Γιώργος Κοτζιούλας Στρατευμένος Διανοούμενος στην περίοδο του Εμφυλίου

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ
ΣΤΡΑΤΕΥΜΕΝΟΣ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ*

-Αθηνά Βογιατζόγλου-

* Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο της Αθηνάς Βογιατζόγλου Ποίηση και Πολεμική. Μια Βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα (Επίμετρο – γλωσσάρι: Νίκος Σαραντάκος) που θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Κίχλη.

Ο Γιάννης Σκαρίμπας είναι ένας από τους πρώτους φίλους με τους οποίους θέλησε ο Κοτζιούλας να επικοινωνήσει μόλις επέστρεψε από την Ήπειρο στην Αθήνα. Τού γράφει στις 27 Νοεμβρίου του 1946:

Το γράμμα σου το έλαβα απ’ τη Λάρισα προχτές. Ψάχνω πάλι για δωμάτιο, δουλειά, τα παλιά της σχωρεμένης. Αλλά δεν απογοητεύομαι, γιατί έχω συνηθίσει πια στην πάλη. Πολλά βλέπω πως άλλαξαν εδώ, άνθρωποι, χτίρια. Μονάχα εμείς δεν αλλάξαμε [] έχω πολλά ανέκδοτα, θ’ αρχίσω σιγά σιγά να τυπώνω. Αλλά μου φαίνεται τόσο άχαρο από τους σταυραϊτούς των βουνών να βρίσκομαι πάλι ανάμεσα σε γραμματείς και Φαρισαίους. Σκέψου πως έχω πρόσκληση για γεύμα κι απ’ τον Μπαστιά.1

