Editorial (τχ. 14)

«Πολύμορφη και ρευστή, η ποίηση κατοπτρίζει το παρόν. Όπως ακριβώς και στη φιλοσοφία και τις τέχνες, έτσι και στη λογοτεχνία δεν υπάρχουν σήμερα κυρίαρχες ομάδες και σχολές. Ο καιρός των σημαντικών νεολογισμών που ένωναν τους ποιητές (ρομαντισμός, συμβολισμός, υπερρεαλισμός) έχει όπως φαίνεται τελειώσει, όπως και η διακλάδωση και ο κατακερματισμός τους σε πιο μικρές ομάδες […] Μοιάζει να έχει παρέλθει η εποχή των δογμάτων, των συστημάτων και των ιδεολογιών κι ας μην έχει χαθεί, από την άλλη, το πνεύμα του σιναφιού.» […]
Πρέπει να κάνει λόγο σήμερα κάποιος για «μεταμοντερνισμό»; Η έννοια αυτή μπορεί και να είναι κατάλληλη για να χαρακτηρίσει την περίεργη κατάσταση των συγχρόνων ως κληρονόμων. Έχουν παραλάβει από το παρελθόν πολλά έργα και μορφές και είναι δύσκολο να διακηρύξουν, με αναφορά σε αυτά, μια νέα πρωτοτυπία. Αυτή η κληρονομιά, για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση του Ρενέ Σαρ, «δεν έχει πίσω της καμιά διαθήκη». Έτσι, είναι πολύ διαφορετική από την αρχαιοελληνική και λατινική κληρονομιά, λόγου χάρη, όπως την ανέδειξαν οι ποιητές της Αναγέννησης: ανακάλυπταν σ’ αυτήν τα θεμέλια και το πρόγραμμα ακόμη του πολιτισμού που επινοούσαν. Στην διαφορετικά ευρύτερη και πιο ποικιλόμορφη κληρονομιά των συγχρόνων μας συγχρωτίζονται μέσα στη μεγαλύτερη αταξία έργα παλιά και νέα, προερχόμενα από όλες τις μεριές. Δημιουργεί λοιπόν η κληρονομιά αυτή έναν ίλιγγο και οδηγεί συχνά τους συγγραφείς να εστιάζουν στο παιχνίδι της παράθεσης-παραπομπής και στην ειρωνεία. Ίσως το παιχνίδι των μορφών να έχει σήμερα τελειώσει. Ο σύγχρονος ποιητής μπορεί να έχει την αίσθηση ότι έχει φτάσει κατά κάποιο τρόπο στα όρια της γλώσσας, στο τέλος δηλαδή κάθε πίστης στις δυνάμεις της ποίησης. Θυμάται τη ρήση του Αντόρνο που διακηρύσσει το ανέφικτο της ποίησης μετά το Άουσβιτς. […] (Jean-Michel Maulpoix, http://www.maulpoix.net/Diversite.html).
Τα λέει όλα αυτά ο Μωλπουά με αφορμή τη γαλλική μεταπολεμική ποίηση, αλλά μοιάζουν να ταιριάζουν μια χαρά και στη δική μας πραγματικότητα σε ένα πεδίο διαιρεμένο, όπως όλα τα λογοτεχνικά πεδία, με έντονες αντιπαλότητες, κάποιες από τις οποίες τείνουν αυτή την περίοδο να αποκρυσταλλωθούν, αλλά και πάλι όχι με τους όρους του παρελθόντος. Αναρωτιέμαι πού κατατάσσεται η υποθετική διαμάχη ανάμεσα στον παραδοσιακό και ελεύθερο στίχο στην εποχή και τη γλώσσα μας. Από την άλλη, αυτός ο συσχετισμός της ποίησης με το παρόν γεννά συλλογισμούς ποικίλους, για τα επίπεδα του κατακερματισμού και της αναπαράστασής του, αλλά και για τις ερμηνείες του κυρίως: μήπως βρισκόμαστε στο κατώφλι άλλης μιας μεγάλης ανατροπής που θα οδηγήσει και πάλι σε νέες συλλογικότητες, διαφορετικές ίσως, ποικιλοτρόπως προσδιοριζόμενες σε όλα τα επίπεδα; Πριν από δεκαπέντε χρόνια η ποίηση αποτύπωνε την έλευση της κρίσης. Μήπως αν την διαβάσουμε προσεκτικά μας λέει σήμερα για τα μελλούμενα που αλλάζουν ρότα; Και μόνο η τοποθέτηση απέναντι σ’ αυτό το μέλλον της τέχνης μαζί και της ζωής δεν μπορεί παρά να ενισχύει αντιπαλότητες και να γεννά καινούργιες.
Ας έρθουμε όμως και σε μια άλλη διαίρεση: άραγε πώς δομείται το πεδίο σε σχέση με το φύλο; Σημαίνει κάτι ότι στη βραχεία λίστα του Βραβείου «Γιάννης Βαρβέρης» οι γυναίκες ήταν έξι και οι άντρες δύο; Ή ότι η αντίστοιχη λίστα βραβείων του Αναγνώστη περιλαμβάνει μόνο γυναίκες (δύο εξ αυτών και στις δύο λίστες); Κι αν κάτι σημαίνει, πώς αυτό συνδέεται με την ποιητική; Μιλάμε άραγε ακόμη για γυναικεία γραφή σε μια εποχή που αρνείται τους προσδιορισμούς (κι ας τους ξαναβάζει συχνά με άλλο όνομα), κι αν ναι με ποιους όρους; Μεγάλη συζήτηση στην οποία τον πρώτο λόγο δεν μπορούν παρά να έχουν τα κείμενα καθαυτά. Καλό καλοκαίρι με ακόμη περισσότερη ποίηση, όπου κι αν τη συναντούμε.