Η Επανάσταση ενός παρία

Γιώργος Μυλωνογιάννης
Γιώργος Μυλωνογιάννης

Η Επανάσταση ενός παρία

Γιάννης Παπακώστας [εισαγωγή-προοίμιο],

Ανοίχτε τα παράθυρα στο φως. Προσεγγίσεις στο ποιητικό και

στο κριτικό έργο του Γιώργου Μυλωνογιάννη.

Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014, σ. 352

Αλέξης Ζήρας

«Nihil… minor in litteris»: με αυτή την ελαφρώς παραλλαγμένη, σε σχέση με την πρωτότυπη φράση που δανείστηκε από ένα ρητό του Κικέρωνα, ο Τέλλος Άγρας δημοσίευσε το 1943 στη Νέα Εστία ένα μικρής έκτασης δοκίμιο, υπερασπιζόμενος τη σημασία και το ρόλο των «ελασσόνων» ποιητών στην ιστορία των γραμμάτων. Και τούτο ως απάντηση στη συζήτησή του με τον Βασίλειο Λαούρδα για την αξία και τη σπουδαιότητα του Κ. Γ. Καρυωτάκη, του Λ. Μαβίλη και του Λ. Πορφύρα σε σχέση με τον Δ. Σολωμό, τον Α. Σικελιανό και τον Ν. Καζαντζάκη. Ήδη έβαλα το «ελασσόνων» μέσα σε εισαγωγικά, όχι μόνο επειδή συμφωνώ με την επιχειρηματολογία του Άγρα, ότι οι ελάσσονες είναι ισοδύναμοι και ισότιμοι με τους ποιητές-δημιουργούς, αλλά και επειδή οι όχι μικρές ανατροπές που συνέβησαν έκτοτε στον κανόνα της ελληνικής λογοτεχνίας τον δικαίωσαν. Κανείς υποθέτω σήμερα δεν μπορεί να προεξοφλήσει την εσαεί παραμονή των μειζόνων στις κορυφές και των ελασσόνων στα τάρταρα! Μου ήρθε στο νου αυτό το δοκίμιο του Άγρα φυλλομετρώντας το πρόσφατο βιβλίο του Γιάννη Παπακώστα για τον Γιώργο Μυλωνογιάννη, όπου συγκέντρωσε άγνωστα και γνωστά ποιήματα, μεταφράσεις και προπάντων μελετήματα και βιβλιοκριτικές αυτού του εδώ και χρόνια αδίκως λησμονημένου των μεσοπολεμικών γραμμάτων μας – τουλάχιστον για τη συμβολή του στην ιστορία των λογοτεχνικών εντύπων. Λέω από κεκτημένη συνήθεια «μεσοπολεμικών»,γιατί κάπου εκεί οι περισσότεροι τον φανταζόμαστε, όμως είναι αλήθεια ότι μερικά από τα ώριμα κείμενά του τα έγραψε, σχεδόν λαθραία, μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο, καθώς πέθανε στα σαρανταπέντε του, το 1954, εξαντλημένος από τις κακουχίες της δεκαετίας του ’40 και τις «ουσίες». Ένας θάνατος σπρωγμένος από τις ουσίες μας θυμίζει βέβαια άλλες εποχές, τουλάχιστον μια γενιά πριν, τον Ν. Λαπαθιώτη, τον Μ. Μαγκάκη, τον Μ. Παπανικολάου, τον Φ. Γιοφύλλη και την παράδοση της μποεμίας του Μπάγκειου και του Νέου Κέντρου, καθώς τα ψυχότροπα, βαριά ή ελαφρά, απαγορεύτηκαν σχετικά αργά, επί Μεταξά. «Τους συνέδεε» λέει ο Παπακώστας στην εκτενή, εκατόν δεκάξι σελίδων εισαγωγή του, «η μποεμία, η αίσθηση του αδιεξόδου και του ανικανοποίητου, το κυνήγι των τεχνητών παραδείσων με τον εθισμό στη χρήση ναρκωτικών –ένα από τα αποτελέσματα της τάσης φυγής και απομόνωσης– κι ακόμη η αναζήτηση ενός ερωτισμού συνδυασμένου με τη γοητεία της νύχτας και των περιπλανήσεων στα απόκεντρα σημεία της πόλης» (σ. 17-18).