Όπως και στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, στα τελευταία έντεκα χρόνια της ζωής του στην πρωτεύουσα ο Κοτζιούλας ρίχνεται στη βιοπάλη των τυπογραφικών διορθώσεων, των επιμελειών και -όλο και περισσότερο- των μεταφράσεων. Διδάσκει έκθεση σε φροντιστήριο και εργάζεται ως διορθωτής στον εκδοτικό οίκο του Δημητράκου και στο περιοδικό της αριστεράς Ελεύθερα Γράμματα (1945-1951), που διευθύνει τα πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας του ο φίλος του και διευθυντής, παλαιότερα, των Νεοελληνικών Γραμμάτων, Δημήτρης Φωτιάδης. Νοικιάζει και πάλι δωμάτια σε φτωχικές συνοικίες και ανεβαίνει στην Πάρνηθα και στην Πεντέλη με κάθε ευκαιρία για να παίρνει δυνάμεις. Στέλνει και πάλι ποιήματα, βιβλιοκρισίες, μελετήματα σε περιοδικά και εφημερίδες, δημοσιεύει ποιητικές συλλογές, σχεδιάζει την έκδοση νέων βιβλίων, αλληλογραφεί με παλιούς και νέους φίλους.
Όλα μοιάζουν ίδια, είναι όμως πολύ διαφορετικά. Από την Αθήνα στην οποία επιστρέφει ο Κοτζιούλας μετά από τετράχρονη απουσία λείπουν οι περισσότεροι παλιοί φίλοι και ομότεχνοι, με τους οποίους μοιράζονταν κοινούς πνευματικούς κώδικες: πέρα από ποιητές παλιότερων γενεών όπως ο Γρυπάρης και ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, που τον είχαν υποστηρίξει στον Μεσοπόλεμο ως δημιουργό, είχαν πεθάνει και συνοδοιπόροι του, όπως ο Λαπαθιώτης, ο Άγρας, ο Παπανικολάου. Με τη φροντίδα του Γαλλικού Ινστιτούτου, τον Οκτώβριο του 1945 επιβιβάζονται στο πλοίο Ματαρόα για το Παρίσι εκλεκτοί διανοούμενοι όπως ο Νίκος Σβορώνος, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, η Μιμίκα Κρανάκη, ανάμεσά τους και οι στενοί φίλοι του Κοτζιούλα, Έλλη Αλεξίου και Πάνος Τζελέπης. Πολλοί αλλοτινοί σύντροφοι του βουνού στέλνουν τώρα στον ποιητή επιστολές από τις φυλακές και τα ξερονήσια διεκτραγωδώντας τα βάσανά τους. Ο Κοτζιούλας ζει τον παλμό της άτεγκτης ιδεολογικής σύγκρουσης του αρχόμενου Εμφυλίου, βλέποντας τον κλοιό γύρω από τους αριστερούς να στενεύει. «Ο κύκλος μας όλο αραιώνει. Στο τέλος θα μείνουν μετρημένοι, όπως και με τους παλιούς παρτιζάνους της Ρωσίας»,2 γράφει τον Μάιο του 1946 στον στενό φίλο του Γιώργο Σαμαρά, που υπήρξε αρχίατρος στην VIII Μεραρχία του ΕΛΑΣ στην Ήπειρο. Η ζωή του Κοτζιούλα πλάι στον Βελουχιώτη, η εν θερμώ συγγραφή ποιημάτων που ενθουσίαζαν τους αντάρτες, η δραστηριότητά του με τη Λαϊκή Σκηνή, όλα όσα είχαν τονώσει την αυτοπεποίθησή του τα τελευταία χρόνια της Κατοχής, γίνονται τώρα πρόξενοι μιας τριπλής ενοχής: του αγωνιστή που επέστρεψε από τη δράση στα βιβλία, του συναγωνιστή που αντί να βρίσκεται στις φυλακές και τα ξερονήσια βιώνει μια έστω και σχετική ασφάλεια και μια έστω και οικονομικά εξαθλιωμένη ρουτίνα, και του επαρχιώτη που έχει εγκαταλείψει την πάσχουσα, εμπόλεμη επαρχία για να επιστρέψει στην πρωτεύουσα.
«Ιστορική θα είναι η ευθύνη στους επιστήμονες, διανοουμένους και φιλελευθέρους ανθρώπους αν δεν αντιταχθούν στη ωμή βία», του γράφει τον Ιούλιο του 1946 από το Β αστυνομικό τμήμα Λάρισας, κρατούμενος υπό άθλιες συνθήκες, ο Σαμαράς. Ο Κοτζιούλας αναλαμβάνει το δικό του μερίδιο ευθύνης με όποιους τρόπους μπορεί. Ήδη τον Ιανουάριο του 1946, λίγες βδομάδες μετά την εγκατάστασή του στην Αθήνα, είχε δημοσιεύσει στην εφημερίδα Ηπειρωτικά Νέα το άρθρο «Έρχομαι απ’ την επαρχία», όπου έθετε τους κατοίκους των μεγάλων πόλεων προ των ευθυνών τους για τις άθλιες συνθήκες ζωής που επικρατούσαν στην επαρχία μετά τα Δεκεμβριανά· μόλις δεκαπέντε μήνες είχαν περάσει από τον θριαμβευτικό απολογισμό του, στην αντιστασιακή εφημερίδα Δράση, του ρόλου που είχε παίξει η Αντίσταση στην εξυγίανση της ζωής στην επαρχία. Παράλληλα, γράφει σειρά ποιημάτων, τα οποία στόχευε να συμπεριλάβει στη συλλογή «Με τα φτερά του αγώνα»· το σχέδιό του δεν πραγματοποιήθηκε, ίσως γιατί η μεγάλη έκταση της συλλογής απαιτούσε υψηλό κονδύλιο για την εκτύπωσή της.3 Μεταξύ άλλων, ο Κοτζιούλας προπαγανδίζει στους στίχους του την αποχή της Αριστεράς από τις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές της 31ης Μαρτίου του 1946 και καυτηριάζει την παρέμβαση των Άγγλων (που εμφανίζονται ως συνέχεια της τριπλής τυραννίας του Μεταξά, των Ιταλών και των Γερμανών) στις ελληνικές υποθέσεις. Τον Ιούνιο του 1946 υπογράφει, με εβδομήντα δύο ακόμη διανοούμενους, τη Διαμαρτυρία των Λογοτεχνών προς τη Δ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων και τη Διεθνή Κοινή Γνώμη, αντιδρώντας στο ψήφισμα που ετοίμαζε τότε η κυβέρνηση Τσαλδάρη «περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευομένων την Δημοσίαν Τάξιν και ακεραιότητα της χώρας». Αρθρογραφεί σε αριστερά έντυπα όπως είναι οι εφημερίδες Ο Ρίζος της Δευτέρας και Ο Ριζοσπάστης, και τα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα και Νέοι Σταθμοί. Δημοσιεύει απανωτά τρεις μαχητικές ποιητικές συλλογές. Διασώζει προσωπικές μαρτυρίες από το αντάρτικο όχι μόνο στους στίχους αλλά και σε δύο πεζά κείμενά του: το πολυσέλιδο αφήγημα Όταν ήμουν με τον Άρη4 και το μικρότερης έκτασης, αλλά επίσης πολύ ενδιαφέρον, «Ιστορία ενός θιάσου».5 Ιστορική μαρτυρία το πρώτο, ιστορικοκαλλιτεχνική το δεύτερο, τυπικά εντάσσονται στο είδος του απομνημονεύματος, έχουν όμως και έντονα αυτοβιογραφική διάσταση και μας λένε πολλά για τη λογοτεχνική προσφορά του Κοτζιούλα στην αντίσταση, τόσο ως ποιητή όσο και ως συγγραφέα θεατρικών κειμένων.
[…]

