Νίνα Γιαννοπούλου (Το ξέρω λιβάδι μου, το ξέρω, Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2012)

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

Μιλώντας για την προηγούμενη, την πρώτη ποιητική συλλογή της Νίνας Γιαννοπούλου, που είχε κυκλοφορήσει το 2010 με τον τίτλο Συλλέκτης κίτρινων αχιβάδων, αναφερόμουν στην προσπάθεια της ποιήτριας να οριοθετήσει έναν απολύτως προσωπικό χώρο, ακινητοποιώντας, με μιαν αξιοπρόσεκτη τεχνική, αεικίνητες και μονίμως εναλλασσόμενες εκδοχές του τόπου και του χρόνου. Κι ακόμη, επεσήμαινα την ύπαρξη ποιημάτων ποιητικής, ενδεικτικών του τρόπου με τον οποίο η ποιήτρια ανταποκρινόταν στα εκάστοτε ποιητικά ερεθίσματα, ποιημάτων με σαφή αφηγηματικό χαρακτήρα, καθώς κι έναν ενδιάθετο, ενστικτώδη φόβο να μην έρθουν στην επιφάνεια του ποιήματος, να μη γίνουν αμέσως αντιληπτά τα καλά κρυμμένα μυστικά και τα μύχια της ψυχής της. Έναν φόβο έκθεσης, για να γίνω πιο κατανοητός.
Στην παρούσα συλλογή εύκολα εντοπίζει κανείς ποιήματα ποιητικής, το αφηγηματικό στοιχείο εξακολουθεί να αποτελεί κυρίαρχο γνώρισμα του τρόπου με τον οποίο η ποιήτρια εκδιπλώνει ποιητικά τα βιώματά της, ο φόβος της έκθεσης, ωστόσο, μοιάζει να έχει υποχωρήσει αισθητά, κι αυτό αποβαίνει προς όφελος της ποίησής της. Πρώτα γιατί έτσι ο λόγος της ακούγεται καθαρότερος, χωρίς τις σκιές του δισταγμού, χωρίς τις συνειδητές ή ασυνειδητοποίητες, ως ένα σημείο ενστικτώδεις αναστολές• και ύστερα επειδή ακούγεται καθαρότερος και, συνάμα, χωρίς φορτίζεται συναισθηματικά, διατηρεί τη θερμότητα της φωνής του ανθρώπου που αισθάνεται την ανάγκη της εκμυστήρευσης και, βέβαια, της επικοινωνίας. Της φωνής που έχει το προσόν, τη στιγμή της εκφοράς της, να αποτείνεται με την ίδια θέρμη και στον ακροατή και στον ομιλούντα.
Κάτι άλλο που χαρακτηρίζει, θα μπορούσα να πω με ιδιαίτερη προφάνεια και ένταση, την παρούσα συλλογή, είναι η ενδιάθετη τάση της ποιήτριας να αυτοπροσδιοριστεί στο παρόν, συνοψίζοντας και δραστηριοποιώντας επωφελώς, γι’ αυτόν τον σκοπό τα διδάγματα και την αποσταγμένη πείρα της δικής της ζωής, αλλά και της ζωής των περισσότερο ή λιγότερο κοντινών της προσώπων, κάποτε και του θανάτου τους. Και το λέω αυτό διαισθανόμενος, σε ορισμένα ποιήματα, ότι η ποιήτρια αν μη τι άλλο μοιάζει να υποψιάζεται ότι βρίσκεται στα πρόθυρα της εισόδου της σε μια νέα πνευματική, ψυχική, ενδεχομένως και βιολογική κατάσταση. Ότι έχουν πληρωθεί κάποιες από τις βασικές προϋποθέσεις για την οριστική κατάκτηση της ωριμότητας, για την επίσπευση των διαδικασιών της αυτογνωσίας• μία τέτοια προϋπόθεση δεν είναι, εν προκειμένω, η στέρηση της παρουσίας αγαπημένων προσώπων, κάποιοι οριστικοί αποχωρισμοί;
Τα ποιήματα της συλλογής χωρίζονται σε δύο ενότητες, με χαρακτηριστικούς τίτλους: «Της φύσης και της τέχνης» είναι ο τίτλος της μιας και «Της ζωής και του πένθους» της άλλης. Ακόμη και αν έλειπαν, νομίζω ότι δεν ήταν δύσκολο για έναν στοιχειωδώς προσεχτικό αναγνώστη να καταλάβει ότι ή φύση, η τέχνη -και πιο συγκεκριμένα η ποίηση-, η ζωή, σε όλες τις εκφάνσεις της και ο θάνατος, το βίωμα ενός συγκεκριμένου θανάτου, αποτελούν τους πόλους που οριοθετούν την έκταση στις διαστάσεις της οποίας κινείται ερευνητικά η ποιήτρια. Οι δύο πρώτοι πόλοι, η φύση και η τέχνη, μοιάζει να έχουν διαδραματίσει σημαντικότατο ρόλο στη διαμόρφωση του ψυχισμού της, διδάσκοντάς της την απλότητα, την ολιγάρκεια, και προτρέποντάς την στην απεμπόληση κάθε ψευδαισθητικής βεβαιότητας γύρω από τα ανθρώπινα, κάθε ψευδαίσθησης, όσο παραμυθητική και αν είναι. Κυρίως διδάσκοντάς της την ομορφιά της σοφίας η μία και τη σοφία της ομορφιάς η άλλη, με την τέχνη να την ωθεί και να τη συνδράμει στην αντίστασή της στον αδήριτο φυσικό κανόνα που επιβάλλει την άνευ όρων υποταγή στην αμείλικτη ειρκτή του χρόνου. Εκτός από την τέχνη, στην περιοδική αμφισβήτηση της κυριαρχίας του αντικειμενικού χρόνου, του εμπλουτισμένου βέβαια με την τελετουργική επανάληψη των φυσικών φαινομένων, την ωθεί και τη στέργει και ένας άλλος πανίσχυρος και ανατρεπτικός παράγων: ο έρωτας, με τον πυρηνικό του χαρακτήρα. Αυτός ο ανατροπέας κάθε πραγματικής ή νομιζόμενης σταθερότητας• αυτή η υγιής αρρώστια, το στοιχείο αυτό της φύσης που την «συμπυκνώνει και την αναπαράγει», επιφέροντας «κάθαρση ή καταστροφή», όπως και κάθε υγιής καταιγίδα εξάλλου.