Ενδεχομένως η ζωή του Μυλωνογιάννη, ζωή γκρίζα, μοναχική και εσωστρεφής, κουβαλώντας δυο από τα «ιδρυτικά» χαρακτηριστικά του σύγχρονου παρία, του ομοφυλόφιλου και του ναρκομανή, να είχε πράγματι κάποια στοιχεία που έμοιαζαν αναχρονιστικά. Στοιχεία που μάλλον συνέτειναν στο να ξεχαστεί σχεδόν αμέσως η περίπτωσή του μέσα στο «πνεύμα υγείας, νεανικότητας και θαλερότητας» που προωθούσε ως εθνική προμετωπίδα η λογοτεχνική πολιτοφυλακή του κύκλου των νικητών του Εμφυλίου: ο Α. Καραντώνης, ο Σ. Μυριβήλης, ο Μ. Καραγάτσης και άλλοι. Αλλά, παραταύτα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Μυλωνογιάννης γεννήθηκε το ίδιο έτος με τον Γ. Ρίτσο, το 1909, ένα χρόνο νωρίτερα από τον Καραντώνη και δυο από τον Οδ. Ελύτη! Είπα προηγουμένως ότι μερικά από τα κείμενά του στον μεταπόλεμο τα έγραψε σχεδόν λαθραία. Κρατώντας τα αφανή. Γιατί «λαθραία»; Διότι μετά τον πόλεμο έμεινε «εκτός παιδιάς», είχαν αλλάξει άρδην τα πράγματα, ο μοντερνισμός ως καταλύτης ή αρνητής της παραδοσιακής ποιητικής προσωδίας ήταν πλέον κραταιός. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα που ένας μεγάλος αριθμός των ποιητών του πρώιμου μεταπόλεμου, νέων παιδιών τότε, να ξεκινούν, όπως δηλώνεται στα εργογραφικά της ανθολογίας του Α. Αργυρίου, Η πρώτη μεταπολεμική γενιά (1982), με έμμετρα και ομοιοκατάληκτα ποιήματα στη διάρκεια της Κατοχής ή και στα αμέσως μετά την Κατοχή χρόνια, αλλά πολύ σύντομα να προσχωρούν εν σώματι, συχνά εκόντες άκοντες, στις νέες τεχνικές. Ο άλλος λόγος που πιστεύω ότι εξηγεί, την ολοσχερή απόσυρση του Μυλωνογιάννη, είναι αυτός που υπαινίσσεται και ο Παπακώστας σε αρκετά σημεία της εισαγωγής του (λ.χ. σ. 21-22): εν ολίγοις ότι η δράση και παρουσία του στα γράμματα έχει την κορύφωσή της στη δεκαετία του 1930. Στη διάρκειά της κατάφερε ό,τι κατάφερε. Έκτοτε η πορεία του ήταν καθοδική, για πολλούς και διαφόρους λόγους.

Από το 1933, όταν εμφανίστηκε στο περιοδικό Ξεκίνημα, τον βρίσκουμε να είναι μέλος συντακτικών επιτροπών ή αρχισυντάκτης σε μια σειρά βραχύβιων ή μακρόβιων εντύπων, ανάμεσα στα οποία ο αριστερόστροφος Λυτρωμός που δέχθηκε την απηνή καταδίωξη του ΚΚΕ και των Νέων Πρωτοπόρων, η ενδιαφέρουσα αν και ανερεύνητη, σοσιαλιστικών τάσεων Εργασία, και βέβαια τα γνωστά και πολύ σημαντικά Νεοελληνικά Γράμματα που ιδίως στη δεύτερη εκδοτική τους περίοδο (1936-1941) ήταν μέρος του τότε ισχύοντος κανόνα, με συνεργάτες τους τα σημαντικότερα ονόματα της λογοτεχνίας και των επιστημών. Ο Μυλωνογιάννης δεν δημοσίευε και δεν φρόντιζε απλώς τα Νεοελληνικά Γράμματα, δεν ήταν απλώς ένας από τους τακτικούς κριτικούς και αρθρογράφος τους: έπαιρνε μέρος στο γίγνεσθαί τους, έδινε σε κάποιο μέτρο το στίγμα τους, κάτι που το καταλαβαίνουμε από τα αντιρρητικά κείμενα που προκαλούσαν τα σχόλια και οι θέσεις του. Αυτή λοιπόν «ήταν η καλύτερη ώρα του», όπως έγραψε σε επιμνημόσυνη επιφυλλίδα του στην εφ. Ελευθερία (4.9.1954) ο Πέτρος Χάρης. Όμως, μετά τον πόλεμο, όπως είπαμε, τα πράγματα άλλαξαν: ο Δ. Φωτιάδης, ο παλιός αρχισυντάκτης των Νεοελληνικών Γραμμάτων δεν τον καλεί μαζί του στα αριστερά πλέον Ελεύθερα Γράμματα, τον κρατά σε απόσταση, δεν τον εμπιστεύεται, κι έτσι αναγκάζεται να περιοριστεί σε έντυπα περιθωριακά, όπως ο Νέος Νουμάς. Σπανίως πλέον μνημονεύεται ως ποιητής. Αλλά αν δεν διασώθηκε ούτε ως κριτικός, αυτό δεν οφείλεται σίγουρα στην έλλειψη αξίας των κειμένων του, αρκετά από τα οποία θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν σε μια ανθολογία βασικών άρθρων για τη λογοτεχνία του 20ού αιώνα, προπάντων για το διλημματικό ερώτημα μοντερνισμός ή παράδοση, όσο στην εκ των πραγμάτων περιθωριακή σημασία που είχε η λογοτεχνική κριτική στην Ελλάδα. Περιθωριακή, αφ’ ενός λόγω της παρατεταμένης συνύφανσής της με το συνήθως χαμηλό επίπεδο της ελληνικής δημοσιογραφίας, αφ’ ετέρου λόγω του ότι, προπάντων στα χρόνια μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, για ένα πολύ μεγάλο διάστημα, υπήρξε ερασιτεχνικά αυτόφωτη, εν τη ανεπαρκεία των εκπροσώπων της,  και, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, τελείως αποκομμένη από το διεθνές γίγνεσθαι.