Στις αρχές του 1940 κυκλοφόρησε σε χίλια αντίτυπα -αριθμό ρεκόρ για τα δεδομένα της ποίησης του Κοτζιούλα- η ολιγοσέλιδη συλλογή Ο Άρης. Κοσμείται με ξυλογραφίες και σχέδια του Δημήτρη Μεγαλίδη και στο εξώφυλλο φιγουράρει προσωπογραφία του Βελουχιώτη μέσα σε κυκλικό πλαίσιο. Είναι φανερό ότι η συλλογή απευθυνόταν στο ευρύ κοινό και είχε στο στόχαστρο την επίσημη ηγεσία του ΚΚΕ (του οποίου ο Κοτζιούλας δεν υπήρξε ποτέ μέλος), για τον τρόπο με τον οποίο είχε αντιμετωπίσει τον Άρη.6
Σε αντίθεση με τις προδιαγραφές της λογοτεχνίας της αντίστασης, σε δύο από τα πέντε ποιήματα της συλλογής προβάλλεται ο προσωπικός ηρωισμός του δημιουργού της. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Κοτζιούλας υπήρξε ο μόνος Νεοέλληνας ποιητής που έζησε και έγραψε πλάι στους αντάρτες· ο «ατομικισμός του», αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, υπογραμμίζει τη σημασία της προσχώρησης ενός λογοτέχνη στον ομαδικό αγώνα. Το τετράστιχο με το οποίο τελειώνει η συλλογή αναφέρεται στον έπαινο του Βελουχιώτη όταν ο Κοτζιούλας πέρασε τον Άραχθο και παραπέμπει στο γνωστό επιτάφιο επίγραμμα του Αισχύλου, όπου η πολεμική ανδρεία ανάγεται σε αξία ανώτερη από την τέχνη του λόγου:

Δεύτερος βάρδος δε θα υπάρχει στην Ελλάδα
που να ’χει τιμηθεί απ’ τον αρχηγό παρόμοια,
πολέμαρχο ακριβόν στο να μοιράζει εγκώμια
– κι αυτό καθόλου για του στίχου την αξιάδα.7

Αναφορές όπως η παραπάνω δεν θα πρέπει να αποδοθούν απλώς στην αυτοβιογραφική έξη του Κοτζιούλα. Μοιάζει να υπηρετούν την πρόθεσή του να εμφανιστεί ως το πρότυπο του βάρδου που έζησε όσα και όσους περιγράφει· που καταγράφει, εντέλει, βιωμένες μαρτυρίες αντί να φιλοτεχνεί εγκώμια γραφείου.

