Λένα Καλλέργη (Περισσεύει ένα πλοίο Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2016)

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

Σωσμένη αλλ’ άγνωστο ακριβώς πώς και από πού κι εν πάση περιπτώσει έκπτωτη από την επίβουλη θαλπωρή της Κιβωτού η ποιήτρια, παρασυρμένη, παρακινημένη ενδεχομένως από μιαν ενδιάθετη αίσθηση ελευθερίας, ίσως και απέχθειας, προς κάθε μορφή εξάρτησης, προτιμώντας εντέλει την ολισθηρή επικράτεια του σώματός της, αυτής της αεικίνητης σχεδίας που, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να είναι -όπως και αποδεικνύεται ότι είναι- η μοναδική της καταφυγή και πατρίδα.  Ή: έκπτωτη, εκούσα άκουσα έξω από την κοιλιά του πρώτου πλοίου που τη μετέφερε στο εγκόσμιο φως, συνθέτει με λέξεις και ταυτόχρονα ξετυλίγει, με φόβο στην αρχή και με κατακτημένη επιδεξιότητα όσο περνάει ο καιρός, το νήμα που θα την οδηγήσει στην επιφάνεια αλλά και στο βάθος των πραγμάτων και, μέσω των πραγμάτων, του εαυτού της.

            Μνήμες ενός αέναου ταξιδιού που αναβιώνεται με λέξεις, με το κύτος του πλοίου συνειρμικά να παραπέμπει στο κύτος ή στο κοίλωμα του στόματος, όπου με υγρά και αέρα οι λέξεις πλάθονται με προορισμό τη διαρκή περιπλάνηση. Μάλιστα κάποτε κάποιες απ’ αυτές, απελευθερωμένες, αποσπασμένες από την ανάσα αυτού που τις αρθρώνει, μπορούν και γίνονται έντυπα όντα, κάτοικοι μιας λευκής σελίδας. Τότε είναι, νομίζω, που αλλάζουν τα αντικειμενικά δεδομένα, κλονίζονται οι ισορροπίες, καταργείται ή τίθεται εν αμφιβόλω η έννοια του αυτονόητου και αναδύεται μια άλλη πραγματικότητα, υποταγμένη στη σκληρή γοητεία του θαλάσσιου βυθού, νέα σύμβολα προτείνουν διαφορετική ερμηνεία του κόσμου, τανύονται οι χορδές της ποίησης, ηχεί ανάκουστη μουσική η «σιωπή της Σειρήνας», που δεν μπορούν να ακούσουν παρά μόνο όσοι έκαναν προορισμό τους το συνεχές ταξίδι, αφού «όσοι διψούσαν για προορισμό/προτίμησαν την άγνοια ή τον χαμό τους».

            Σειρήνα είναι η ποίηση, «η εξόριστη φωνή των μυθικών πλασμάτων/που τους καταλογίζονται θαυμάσια εγκλήματα», δηλαδή ποιήματα, για τη «σύλληψη» των οποίων -όπως καταγράφεται στο ποίημα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ο εραστής – ψάρι»- η ποιήτρια γνωρίζει ότι απαιτείται περίτεχνη στόχευσή τους και ακόμα πιο περίτεχνη -κατά τις επιταγές του βίου της και της ιδιοσυγκρασιακής της ιδιαιτερότητας- χρήση της απόχης. Στη θέα και στη σύλληψη του κάθε ψαριού – ποιήματος αισθάνεται τον απόηχο μιας διαχυμένης ομορφιάς που διαχέεται και στο πρόσωπό της ομορφαίνοντας κι αυτή την ίδια και, το κυριότερο, αισθάνεται, έστω για λίγο, μετέωρη, οι συνέπειες της σχέσης της με το χώμα αναστέλλονται και η επίγεια μοίρα της γίνεται ευφρόσυνη, τουλάχιστον όσο ελπίζει και προσδοκά τυχαίες διασταυρώσεις και συναντήσεις στα επισφαλή σύνορα ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα («Είμαστε οι παρυφές αυτού που μας χωρίζει./Μαζί, μας βλέπουν μόνο τα πουλιά./Φανταζόμαστε/πως θα χτίσουμε γέφυρες/με λόγια και νερό»).

            Τη στέργουν σε αυτές τις ευφάνταστες μετακινήσεις-καταβυθίσεις της μνήμες των παιδικών και των πολύ νεανικών της χρόνων που σαν «οικόσιτες» περιφέρονται στο παρόν, προσφέροντάς της τη θαλπωρή μιας απροσδιόριστα χαμένης αθωότητας και προστατευτικά συνοδεύοντάς την στο σχεδόν αθόρυβο πέρασμά της στην ενηλικίωση («Αλλάζεις φόβους και σπίτια./Κάποια σκοτάδια χάνονται, άλλα βαθαίνουν απότομα./Κρυμμένες αυλές φανερώνονται/παιχνίδια που ξέχασες βρίσκονται πάλι/στα συρτάρια σου και σου δείχνουν τον δρόμο»). Θα έλεγε κανείς ότι την κάνουν να αισθάνεται δημιουργός ενός απολύτως δικού της βασιλείου, στις εκτάσεις του οποίου σκηνογραφεί, σκηνοθετεί, κατανέμει ρόλους αλλά και πάθη στους μονίμως «υπ’ ατμόν» υπηκόους της, με την κρυφή προσδοκία να της ανταποδοθούν οι προσφορές της αλλοιωμένες κατά τις επιταγές της γραφής. Η ονειρική και λεπταίσθητη προέκταση του φόβου του θανάτου, λ.χ., να μετατραπεί σε εικόνες ανταλλάξιμες  με φως και με χρώματα, θολωμένες από αχνές αναθυμιάσεις ηλικιών που πέρασαν, πλην παραμένουν αδιάλειπτα παρούσες, τελετουργικά κάθε τόσο νεκραναστημένες.

