Παυλίνα Παμπούδη

ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ

­Συζήτηση με την Τιτίκα Δημητρούλια­

Παυλίνα Παμπούδη
Παυλίνα Παμπούδη

Πρώτα η ποίηση και μετά οι άλλες τέχνες; Ποίηση μόνο μέσα στην ποίηση; Ποίηση στην πεζογραφία, στο δήθεν παιδικό βιβλίο, στη μετάφραση; Υπάρχει το ποιητικό σου έργο ξεχωριστά από το υπόλοιπο;

Πρώτα η Ποίηση, βεβαίως, κατά τις Γραφές. Αλλά, θαρρώ, όχι μόνο μέσα στην ποίηση Ο ποιητής έχει κάτι σαν νευρικό τικ: ρίχνει συχνά μια κάπως λοξή ματιά γύρω και μέσα του. Κι αυτό είναι που τον κάνει να αντιλαμβάνεται ξαφνικά, μισό συνειδητά μισό ασυνείδητα, μια άλλη όψη των πραγμάτων· να εστιάζει σε κάποιο φλου, «διπλοτραβηγμένο» ενσταντανέ του βίου τους, να εντοπίζει ένα ελάχιστο ανοίκειο στοιχείο / σημείο στο βάθος ή στο φόντο και, εκεί, να διακρίνει για μια στιγμή, ταυτόχρονα, την φάρσα και το τραγικό της ύπαρξης. Να συλλαμβάνει, δηλαδή, μια διάσταση πέρα από τις προσληπτικές δυνατότητες της μετωπικής όρασης. Κι αυτό το είδος της ματιάς, μοιραία, ο ποιητής, το ρίχνει (με μικρότερη ή και μεγαλύτερη γωνία κλίσης), και σε άλλες διαδρομές του, και σε άλλες συναντήσεις. Και αναγκάζεται, όταν επιχειρεί να τις περιγράψει, να τις διατυπώνει αναλόγως. Θέλω να πω ότι η «ποιητικότητα» είναι ουσία ιδιαιτέρως πτητική Υπεισέρχεται και ανιχνεύεται σ’ όλα τα είδη του λόγου και της έκφρασης με τα οποία τυχόν θα καταπιαστεί ένας ποιητής (διήγημα, μυθιστόρημα, βιβλίο δήθεν για παιδιά, δοκίμιο, μετάφραση κ.λπ. – να μην ξεχνάμε, στην περίπτωσή μου, και τη ζωγραφική).

Όσο για το ποιητικό μου έργο, πιστεύω πως είναι αυθύπαρκτο και αυτόφωτο. Το πνεύμα του πάντως συνδέεται άρρηκτα με τις λοιπές εκπορεύσεις του: η ποίησή μου δείχνει μεν ένα αυστηρό προφίλ αλλά τα άλλα μου κείμενα και εργόχειρα, είναι λίγο-πολύ παιγνιώδη. Σ’ αυτό ακριβώς οφείλω και την όποια «ισορροπία» μου. Ισορροπώ το σκοτεινό με το φωτεινό. «Και από την άλλη όψη είμαι ο ίδιος» όπως γράφει ο Ελύτης…

Στην ποίησή σου υπάρχει η έκπληξη, υπάρχουν ο αιφνιδιασμός, η ανατροπή, ο κύκλος, η ρήξη και η συνέχεια, αλλά και το παιχνίδι – με τη σημασία που του αποδίδει ο Huizinga, ίσως και ο Ηράκλειτος;

Ευελπιστώ ότι υπάρχουν όλα αυτά στην ποίησή μου. Ιδίως η έκπληξη. Μάλλον είμαι σίγουρη γι αυτό: ναι μεν όλα αυτά εγώ τα προκαλώ/υφίσταμαι, γράφοντας, αλλά δεν παύω να ξαφνιάζομαι κι η ίδια, συχνά, όταν ξαναδιαβάζω μετά ορισμένους στίχους και ανακαλύπτω πως έχω γράψει πράγματα που δεν είχα σκεφτεί. Υπονοώ περισσότερα απ’ όσα / μπορώ να φανταστώ: γράφω-,  έλεγα ήδη στο ΑΥΤΟΣ ΕΓΩ του 1978 (χωρίς να καταλαβαίνω τι ακριβώς δηλώνω). Η τέχνη γενικά είναι παιχνίδι και ο δημιουργός, παις παίζων. Ο δημιουργός είναι ταμένος να συνθέτει αδιάκοπα και να διαλύει και να ανασυνθέτει το παζλ της ύπαρξής του παίζοντας, δηλαδή προσηλωμένος κάπου χωρίς προφανή σκοπό. Ο αφανής σκοπός του όμως είναι, ίσως, να αποκαλύψει κάποια στιγμή, μια στιγμιαία εικόνα του κόσμου.