[…]

Το ίδιο αίσθημα αγωνιστικής ευφορίας διαπερνά τη συλλογή Οι πρώτοι του αγώνα. Σονέτα, που δημοσιεύτηκε στα τέλη του 1946 με τρίχρωμο εξώφυλλο, κοσμημένο από τον Κώστα Μαλάμο. Η συλλογή περιλαμβάνει δεκαπέντε ηρωικές προσωπογραφίες οπλαρχηγών του αντάρτικου που ο Κοτζιούλας έγραψε στη Θεσσαλία στα τέλη του 1945. Προβάλλοντας την προσωπική σχέση του με τους υμνούμενους, ο Κοτζιούλας αισθάνεται ότι παίρνει μερίδιο από την ανδρεία τους:

[…]
Τώρα που κι οι γραφιάνοι όπλο κι αυτοί κρατάνε,
μαζί ένα ξάμηνο, στερνέ μου καπετάνε,
κάτι κι εγώ θα πήρα απ’ τη δική σου αντρειά.
(«Καπετάν Ηρακλής»)8

Τον ποιητικό Πήγασο αντικαθιστούν, στα σονέτα αυτά, τα γενναία άλογα των ανταρτών, το πολυπόθητο στεφάνι δεν είναι από αγριελιά αλλά από τα αγκάθια του αντιστασιακού παιδεμού, η αθανασία ανήκει όχι στην ποίηση αλλά στον ηρωισμό. Παραθέτω το σονέτο για τον Γιώργη Σιάντο, που υπήρξε ισχυρό σύμβολο της Αριστεράς – είναι χαρακτηριστικό ότι, στα πλαίσια του πνεύματος της ηρωοποίησης των οπλαρχηγών, η κορμοστασιά του ήρωα χαρακτηρίζεται «σάμπως ολυμπίσια», κάτι που μόνο συμβολικά θα μπορούσε να ανταποκριθεί στην πραγματικότητα, μια και ο Σιάντος ήταν μικρόσωμος:

Εσύ που στάθηκες του αγώνα το κεφάλι
κι άγρυπνος όλο μπρος μας οδηγούσες ίσια,
της ρωμιοσύνης την καρδιά έχεις τη μεγάλη,
της ίδιας και τη γνώμη την παλληκαρίσια.

Από καιρόν πολύ αργασμένος σαν τ’ ατσάλι
στα σκοτεινά μπουντρούμια και στα ξερονήσια,
πρόβαλες πάλι αλέγρος, έτοιμος για πάλη
με τη κορμοστασιά τη σάμπως ολυμπίσια.

Βογγούσε η επανάσταση, ήσουν η ψυχή της
και των παλληκαριών ο νους ο κυβερνήτης
τότε με της σκλαβιάς τ’ αβάσταχτο κακό.

Μα εγώ δοξολογώ στο πρόσωπό σου, Γέρο,
και πριν, μα πιο πολύ απ’ τα τώρα που σε ξέρω
της εργατιάς το κόμμα ακέριο το ηρωικό.9

Η επιλογή της προσφιλούς στον Κοτζιούλα φόρμας του σονέτου -της οποίας υπήρξε μάστορας- δεν αποκλείεται να είναι και μια απάντηση στον Ρίτσο, ο οποίος είχε καταφερθεί εναντίον του σονέτου στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής Πυραμίδες (1935), θεωρώντας ότι η σύγχρονη «των κόσμων η αγωνία» δεν μπορεί πλέον να χωρέσει στα περιορισμένα όρια της ποιητικής αυτής μορφής. Το σονέτο ήταν αναμφίβολα μια τολμηρή και ασυνήθιστη επιλογή για ποιήματα που εξυμνούν οπλαρχηγούς. Είναι χαρακτηριστική η αντίδραση ενός εξόριστου στην Ακαμάτρα της Βόρειας Ικαρίας, πρώην συναγωνιστή του Κοτζιούλα, του Αποστόλη Κοντούλη· σε επιστολή του προς τον ποιητή το 1947, αφού τον πληροφορεί ότι όταν τον συνέλαβαν και βρήκαν στα πράγματά του τη συλλογή Ο Άρης τον αποκάλεσαν «Βούλγαρο», τον ξυλοκόπησαν και κατάσχεσαν το βιβλίο, σχολιάζει τους Πρώτους του αγώνα συνδυάζοντας τον έπαινο με την επιφύλαξη για την εκλεκτικότητα της μορφής και της ποιητικής πραγμάτωσης:

