Ευγενία Βάγια

(Lailapse, εκδόσεις Ενδυμίων, Αθήνα 2013)

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

Δεν γνωρίζω πολλά πράγματα για την, τουλάχιστον εντύπως, πρωτοεμφανιζόμενη ποιήτρια Ευγενία Βάγια. Κάποια βιογραφικά στοιχεία μόνο, που ελάχιστα σχετίζονται με την ποίηση, παρά το γεγονός ότι τα ποιήματα της συλλογής της μαρτυρούν μακρά και επίπονη θητεία στα ορυχεία της γλώσσας, εκεί όπου σκέψεις και συναισθήματα επιλέγουν το υλικό της έναρθρης συγκρότησής τους. Αλλιώς πώς να εξηγήσει κανείς τη, συχνά εντυπωσιακή, λεκτική καθαρότητα των φράσεών της, το γοητευτικό συνταίριασμα του λόγου της με τον εσωτερικό ρυθμό των πραγμάτων και των πραγμοποιημένων εκδοχών του κόσμου των αφηρημένων εννοιών, την ταύτιση λεκτικής χειρονομίας, νοήματος και ήχου και, κυρίως, τη μουσική διαφάνεια των προτάσεών της, έτσι όπως τείνονται με σταθερότητα κι ωστόσο διατηρώντας και εκπέμποντας μιαν απροσδιόριστη αίσθηση τρικλίζουσας αμφισημίας. Κι ακόμη πώς να εξηγήσει κανείς την -όσο κι αν ακούγεται παράδοξο- άκρα διαύγεια του ασαφούς που συχνά εντοπίζει, διαισθάνεται μάλλον, στην ποίησή της, με συνέπεια να γίνεται κοινωνός μιας συγκίνησης προκύπτουσας από τον απόηχο πράξεων, καταστάσεων και εξομολογήσεων ίσως όχι απολύτως κατανοητών, δικαιωμένων ωστόσο στο πεδίο της ποίησης.
Η Ευγενία Βάγια μοιάζει παραδομένη και, συνάμα, σαν έτοιμη, ανά πάσα στιγμή, να παραδοθεί στην αδιαφιλονίκητη γοητεία του «αιφνίδιου». Έκθαμβη μπροστά στις «γόρδιες ανασφάλειες» που ταλανίζουν τη λυρική της υπόσταση, ευνοημένη της λύπης, επικοινωνεί μαζί της και στη συνέχεια την «κοινοποιεί» απαλλαγμένη από τα περιττά -θολωτικά της ουσίας της- συναισθηματικά και συγκινησιακά ψιμύθια. Έχοντας απεμπολήσει όλες τις πραγματικές αλλά και τις νομιζόμενες βεβαιότητες σχετικά με τα μεγάλα και τα μικρά ζητήματα της ζωής, διατηρεί απαραβίαστο το δικαίωμά της να οριοθετήσει και να ρυμοτομήσει έναν ποιητικό χώρο απολύτως προσωπικό, όπως της το επιτάσσει ο υγιής και αρραγής, παρά τη συναισθηματική του ευλυγισία ψυχισμός της, και όπως της το «υποδεικνύουν» αφενός η κατασταλαγμένη αίσθηση ότι εσαεί κάποιο αθέατο μυστήριο τελείται στην καρδιά των γεγονότων και αφετέρου η μέριμνα «όσα αισθάνομαι / να κάνω ποίημα / και να αισθάνομαι / όσα αξίζει / να γίνουν ποίημα». Παράλληλα, ο λόγος της είναι όσο χρειάζεται κρυπτικός, προκειμένου ν’ ανθίσει το αμφίσημο άνθος της ποίησης, ενώ οι λέξεις, σταματημένες χειρονομίες, σαν μόλις να αφυπνίζονται, διεκδικούν τη νοηματική τους αυτονομία μέσα στις φράσεις, συμμετέχοντας παράλληλα στο ομαδικό «σινιάλο» όλων μαζί των νοημάτων, υποσκάπτοντας, ομαδικά και η κάθε μια χωριστά, τα θεμέλια της «συνετοκρατίας», επιδιώκοντας την επικράτηση της ποιητικής σύνεσης, στους κόλπους της οποίας το κάθε κατακτημένο δικαίωμα είναι μιας και μόνο χρήσεως.