Ελένη Τζατζιμάκη

(Μετά την ενηλικίωση, Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2012)

 Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

Από τον τίτλο κιόλας της δεύτερης ποιητικής συλλογής της Ελένης Τζατζιμάκη, προϊδεάζεται κανείς ότι τον κυρίαρχο ρόλο ή, εν πάση περιπτώσει, τον ρόλο του συνεκτικού ιστού ανάμεσα στα ποιήματα θα τον διαδραματίζει ο χρόνος. Ότι ο χρόνος θα είναι η προφανής ή η εικαζόμενη σκηνή επάνω στην οποία η ποιήτρια θα επιχειρήσει τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεών της με τον εαυτό της και με τους άλλους. Ότι ο χρόνος, δίκην κατόπτρου, θα επιστρέφει στο σταθερά ή φευγαλέα εικονιζόμενο ποιητικό υποκείμενο πτυχές αποκαλυπτικές του παρελθόντος και καθοριστικές του παρόντος, ίσως και του μέλλοντός του.
Και πράγματι, διαβάζοντας κανείς τα ποιήματα της συλλογής, αισθάνεται την ποιήτρια εκτεθειμένη στο σταυροδρόμι του χρόνου• όχι βέβαια ενός χρόνου γενικού και κοινόχρηστου, αλλά απολύτως προσωπικού και ατομικά -πνευματικά, ψυχικά και σωματικά- βιωμένου. Την αισθάνεται εκτεθειμένη στο σταυροδρόμι του χρόνου, όπου τα περασμένα, οι προσδοκίες και οι φόβοι για το άδηλο μέλλον διασταυρώνονται στο πεδίο ενός επισφαλούς παρόντος, στη διαρκώς μετακινούμενη αυξομειούμενη έκταση του οποίου συντελούνται σημαντικές και ασήμαντες συνειδητοποιήσεις, πραγματοποιούνται σοβαρές ή ευκαιριακές, εσωτερικές ή εξωτερικές επισημάνσεις, συνοδευόμενες ή και διακοπτόμενες από παρένθετες, ηθελημένες ή και αθέλητες, περισπαστικές κινήσεις και χειρονομίες, που σκοπό έχουν να αμβλύνουν την ένταση μιας προφανώς αυτογνωσιακής διαδικασίας. Γιατί περί αυτού πρόκειται• το ποιητικό υποκείμενο, ενισχυμένο από κατακτήσεις που πραγματοποίησε ενόσω διάνυε την ηλικία της αθωότητας, με συνειδητοποιημένη τη βαρύτητα και τη σημασία προσώπων, πραγμάτων και καταστάσεων που συνέβαλλαν στη διαμόρφωση του παρόντος του, επιχειρεί την εναγώνια καταβύθιση στην επικράτεια της αυτογνωσίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Τα «σήματα του θανάτου», εξάλλου, έστω προσώρας αμυδρά, δεν παύουν να προειδοποιούν και να επισπεύδουν τη λήψη αποφάσεων.
Το πέρασμα στην ηλικία της ωριμότητας ή, καλύτερα, στον κόσμο των ενηλίκων διεγείρει, όπως είναι φυσικό, φόβους και ανησυχίες για το μέλλον, κυρίως όμως επιβάλλει την τακτοποίηση εκκρεμοτήτων του παρελθόντος, ενισχύοντας παράλληλα μια διάθεση απολογισμού των έως τώρα πεπραγμένων σε ζωτικούς τομείς της ζωής ενός νέου ανθρώπου, όπως είναι ο έρωτας και, βέβαια, η ποίηση. Έτσι, η ανησυχία της ποιήτριας μήπως η ενηλικίωση συνεπιφέρει την αλλοίωση ή την απώλεια της παιδικής αθωότητας είναι σχεδόν ταυτόσημη με την αγωνία της για την ποιητική της υπόσταση και για τον ρόλο της ποίησης, της δικής της και της ποίησης γενικότερα. Η προσπάθειά της να επεμπλακεί από τα δεσμά της αυτοαναλωνόμενης, με το πρόσχημα της νεότητας, αυταρέσκειας, η συνειδητοποίηση ότι το παρελθόν δεν μπορεί παρά αδιαλείπτως να την ακολουθεί στο κάθε της βήμα (μάλιστα το αισθάνεται να σέρνεται θορυβωδώς πίσω από τα βήματά της «σαν σκουριασμένοι τενεκέδες»), συνοδεύεται από την αγωνιώδη θέλησή της να εξιχνιάσει τους όρους της ποιητικής δημιουργίας και, κυρίως, τους όρους και τους τρόπους γραφής που προσιδιάζουν στην ιδιοσυγκρασιακή της ιδιαιτερότητα.