Μού ’πεσαν προχτές στα χέρια μου και οι Πρώτοι του αγώνα. Τα ’στειλαν από την Αθήνα σε κάτι επονίτες δω πέρα Αθηναίους. Όμορφα, κομψά είναι τα σονέτα τους. Μα γω (δε μου πέφτει λόγος για κριτικός) θα ’λεγα να ’χαν κάτι απ’ τον Κρυστάλλη και το Βαλαωρίτη μαζί, κάτι το τραχύ, κάτι το γλυκό, λεβέντικο, σαν το λαό μας. Έτσι λέω, δε λέω για τους Πρώτους του αγώνα, πρέπει να ’ναι η ποίησή μας. Είδες πόσο στέκεται ο Κρυστάλλης στο λαό. Είναι η μεγαλύτερη δόξα γι’ αυτόν! Όμως, το ξαναλέω, μου προξένησαν ξέχωρη χαρά οι Πρώτοι. Ένιωσα το θερμό χνώτο του τραγουδιστή, μέθυσα με το κρασί της φαντασίας, που ξαλάφρωσε και φλόγισε την καρδιά μου.10

Καμία από τις τρεις αγωνιστικές συλλογές του Κοτζιούλα δεν έτυχε, όσο έχω υπόψη μου, κάποιας βιβλιοκρισίας σε αθηναϊκό έντυπο. Τον μοναδικό επώνυμο έπαινο που εισέπραξε για την αντιστασιακή ποίησή του ο Κοτζιούλας την περίοδο του Εμφυλίου υπογράφει ο Αυγέρης στην εισαγωγή του στον τόμο διηγημάτων του Σωτήρη Πατατζή Ματωμένα χρόνια (1946): συγκαταριθμεί τον Κοτζιούλα στους «έμπειρους τεχνίτες» (μαζί με τον Σικελιανό, τον Ρίτσο, το ζεύγος Παππά, τον Κώστα Καλαντζή και τη Μαυροειδή-Παπαδάκη), που έδωσαν έργα «ανώτερης πνοής και τέχνης» σε σχέση με τη λαικότροπη, κατά κύριο λόγο, αντιστασιακή ποιητική παραγωγή. Στην περίπτωση του Κοτζιούλα, μάλιστα, στέκεται περισσότερο, προκειμένου να επισημάνει ότι πέρα από μερικά «πολύ καλά τραγούδια για την Αντίσταση» που είχε ως τότε δημοσιεύσει, είχε έτοιμο για έκδοση «έναν τόμο από καλοδουλεμένους στίχους για τους ήρωες από την Αντίσταση του βουνού, όπου και ο ίδιος πήρε μέρος δύο χρόνια στη σειρά κι από τους πρώτους» – είναι φανερό ότι ο Αυγέρης αναφέρεται εδώ στα σονέτα των Πρώτων του αγώνα.
Από την άλλη πολιτική όχθη, ο Κοτζιούλας εισπράττει για τον Άρη την ειρωνική συγκατάβαση του Ανδρέα Καραντώνη:

Αν ο Εμπειρίκος αισθάνονταν ξαφνικά τη διάθεση να περιπλέξει με υπερρεαλιστικούς στίχους τα γένια του Βελουχιώτη, όπως έκαμε τελευταία ο συμπαθέστατος παλαιοστιχουργός Κοτζιούλας, θα ήταν δεκτός με αλαλαγμούς χαράς στη νεοσύστατη αυτή και παράξενη πολιτεία της λογοτεχνικής μας αντίστασης όπου ένα πλήθος ισοπεδωμένων λογίων μοιράζονται εξ ίσου τις προκαταβολές από τη δόξα του μέλλοντος και τη μηδαμινότητα του παρόντος.11

