Εκπνοές (Γιάννης Αντιόχου, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 2014)

Παραφοράς εγκώμιον

(Γιάννης Αντιόχου, Εκπνοές, Εκδόσεις  Ίκαρος, Αθήνα, 2014)

Τιτίκα Δημητρούλια­

«Να τολμάτε να ζητάτε όνειρα από τον ύπνο σας

Μην αφήνοντας ποτέ να καταρρεύσει

Αυτός ο άλλος κόσμος

Ο παράλληλος κόσμος»

Από το πρώτο του βιβλίο, Ανήλικης νυκτός παρίστιον δέρμα (Γαβριηλίδης 2003), το σκοτάδι που κυριαρχεί στην ποίηση του Γιάννη Αντιόχου έμοιαζε φωτεινό, ή μάλλον το φως που αναδίδει η ποίησή του σκοτεινό, γνόφος. Σαν αυτόν που μνημονεύουν οι Εκπνοές και σφραγίζει μια αρνημένη αλλά υπαρκτή θεολογία, χωνεμένη όχι μόνο στον λόγο αλλά στο πολύτροπο βίωμα που τον γεννά· έναν πολύτροπο μυστικισμό και καταλήγει στη γλώσσα του. Εκεί που εκδηλώνεται η συστηματική δυαδικότητα και καταλήγει συχνά σε σπαραγμό: κραυγή και ψίθυρος, άνοδος και πτώση, έρως και θάνατος, έξαρση και ταπείνωση, εισπνοή και εκπνοή, με την εκπνοή να παραπέμπει στην -ανέφικτη;- εξιλέωση [expiration-expi(r)ation].

Την ποίηση του Αντιόχου τη συνέχει εξαρχής το δίπολο Έρως και θάνατος, γεννώντας ενδιάμεσες μορφές παραφοράς κι αυτοκαταστροφής. Επιθυμία, λαγνεία, ιλύς του σώματος και της ηδονής, χάρτες του κορμιού και γεωγραφίες του μυαλού, διαδρομές καθημερινότητας και επαναλαμβανόμενες δοκιμές αθανασίας – και Αθανασίας, για να μην ξεχνάμε ότι από την εκπνοή-εκφορά έχει προηγηθεί η εισπνοή-έμπνευση. Με κάθε κόστος. Και με μοναδικό αίτημα, έναν, τουλάχιστον, φανταχτερό θάνατο.

Εκπνοή ίσον πνοή και πνοή ίσον άνεμος, οργής, απελπισίας, πάθους, αδάμαστου πόθου, καταστροφής· πνοή επίσης ίσον πνεύμα, δαίδαλοι του συλλογισμού και μίτοι που τους ξηλώνουν. Πνοή ίσον ακόμη αναπνοή, αλλά με πόσους ρυθμούς, στεναγμός, βόγκος, ανάσα κοφτή, λαχανιαστή, που χάνεται και σβήνει.

Τέλος, υπάρχει και το εκ- της πνοής, των πνοών, το εκτός, η προς τα έξω κίνηση και φορά, η σχέση με τον κόσμο και τον Άλλον, αλλά και το εγώ που είναι ένας Άλλος.

Αυτό το διχασμένο εγώ, που προκύπτει άλλωστε από διαίρεση κυττάρου, μια από τις πολλές επιστημονικές διεργασίες που παρεμβάλλονται στην ποίησή του χάριν αποστασιοποίησης αλλά και για να τονίσουν εκείνες τις ρίζες της ζωής που την αγκιστρώνουν στο ζώο ή και στο κτήνος· αυτό το διχασμένο εγώ εναλλάσσει προσωπίδες και παίρνει τον λόγο σε μια σκηνοθεσία περίπλοκη όσο και καθαρή στη στόχευσή της: στο συνεχές του χώρου και του χρόνου προστίθεται το συνεχές του λόγου, όπου η καθημερινή επικοινωνία συνεχίζεται στην κοινότοπη ποίηση, η οποία αρνείται την άβυσσο ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενο κι ας είναι η μόνη που μπορεί να γεννήσει άνθη· έπειτα τη σκυτάλη παίρνει η αυτοβιογραφία, σε τόνο εξομολογητικό και λίγο μετά εξηρμένο, και η γνώση -και η παραβίαση- των ορίων οδηγεί από τον ουρανό στα Τάρταρα, ακαταπαύστως, κι ύστερα πάλι από την αρχή.

Ο ποιητής αλλάζει μάσκες μπροστά στον αναγνώστη με τρόπο οργανωμένο και παιγνιώδη, όπως παιγνιωδώς χρησιμοποιεί τη γλώσσα, τεντώνοντάς την για να χωρέσει όλες τις πηγές που την ορίζουν, όλα τα κείμενα που τη ζυμώνουν αδιάκοπα. Καταραμένος, προφήτης, παρακμιακός, αισθητής και μαζί μέσος άνθρωπος, λίγο περισσότερο έρημος και μόνος. Που φοβάται τον θάνατο και την ίδια στιγμή τον προκαλεί, που ονειρεύεται την αθανασία ξεχνώντας ότι είναι πέτρα του Δευκαλίωνα και λάσπη του Δημιουργού, που προκαλεί με το Κακό ενώ ονειρεύεται τη λύτρωση, την οποία πετάει στα σκυλιά. Που περιγράφει τη ζωή όπως είναι: «Ζωή μου; // Κάποια από τα σημαντικά της κεφάλαια; // Αναγνώσεις, / Εκδόσεις, /Υποχρεώσεις, / Διορθώσεις, / Δόσεις; // Α! ναι και οι δόσεις. / -Κωλοζωή γεμάτη δόσεις-» Ή όπως θα έπρεπε να είναι, παροξυμμένη και παροξυστική, ηδονική και ανείπωτα διαυγής και ανεστραμμένα χαρωπή, σαν τον βάτραχο της ανατομίας, ραμμένη, κομμένη, σπαραγμένη, ξαναενωμένη και πάλι από την αρχή.

Εμπιστοσύνη, προδοσία, ατιμία, υποχθόνια συνωμοσία, και το παιχνίδι ξαναρχίζει, συνέχεια από την αρχή. Με γιαγιάδες που δυσκολεύονται να συγκρατήσουν επιθετικές βελόνες πλεξίματος και σφιγμένες γραβάτες να κρατούν τον εμετό, ανάμεσα στις διάφορες διαδρομές της ψυχής που ζητά και δεν θέλει να σωθεί.

Από τις Εκπνοές κρατώ την αντίφαση, κρατώ την επιστήμη, κρατώ τον Φάουστ και τον υποχθόνιο αλλά και τον Λωτρεαμόν που λείπει πλάι στον Ρεμπώ που πάει κι έρχεται, τον Χιούζ, τον Μπέρυμαν και την παρέα τους, τον Σαχτούρη και τον Καρούζο, την αγωνία για το τι σημαίνει ζω ποιητικά πάνω στη γη και πώς σταθμίζω τη φλόγα που με καίει. Κρατώ το εγκώμιο στον λόγο, ακόμη κι όταν αυτός θρυμματίζεται, και στον ποιητή, που με τον φθαρμένο ανελκυστήρα πηγαινοέρχεται ανάμεσα στην Κόλαση και τον Παράδεισο, χωρίς ελπίδα ούτε έξη.

Κρατώ την πολύ καθαρή φωνή του Γιάννη Αντιόχου, στη γλώσσα του, στη γλώσσα μας, στην ποίηση.

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Εκπνοές (Γιάννης Αντιόχου, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 2014)

  1. Παράθεμα: Νέα Ανάρτηση |