Τόσο κοντά λοιπόν στους συνομίληκους με αυτόν ποιητές του ’30 και συνάμα τόσο μακριά! Ως ποιητής θα έλεγα ότι ο Μυλωνογιάννης ίσως δικαιούται ένα τριτεύον στασίδι, κοντά σε ένα πλήθος άλλων ελασσόνων, όχι όμως και πολύ παρακάτω από τον φιλέταιρό του Λαπαθιώτη, ο οποίος αν διασώζεται σήμερα διασώζεται ερήμην του έργου του. «Από ολόκληρο το έργο του», λέει ο Παπακώστας, «είναι έκδηλη μια τάση φυγής, απαισιοδοξίας και άρνησης. Άρνησης για τη ζωή, για τις χαρές της ζωής. Η έκφραση του ανικανοποίητου και η επιθυμία του θανάτου κυριαρχούν» (σ. 126). Ναι, αλλά πώς μετασχηματίζονται όλα αυτά; Πως υφοποιούνται ποιητικά; Το ότι είχε ως ίνδαλμα ζωής τον Καρυωτάκη, το ότι αναγνώριζε την αξία του έργου του Καβάφη και αργότερα του Σεφέρη, το ότι είχε ως πρόταγμα κάποιες από τις αρχές των συμβολιστών του ’20, την καθαρή λυρική αίσθηση, την αυθεντική και χωρίς πολλά ψιμύθια έκφραση, δεν σημαίνει ότι όλα όσα εκλάμβανε ως βάσεις του ποιητικώς ρηξικέλευθου, συσσωματώνονταν και μάλιστα λειτουργικά στο δικό του έργο. Άλλωστε είναι ο μόνος; Ας σκεφθούμε μόνο την ερμηνευτική ευφυΐα και τη διεισδυτική ικανότητα του Τέλλου Άγρα, του μείζονος για μένα μεσοπολεμικού κριτικού, και ας δοκιμάσουμε να επιβεβαιώσουμε τις θέσεις του προβάλλοντάς τις στην ποίησή του. Ανάλογα αν και όχι παρόμοια, ισχύουν και στην περίπτωση του Μυλωνογιάννη. Είναι αδύνατο να μην του αναγνωριστεί πάντως το κριτικό ένστικτο, για τούτο και συμφωνώ εκθύμως με τον Γ. Παπακώστα για μια συγκέντρωση των διάσπαρτων άρθρων και βιβλιοκρισιών του της περιόδου 1933-1953. Ανέπτυξε μια βιοθεωρητική άποψη για το νόημα και την αποστολή της τέχνης, πολέμησε την ασάφεια και την πόζα στην ποίηση, προσπάθησε, αφελώς, να χρίσει διάφορους ποιητές και πεζογράφους οδηγούς, όπως τον Γ. Σκαρίμπα,με όραμα την προσέγγιση της τέχνης στο λαό! Υπήρξε στην ουσία ένας από τους πολλούς παρίες της ελληνικής λογοτεχνίας, όχι γιατί θέματά του ήταν η φυγή, η ζήτηση της αρχικής αθωότητας, ο μάταιος Παράδεισος, ο ατελέσφορος έρωτας κι ο θεραπευτικός θάνατος, αυτά είναι θέματα που επανέρχονται διαρκώς στην τέχνη. Αλλά γιατί τελικά δεν ανήκε και δεν έγινε αποδεκτός πουθενά: ούτε στη γενιά του, ούτε στη γενιά του ’20 όπου ακουμπούσε συναισθηματικά, ούτε στην ηθικοπλαστική αριστερά, ούτε στις αστικές του ρίζες. Έμεινε φύσει διχασμένος και μετέωρος.