείχνει να το ελέγχει και να το ηνιοχεί, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μία λογική που εύκολα ανταποκρίνεται ή ενδίδει στις συγκινησιακές εκδοχές των επισημάνσεων του ποιητικού υποκειμένου, των γεγονότων και των καταστάσεων και παρά το γεγονός ότι συχνά μοιάζει κάπως διαβρωμένη από τις συναισθηματικές αναθυμιάσεις των τελευταίων.
Πολλά ποιήματα της συλλογής αποτελούν τον καρπό στοχαστικών προσεγγίσεων κάποιων από τα μονίμως αιωρούμενα στην ατμόσφαιρα ερωτημάτων, σχετικών με την επίγεια -κάποτε και με τη μεταθανάτια- μοίρα του ανθρώπου. Προσεγγίσεων που μπορεί οι προθέσεις τους να αποσκοπούν στην επισήμανση και στην επιδαψίλευση μεταφυσικών πτυχών και ιδιοτήτων στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της καθημερινότητας, η έντονα παιγνιώδης και ειρωνική, ωστόσο, διάθεση του ποιητικού υποκειμένου, σε συνδυασμό με την προφανή προσήλωση και εμπιστοσύνη του στη δύναμη του ορθού λόγου, προσδίδει στο ύφος του μιαν ευδιάκριτη παγανιστική χροιά, η οποία επικαλύπτει και, ως ένα σημείο, κάνει δραματικότερη και ποιητικά δραστικότερη την υποβόσκουσα υπαρξιακή αγωνία. Μάλιστα, η επισημανθείσα παιγνιώδης και ειρωνική διάθεση, συχνά λειτουργεί περισπαστικά, αποσπώντας για λίγο την προσοχή του αναγνώστη από το κέντρο βάρους του ποιήματος, προκειμένου να αντιληφθεί το ουσιώδες εμμέσως, δια της μεταφοράς ή της αλληγορίας.
Υπάρχουν επίσης ποιήματα που λειτουργούν ως βάθρα παρατήρησης μεμονωμένων και, εκ πρώτης όψεως, ασήμαντων συμβάντων και εκδηλώσεων του ζωικού και του φυσικού βασιλείου, που, λόγω της σχεδόν τελετουργικής επαναληπτικότητάς τους, προσφέρονται για συμπεράσματα αναγώγιμα στο επίπεδο των συμβόλων. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο ποιητής αναζητά και εντοπίζει στον εξωτερικό περίγυρο «σημεία» ανταποκρινόμενα στην ενδιάθετη ψυχολογική, πνευματική και συναισθηματική του κατάσταση, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει, στη συνέχεια, ως εναύσματα για πολλαπλές ποιητικές στοχαστικές περιπλανήσεις που, πολύ συχνά, μετατρέπονται σε καταβυθίσεις στα έγκατα μιας απολύτως συγκεκριμένης και λογικά προσδιορισμένης υπαρξιακής αγωνίας.
Θα έλεγε κανείς ότι ο ποιητής αναζητεί, με τη νόηση και τις αισθήσεις, και ψαύει, πραγματικά ή νοητά -όπως κάνει στο μεγαλύτερο μέρος της ποίησής του, εξάλλου, πλην όμως τώρα με μεγαλύτερη ένταση και με τρόπο σαφώς δραματικότερο- πτυχές της απτής αλλά και της πνευματικά συλλαμβανόμενης πραγματικότητας, προειδοποιητικές του επερχόμενου τέλους. Με διάθεση φιλοσοφική -και θυμοσοφική-, με καρτερία και σύνεση καταγράφει και προσμετρά τους διάσπαρτους στην καθημερινότητα που ζει και στους ανθρώπους που τον περιβάλλουν συντελεστές της συντελεσθείσας και της επικείμενης, της φανερής και της συγκαλυμμένης φθοράς. Αναζητά, στη φύση, στον κοινωνικό του περίγυρο αλλά και μέσα του, μηνύματα και προϊδεαστικά του τέλους προμηνύματα, χωρίς να παραλείπει, όμως, να εντοπίζει και να επισημαίνει ψήγματα αιωνιότητας, ακόμα και στις πιο προφανείς και φθαρμένες εκδοχές της καθημερινότητάς του, περιτριγυρισμένος -και ως ένα σημείο ασφαλής- από την τελετουργική επανάληψη σκηνών της ζωής και του θανάτου.