και τον ηθικό κόλαφο του Στρατή Μυριβήλη:

Ένας ποιητής του κόμματος από την Ήπειρο του έβγαλε [του Βελουχιώτη] ένα τόμο με ποιήματα που τον εξυμνεί και τον θαυμάζει. Ένας άλλος από τη Μυτιλήνη έβγαλε άλλον τόμο, όπου λιγώνεται από τη μεγαλοπρέπεια του δεκεμβριανού ανθρωποσφαγείου των άοπλων Αθηναίων. Ένας τρίτος αλήτης της λογοτεχνίας έγραψε τρίτο βιβλίο, το Μεγάλο Δεκέμβρη. Είναι τρελοί αυτοί οι άνθρωποι; Όχι. Είναι απλώς κομμουνιστές. Είναι διαφοροποιημένοι πρώην Έλληνες που τώρα ανήκουν στη νέα φυλή.12

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Σπύρος Κοκκίνης, «Ανέκδοτα κείμενα. Τρία γράμματα κι ένα ποίημα του Γ. Κοτζιούλα», Ευβοϊκός Λόγος, Μάρτιος 1958, σ. 6.
2. «Ένα ανέκδοτο γράμμα του Γιώργου Κοτζιούλα» (προς τον Γιώργο Σαμαρά), Αντί, τχ. 88, 17 Δεκεμβρίου 1977, σ. 30.
3. Τα ποιήματα αυτά συγκεντρώθηκαν από τους επιμελητές των Απάντων του Κοτζιουλα, βλ. Άπαντα, τομ. Γ: Ποιήματα 1943-1956, Δίφρος, Αθήνα 1959, 2013, σ. 9-160.
4. Γιώργος Κοτζιούλας, Όταν ήμουν με τον Άρη. Αναμνήσεις, επιμέλεια Κώστας Κουλουφάκος, Θεμέλιο, Αθήνα 1965.
5. Γιώργος Κοτζιούλας, Θέατρο στα βουνά, επιμέλεια Κώστας Κοτζιούλας, Θεμέλιο, Αθήνα 1976.
6. Ο Ρίτσος, αντιθέτως, που επίσης είχε γράψει το 1945 μια ποιητική σύνθεση για τον Βελουχιώτη, επέλεξε να μην τη δημοσιεύσει παρά μόνο τριάντα χρόνια αργότερα («Το υστερόγραφο της δόξας», Τα επικαιρικά, Κέδρος, Αθήνα 1981).
7. Κοτζιούλας, Άπαντα, τομ. Γ, ο.π., σ. 419.
8. Ο.π., σ. Γ184.
9. Ο.π., σ. Γ175.
10. Η επιστολή στάλθηκε στις 18 Απριλίου 1947 και βρίσκεται στο Αρχείο. Ο Κοντούλης ανήκε σε μια πολιτισμική ομάδα πολιτικών εξόριστων, που έβγαζε την εφημερίδα Ο αδούλωτος (δεκαπενθήμερο όργανο της Ομοσπονδίας Συμβίωσης των Πολιτικών Εξόριστων).
11. Καραντώνης, «Η λογοτεχνία του Δεκέμβρη», Πνευματική ελευθερία. Τέχνη και πολιτική, εκδ. Άλφα, Αθήνα 1947, σ. 40-44.
12. Το απόσπασμα περιλαμβάνεται, χωρίς να δίνονται βιβλιογραφικά στοιχεία, στο βιβλίο του Κώστα Μίσσιου Ένας Μυριβήλης αλλιώτικος, Εντελέχεια, Μυτιλήνη 2008. Ο Μίσσιος επισημαίνει ότι ο ποιητής «από τη Μυτιλήνη» είναι ο Μιχάλης Καλλοναίος και ο «αλήτης της λογοτεχνίας» ο Μενέλαος Λουντέμης.