Αριστέα Παπαλεξάνδρου (Μας προσπερνά, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2015)

Άλκηστις Σουλογιάννη 

«Τα χρόνια πέφτουν πάνω σου σηκώνοντας

ένα σύννεφο σκόνη./ Μέσα από το οποίο

περνάει βήχοντας η Ιστορία»

ΝΑΣΟΣ  ΒΑΓΕΝΑΣ (Τα γόνατα της Ρωξάνης)

«Βρίσκεις τις λέξεις/ Σκαρφαλωμένες στην

ακοή σου/ …/ Από το ύψος ενός απρόσιτου

χρόνου/ Χαιρετώ μία μνήμη απροσπέλαστη/

Έναν μελλοντικό αέρα»

ΘΑΝΑΣΗΣ  ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ (Πρόσωπο με τη γη)

Με ιδιαιτέρως ευρηματικό τρόπο η Αριστέα Παπαλεξάνδρου στα είκοσι έξι κείμενα της ποιητικής συλλογής Μας προσπερνά αποτυπώνει τη διαδρομή που ακολουθεί ο εσωτερικός άνθρωπος καθώς συμμετέχει στη ροή του φυσικού και κυρίως του προσωπικού, ψυχολογικού χρόνου με όσα περιέχονται αλλά και διαφεύγουν, προβάλλονται, παρασύρονται, μεταλλάσσονται, εντέλει απομένουν στην κοίτη αυτής της ροής.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο εσωτερικός άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με το περιβάλλον στη διάσταση των αστικών και των φυσικών τοπίων, καθώς και στη διάσταση των υλικών και των άυλων στοιχείων. Κλυδωνίζεται μέσα σε διαπροσωπικές σχέσεις όπως εκφράζονται στο σχήμα Εγώ – Εσύ, μάλλον στο σχήμα Εγώ – ο Άλλος, και όπου το Εγώ αποτελεί τον δίαυλο διήθησης των στοιχείων του περιεχομένου του Άλλου. Τα εξωτερικά τοπόσημα λειτουργούν ως «συναισθηματικοί οδοδείκτες» (για να παραπέμψω και στον Ρίχαρντ Βάγκνερ) προς εσωτερικές διαδρομές που οδηγούν στην αυτογνωσία με ιδιαίτερο όχημα τον σαρκασμό ενισχυμένο με την κριτική στάση απέναντι στην εξωτερική πραγματικότητα. Ακριβώς μέσα από τις διαδικασίες πρόσληψης της εξωτερικής, αντικειμενικής πραγματικότητας ο εσωτερικός άνθρωπος συλλέγει βιώματα και υπομένει το φορτίο της έντασής τους.

Παράλληλα, με αυτές τις διαδικασίες ο εσωτερικός άνθρωπος αποθησαυρίζει υλικό, το οποίο προέρχεται από το ανά πάσα στιγμή εδώ-και-τώρα του βίου, και το οποίο προωθείται ως σύνθεση συντελεσμένων γεγονότων στη βαθειά δεξαμενή της επιλεκτικής μνήμης, καθώς άλλα γεγονότα οργανώνουν τον προσωπικό χωρόχρονο και άλλα έχουν εγκλωβισθεί στην αποκλεισμένη και καλά φυλαγμένη περιοχή της λήθης.

Στο πλαίσιο αυτό ο χρόνος ως προσωποποιημένη οντότητα, απελευθερωμένος από τη φυσική διάστασή του, σπεύδει αφήνοντας πίσω το παρόν και το παρελθόν, και δείχνει την κατεύθυνση προς όσο μέλλον εναπομένει χωρίς όμως να δεσμεύεται σε μια συγκεκριμένη μέτρηση αυτού. Ο εσωτερικός άνθρωπος ακολουθώντας δρόμο ανηφορικό, συχνά δρόμο χωρίς ερείσματα, πάντως δρόμο ανοιχτό, επείγεται να προφτάσει να συμπορευθεί με τον χρόνο υπ’ αυτή την έννοια, ενίοτε όμως μέσα στην ένταση του βιωματικού φορτίου τον αφήνει να προσπερνά, καταμετρώντας εκ των υστέρων όσες απώλειες αυτό συνεπάγεται εξ υποκειμένου και εξ αντικειμένου.

Για την οργάνωση αυτού του σημασιολογικού τοπίου η Αριστέα Παπαλεξάνδρου αξιοποιεί ένα ευρύ φάσμα εννοιών, όπως: η ζωή ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, η σχέση της ζωής με τη φαντασία, με τον θάνατο και με τη δημιουργία, η σχέση της ύπαρξης τόσο με τον εκφερόμενο λόγο όσο και με την πλήρη σημασιών σιωπή, η σχέση της μνήμης και της λήθης, ο διάλογος ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον, ακόμα: η ενοχή και η τιμωρία, η αλήθεια, η εγρήγορση, η νίκη και η ήττα, το λάθος, η θλίψη, η απουσία, το χάος, το όνειρο και ο εφιάλτης, το λεκτό και το άλεκτο.