Η φύση και η ποίηση, λοιπόν. Η πρώτη ορίζεται από την πανίδα και τη χλωρίδα της, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, η δεύτερη από τον κόσμο των λέξεων. Αυτών των απαιτητικών στοιχείων που υπό προϋποθέσεις ηχούν, εικονίζουν και σημαίνουν, γίνονται, από μόνες τους ή συνδυαζόμενες μεταξύ τους, το όχημα να αναρριχηθούν στην επιφάνεια, στο πεδίο της ποίησης, πρόσωπα, πράγματα, σκέψεις, αισθήματα και καταστάσεις. Και άλλοτε δημιουργούν, πλέκουν το νήμα, το οποίο ξετυλίγοντας η ποιήτρια οδηγείται σε καταστάσεις και σε τόπους εντελώς απρόβλεπτους. Ειδικότερα με τη φύση η ποιήτρια αισθάνεται έναν δεσμό θα τολμούσα να πω οργανικής υφής• αισθάνεται μιαν ασυνήθιστη οικειότητα με το φυσικό περιβάλλον, το παρατηρεί και παρατηρώντας το διδάσκεται ότι πίσω από τις επιφανειακές ρήξεις και αντιφάσεις υπάρχει ένας συνεκτικός ιστός των αντιθέτων• ότι κατά βάθος όλα εξελίσσονται με μια τελετουργικά επιβεβαιωνόμενη αρμονία.
Στην ενότητα «Της ζωής και του πένθους» τα πράγματα σε γενικές γραμμές δεν αλλάζουν• η προβληματική και η ποιητική παραμένουν οι ίδιες, η διάθεση της ποιήτριας, ωστόσο, ακόμη και σε στιγμές προσωπικής ή οικογενειακής ευτυχίας, μοιάζει να σκιάζεται και να διαπερνάται από δυσάρεστους συλλογισμούς και ανάλογα συναισθήματα. Αυτό οφείλεται προφανώς στις σκληρές διαπιστώσεις που την οδηγεί η οξυμένη με τον καιρό παρατηρητικότητά της. Η διαπίστωση του φευγαλέου και του επιφανειακού που διέπουν τις σχέσεις των ανθρώπων που, βυθισμένοι στα λιμνάζοντα νερά της συνήθειας έχουν απολέσει τη χρονική τους διάσταση• έχουν γίνει άχρονοι. Το αξιοπρόσεχτο στην προκειμένη περίπτωση έγκειται στο γεγονός ότι οι γενικότερου ενδιαφέροντος, συχνά κοινωνικής υφής, επισημάνσεις προκύπτουν, κατά τρόπο φυσικό και αβίαστο, από την καταγραφή, κάποτε ημερολογιακή, και την αναμόχλευση προσωπικών μνημών και βιωμάτων. Την παρατηρεί κανείς να ανασύρει στο φως πτυχές προσωπικών ανέμελων στιγμών και ευχάριστων περιπετειών, σαν φορείς προμηνυμάτων και μηνυμάτων μιας εφήμερα νοούμενης αιωνιότητας, ιριδισμένες από νοσταλγία και συναισθηματική τρυφερότητα• να δίνει σε απλά συμβάντα ιδιαίτερη βαρύτητα και να καθιστά στοιχεία επιβεβαιωτικά της ταυτότητάς της και, ενόσω διαρκεί αυτή η διαδικασία, να παρεισφρέει διακριτικά ένας βαθύτατος κοινωνικός προβληματισμός.
Τα στοιχεία που διανθίζουν τον λόγο της Νίνας Γιαννοπούλου είναι πολλά και συχνά δραστικά, θέλω να πω αποτελεσματικά συγκρουόμενα: Ειρωνεία, ρεαλισμός, συμβολική και αλληγορική αναπαράσταση εκδοχών της καθημερινής, προσωπικής, οικογενειακής και κοινωνικής πραγματικότητας. Όλα, στην προκειμένη περίπτωση, προσφέρονται για την ικανοποίηση της μόνιμης ανάγκης της να υπερβεί τα περιοριστικά όρια του περιβάλλοντος καθημερινού κόσμο, από τον οποίο, όμως, καθόλου δεν επιθυμεί την οριστική απομάκρυνση. Απεναντίας, μέσα σ’ αυτόν επιθυμεί να παραμείνει και να διδαχτεί τα μυστικά της ζωής αλλά και του θανάτου. Αλλά ενώ τα μυστικά της ζωής τα θεωρεί κοινά για όλους τους ανθρώπους και οπωσδήποτε ανακοινώσιμη κάθε ερμηνευμένη πτυχή τους, δεν ισχύει το ίδιο για τα μυστικά του θανάτου. Αυτά τα ανακαλύπτει ή τα αποκαλύπτει κανείς κατ’ ιδίαν κι εντός του. Όπως συμβαίνει στο τελευταίο ποίημα του βιβλίου, όπου ο ποιήτρια εξομολογητικά συνομιλεί, μονολογώντας με τον νεκρό πατέρα της.

(Τα Ποιητικά, τχ. 10, Ιούνιος 2013, σελ. 21)