Αισθάνομαι την ηλικιακή και την ποιητική πορεία της Ελένης Τζατζιμάκη σαν μία ενιαία πορεία, που πραγματοποιείται προς τα μέσα, πλην όμως με οδοδείκτες δημιουργημένους, κατά κύριο λόγο, από γνώσεις που κατάκτησε στην προσπάθειά της να ερμηνεύσει τη θέση της στον έξω κόσμο, τις σκοτεινές πλευρές του οποίου τώρα αρχίζει να κατανοεί και να αποδέχεται, συνειδητοποιώντας ότι η αθωότητα, μαζί με την οδύνη, «δεν χαράζουν πορείες στο φως / παρά μόνο / σκαλοπάτια στο σκοτάδι». Το σωστότερο θα ήταν, ίσως, να πω ότι ηλικιακή και ποιητική πορεία, στην προκειμένη περίπτωση, πραγματοποιούνται χωριστά και ταυτόχρονα• υπάρχουν ωστόσο στιγμές που, διασταυρωνόμενες, ταυτίζονται απολύτως• τα τοπία της μιας και της άλλης συγχέονται κι έτσι, συγχεόμενα, προσφέρονται σε κοινή θέα και δημιουργούν έναν ενιαίο προβληματισμό γύρω από τη ζωή και την ποίηση. Συμβάλλουν, ανάμεσα στ’ άλλα, στη μεγιστοποίηση του ρόλου της μνήμης, στην ανάπτυξη μιας ενδιαφέρουσας μνημοτεχνικής και στην παγίωση της βεβαιότητας ότι, ως ποιήτρια, οφείλει να συγκαταλέξει τον εαυτό της στον κόσμο της θλίψης, την οποία θεωρεί βασική προϋπόθεση για έναν ποιητικό τρόπο αντίδρασης στις επιταγές της ζωής («δεν θα είχα κατορθώσει ούτε μια λέξη από αυτά / αν δεν είχε μεσολαβήσει η αδιάβατη θλίψη μας», ομολογεί).
Η Ελένη Τζατζιμάκη από το πρώτο κιόλας βιβλίο της (Η μαγεία της άνωσης, 2009) έδειχνε ότι -παρά τις εξωτερικές θορυβώδεις εκδηλώσεις που αποπροσανατολίζουν και δυσκολεύουν τη διάκριση του χρήσιμου από το επουσιώδες- μπορούσε να αισθανθεί τους προειδοποιητικούς τριγμούς του μέλλοντος• αυτούς που τώρα συγκεκριμενοποιεί ψαύοντας το ενήλικο σώμα της. Η διαφορά ανάμεσα στο τότε και στο τώρα βρίσκεται στο ότι δεν μπορεί -ούτε αισθάνεται ότι έχει το δικαίωμα ή την πολυτέλεια- να αφεθεί με εμπιστοσύνη στις επισφαλείς σχεδίες της νεότητας. Κατά τα άλλα, οδηγημένη από τον διακαή πόθο να διεκδικήσει το μερτικό της στη μνήμη τού αύριο, γοητευμένη από την «παρανομία στη στίξη και στην έκφραση», από τη χωρίς σκοπό σκοπιμότητα του εγχειρήματός της, εξακολουθεί να διακατέχεται από την εδραιωμένη πλέον βεβαιότητα ότι η μοίρα του ποιητή -άρα και η δική της- είναι η μοίρα ενός ανθρώπου που έταξε τη ζωή του στην υπηρεσία της χίμαιρας. Και με νηφαλιότητα και άκρα διακριτικότητα -χωρίς να δείχνει την αγωνία που τη συνέχει- ανακαλύπτει και καλλιεργεί εκφραστικούς τρόπους όσο το δυνατόν περισσότερο ανταποκρινόμενους στον ιδιάζοντα ψυχισμό της, πρόσφορους για μια ποιητικά δραστική ακινητοποίηση-αποτύπωση των σταθερών πλην όμως μονίμως εν κινήσει ευρισκόμενων σκέψεων και αισθημάτων της.

(Τα Ποιητικά, τχ.9 Μάρτιος 2013, σελ. 14)