Κατά την αποτύπωση των δεδομένων του κειμενικού κόσμου προβάλλεται μια ενδιαφέρουσα αξιοποίηση της γλώσσας ως διαύλου όχι μόνον πληροφοριών αλλά κυρίως συναισθημάτων, με την παραστατική προφορικότητα και με χαρακτηριστικό, αμέσως προσλαμβανόμενο υφολογικό στοιχείο την ευρηματική μεταφορά, όπως: «Ωραία η νεαρά σιωπή», «Στο λευκό του/ πουκάμισο κλειδωμένος», «Φορώντας το άγγιγμά της», «ο κόσμος λίκνο/ μιανής σαρκός», «πυρπολεί στον αέρα/ εκβιάζει τα σύννεφα/ να χιονίσει», «Μνήμες στοιβάζονται στιγμές», «Σωστά σε ηχογράφησαν ηχώ/ της σιωπής μου», «ξέπλυνε συγκινήσεις/ αδηφάγες», «Και δεν αναπτερώνονται μ’ ένα κορμί/ χωρίς κορμί νεκροί βυθοί», σε απαραίτητο συνδυασμό με την απροσδόκητη διατύπωση τίτλων, π. χ.: «Λευκό ανεξίτηλο» ή «Ρέκβιεμ για τον νεκρό που ομόρφυνε».

Η μεταφορά λειτουργεί ως ένα αποτελεσματικό εργαλείο για τη σύνθεση μιας εκτενούς πινακοθήκης γραμματικών εικόνων που αφορούν εξωτερικά και πρωτίστως εσωτερικά τοπία, με ιδιαιτέρως παραστατική αποτύπωση π. χ. στα ποιήματα: «Ο αυτόπτης», «Ωδή στον οδοιπόρο», «Όνειρο ανίδωτο» (εμβληματικό ποίημα), «Τα ροζ μιας αεικίνητης κυρίας», «Άρπαξ ημέρα», «Αναισθησιογόνο», «Τα εξ αδιαιρέτου», «Το μισθωτήριο», «Εαρινή προβολή», «Ολοκαίνουργιο», «Εις εαυτόν», ή στα δύο ποιήματα με τον τίτλο «Δραπέτισσα».

Τα ποιήματα της συλλογής αποτελούν πεδία για ποικίλους συνδυασμούς ελεύθερων στίχων σε συνθέσεις περισσότερο ή λιγότερο εκτενείς, όπου παρεμβαίνει και η οικονομία του επιγράμματος σε σύντομα κείμενα-οδόσημα για την περιήγηση μέσα στον κόσμο του βιβλίου.

Στο πλαίσιο του σαφώς αναγνωρίσιμου ρυθμού των ελεύθερων στίχων που αποδίδει τα μετρημένα βήματα του ποιητικού λόγου, και σε σχέση συμπληρώματος ή παρεμβολής, δεσπόζουσα θέση κατέχει ο δεκαπεντασύλλαβος, όπως εντοπίζεται σε ενδιαφέρουσες εκδοχές, π. χ.: «Η προθεσμία έληξε./ Το ξέρουν και το ξέρω», «Κι εγώ στου κόσμου το κακό/ …/ πετώ την ενοχή μου», «Από το φως που άπλωνε/ το μαύρο φόρεμά της», «Κανείς δεν έμαθε ποτέ/ τον λόγο του θανάτου», «Ώσπου ξεφλούδισαν τη γη/ μεγάλες ξηρασίες», «Βότσαλα ψήγματα χρυσού/ φέγγισαν στο σκοτάδι», «γι’ αυτούς τους άνυδρους αγρούς/ τις άγονες κοιλάδες», «τους πένητες των πόλεων/ εν πάση συγκυρία», «Διώροφα τριώροφα/ άδεια στην ερημία», «Όμως η πόρτα πουθενά/ και το κλειδί σπασμένο», «Μνημόσυνα/ Χαρμόσυνα/ στον λάκκο των/ λεόντων», «Κι όλο σκεφτόταν πρόφαση/ για να γυρίσει πίσω».

Αυτή η παρέμβαση του δεκαπεντασύλλαβου δηλώνει και τη διάσταση του μεταμοντέρνου ως ένα ισχυρό στοιχείο του πρωτότυπου υφολογικού χαρακτήρα που προβάλλουν τα κείμενα της ποιητικής συλλογής, όπου εντάσσεται και μια ενδιαφέρουσα πρόταση για τη μορφή του χαϊκού, π. χ.: «Όποιος φοβάται την άνοιξη/ μπρος στον χειμώνα να σταθεί», «Όσοι μείναν/ παγετώνων φρουροί/ και ήταν Μάιος».

Κορύφωση στην αισθητική του βιβλίου υπ’ αυτές τις συνθήκες αποτελεί το καταληκτικό επίγραμμα «Είναι κάτι δίχως/ πώς δίχως τι/ που όσο ζει/ λίγο λίγο σε λιώνει». Το επίγραμμα αυτό αντιπροσωπεύει πυρηνική διατύπωση/κατακλείδα και ταυτόχρονα μια επιτομή για τη θεματική ανάπτυξη αλλά και για την ποιότητα του κειμενικού κόσμου, όπως άλλωστε είχε προειδοποιήσει ως εισαγωγικός πυλώνας στον κόσμο αυτόν το επίγραμμα «Περνούν οι μέρες/ μικραίνει η ζωή/ και ποιο φως/ ποιο σκοτάδι θ’ αντέξει».

Είναι φανερή η ειλικρινής σχέση της Αριστέας Παπαλεξάνδρου με την τέχνη του λόγου, πράγμα που δηλώνουν και τα ποικίλα στοιχεία αυτοαναφορικότητας της γραφής, όπως εντοπίζονται στη σύνθεση της συλλογής ως αποτύπωση περιεχομένου δημιουργικής συνείδησης.

Με αυτές τις προϋποθέσεις, η ποιητική συλλογή Μας προσπερνά αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό προϊόν στην εξέλιξη μιας θεματικά και υφολογικά τεκμηριωμένης λογοτεχνικής παραγωγής.


(Τα Ποιητικά, τχ. 22, Ιούνιος 2016, σελ. 11)