             Μοιάζει να πιστεύει ότι πάντα κάποιος ερήμην μας απεργάζεται τρόπους φθοράς, ίσως και θανάτου, συχνά με το πρόσχημα  μιας επωφελούς δραστηριότητας, προστατευτικής πραγματικών ή και νομιζόμενων τιμαλφών μας∙ κι αυτό την κάνει να θέλει να επισπεύσει τη διαδικασία τής αυτογνωσίας, να προσαράξει το συντομότερο στον τόπο που θα αποκαλέσει πατρίδα, να επιστρέψει στο σώμα της που είναι νησί αλλά και «πλούσιο καράβι» που διαρκώς ταξιδεύει (Σεφέρης), να συνταιριάσει παραμύθια και παραβολές, να συνθέσει την προσωπική της μυθολογία, ώστε να γίνει ο κόσμος φιλικότερος, η πραγματικότητα υποφερτή και κάπως ασφαλέστερο το συνεχές πήγαιν’ έλα στους αγίους τόπους της μνήμης και των διαρκών αποχαιρετισμών.

            Όπως το σώμα  έτσι και η ποίηση είναι ένα νησί πιο μακρινό από τη θλίψη, πρόσφορο για την επικερδή απόδοση των ψευδαισθήσεων και της οφθαλμαπάτης∙ στους κόλπους του ξαναβρίσκει ικανότητες, ιδιότητες και συνήθειες που νόμισε ότι την είχαν εγκαταλείψει, τη ροπή της να βρίσκεται μονίμως εν απορία,  την ευσυγκινησία, το δέος μπροστά στο απροσδιόριστο άγνωστο και άλλα πράγματα που, παρά το γεγονός ότι έχει «ένα παρελθόν μικρό σαν δαχτυλήθρα», της επιτρέπουν να συνεχίζει «μαζί με τους γενναίους».

            Σχεδόν σε όλα τα ποιήματα της συλλογής αισθάνεται κανείς να ενεδρεύει η πιθανότητα του ταξιδιού, να καιροφυλακτεί το ξαφνικό και το απροσδόκητο, που δεν αποκλείεται να συμβολίζεται ή να υπονοείται από το «περισσευούμενο  πλοίο», αυτό που δεν χωράει στο προδιαγεγραμμένο πλαίσιο της μνήμης, της σκέψης, ίσως και της φαντασίας, που δεν ενδίδει στον εκάστοτε -ανάλογα με τις όποιες συγκυρίες- θεωρούμενο ούριο άνεμο, αυτό που «έχει πλήθος πανιά για κάθε άνεμο/μηχανές για ό,τι ρεύμα του τύχει». Κι ακόμα, από ποίημα σε ποίημα αισθάνεται όλο και βαθύτερα αυτό που με κάθε τρόπο και σε κάθε ευκαιρία, αμέσως ή εμμέσως, και πάντα με διακριτικότητα,  διατυπώνει η ποιήτρια: ότι το σώμα είναι η μόνιμη σχεδία του ανθρώπου ή αλλιώς η αδιαχώριστη σχεδία του ίδιου του εαυτού του, πάντοτε έτοιμο για νέες αναχωρήσεις, αρματωμένο, εφοδιασμένο κάθε φορά με καινούριους τρόπους παρατήρησης και ερμηνείας πτυχών της ζωής.

Σε κάθε λιμάνι το ίδιο πλην αλλαγμένο πλοίο-σώμα την περιμένει έτοιμο για νέες περιπλανήσεις, ενόσω αυτή διακατέχεται από την αδιασάλευτη βεβαιότητα ότι «υπάρχει πάντα ένα πλοίο στο βάθος των συλλογισμών μας» και άρα είναι μονίμως ανοιχτή στο ενδεχόμενο της διαρκώς επικείμενης αναχώρησης, που είναι, συνάμα, και η απαραίτητη προϋπόθεση για την επόμενη άφιξη.  Γι’ αυτό εξάλλου φαντάζεται το σώμα αφόρετο και αχώρετο στα καλούπια των ρούχων και γι’ αυτό ομολογεί ότι «δεν έχω παρά ένα σώμα φωνή όλο αλάτι στην άρθρωση. Αν όμως είχα ένα πανί» -που πάει να πει αν μπορούσε να βρίσκεται στην απαιτούμενη ετοιμότητα να παραδοθεί οποτεδήποτε στο αιφνίδιο φύσημα του ανέμου- τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά και το θαύμα θα ήταν εφικτό. Αυτή τη δυνατότητα ευτυχώς της την παρέχει η ποίηση.

(Τα Ποιητικά, τχ. 25, Μάρτιος 2017, σελ. 23)