Προσοχή! Θεωρώ το παιχνίδι πολύ σοβαρή υπόθεση για όλους: ασχολούμαστε με την τέχνη, ως δημιουργοί ή ως αναγνώστες/θεατές/ακροατές, αποκλειστικά για την ψυχαγωγία μας – δηλαδή για την αγωγή της ψυχής μας, τι πιο σημαντικό;

Το παιχνίδι της ποίησης ανανεώνεται με τη συνομιλία με τον λόγο των άλλων. Έχεις επανειλημμένως δηλώσει τη σχέση σου με τον Ελύτη. Περίγραψε την επίδρασή του στην ποιητική σου. Με ποιους σύγχρονους ποιητές συνομιλείς; Παραδέχεσαι ότι υπάρχει ένα υπερρεαλιστικό στοιχείο στο έργο σου;

Ξεχωρίζω τον Ελύτη και τον αναφέρω πάντα γιατί αυτός μου πρόσφερε την μεγάλη αποκάλυψη Διηγούμαι πως κάποτε, την ώρα των Θρησκευτικών στο σχολείο, ενώ παρακολουθούσα την παράδοση βαριεστημένη, ξέσπασα ξαφνικά σε κλάματα (δεν κλαίω ποτέ), και με έβγαλαν από την τάξη νομίζοντας ότι κάτι έχω πάθει: Μου είχε έρθει, ως φλασιά, ένας στίχος: Αγγίζεις το νου μου και πονεί το Βρέφος της Άνοιξης / Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται! Και, εκείνη τη στιγμή μου είχε αποκαλυφθεί η αποστολή και η μοίρα του Ποιητή. (Μόνο εκείνη τη στιγμή, παρόλο που ήδη είχα διαβάσει ποιήματα των Σολωμού, Σικελιανού, Βάρναλη, Σεφέρη, Ρίτσου, Λειβαδίτη)  Πάντα με συντροφεύουν αρκετά «κηδεμονικά φαντάσματα» ποιητών. Οι γραμμές των συγγενών στίχων, διασταυρώνονται με τις δικές μου γραμμές και συνεχίζουν το ταξίδι – εκτός γραμμικού χρόνου. Πρόκειται για γραμμή αίματος που δεν γίνεται να χάσει τη συνέχειά της. Οι αναγνώσεις (ακόμα και οι παραναγνώσεις) που κάνω ή που έχω κάνει, είναι πάντα παρούσες, πρόθυμες για συνομιλία, έστω ερήμην μου, και δραστήριες: προχωρούν το ποίημα (το ένα, το ίδιο ποίημα, αυτό που επιλέγει εσένα, τους προγόνους και τους απογόνους σου). Φυσικά υπάρχουν υπερρεαλιστικά στοιχεία στο έργο μου. Αλλά, και η τέχνη δεν είναι το υπερρεαλιστικό στοιχείο στη ζωή μας;

Ιστορία, μύθος, ρυθμός. Ποια η θέση τους στο έργο σου και η θέση σου απέναντι τους; Μίλα μας για την ιδέα, την εικόνα, τη λέξη. Πώς έρχονται και πώς οργανώνονται;

Ο μύθος και η ιστορία είναι οι πηγές. Ο ρυθμός, είναι εσωτερική υπόθεση. Κατά τ’ άλλα, όλοι έχουμε στις αποσκευές μας ένα αποθεματικό εικόνων, ιδεών, ερεθισμάτων. Και διαθέτουμε, εκτός από ένα, μικρό ή μεγάλο, πιθανόν κάπως ταξινομημένο υλικό (από γνώσεις και εμπειρίες), και μια ποσότητα χύμα και ακατέργαστη (από μνήμες ατομικές και συλλογικές): Όλα αυτά τα στοιχεία, ομογενοποιημένα, παίρνουν κάποια στιγμή, μοιραία ή τυχαία, τη θέση τους στο οποιοδήποτε έργο θα παράξουμε.

Ειδικά για το ποίημα, δεν ξέρω ακόμα με σιγουριά το πώς «έρχεται». Με απασχολεί συχνά το θέμα – έχω γράψει και ολόκληρο βιβλίο, το Ο ΛΕΠΤΟΥΡΓΟΣ, που αναφέρεται στον δημιουργό και στο μυστήριο της δημιουργίας. Κατά το βιβλίο, ο δημιουργός, έκθαμβος, προσλαμβάνει ό,τι του δίνεται και κατεργάζεται ό,τι δύναται. Ο λεπτουργός-δημιουργός λέει: [] Αν δεν προσευχηθείς, τίποτα δεν υπάρχει / κι αν δεν μιλήσεις, όλα μένουν συμπαγή. […] Και αλλού: […] Όλα είναι τροφή. / Πηχτό σκοτάδι, γλυκό φως, γάλα της μνήμης. / Αέρας αλμυρός, κρέας απ’ το δικό σου ζώο. […] Και παρακολουθεί με κομμένη ανάσα την σταδιακή «υλοποίηση» του ποιήματος: […] Το έργο είναι ακόμα μόνο στα σημεία στίξης ορατό. / Κυρίως παύσεις και σκοτάδια. / Τ’ αληθινό του μέγεθος πέρα απ’ τη ζωή αυτή. / Σε λίγο, θα δοθεί στον λεπτουργό.

Πιστεύω πως ο ποιητής κινείται μέσα στο χάος, (που το διευρύνει και που τον διευρύνει), σ’ ένα παράξενο δυναμικό πεδίο παράξενης ισορροπίας. Και, ξαφνικά, σαν από μόνο του, το χάος οργανώνεται και συνθέτει το οποιοδήποτε «έργο».

Η ποίηση είναι γένους θηλυκού, είχες πει κάποτε, σε συζήτηση για τη γυναικεία ποίηση – που όμως δεν δεχόσουν ως κατηγορία. Τι λες σήμερα για τις γυναίκες που γράφουν; Της γενιάς σου και τις νεότερες;

Δεν το θυμάμαι αυτό Θα το είπα μάλλον επειδή όλες σχεδόν οι μεγάλες, άπιαστες (και κακοποιούμενες) ιδέες είναι γένους θηλυκού (και δεν υπαινίσσομαι μόνο την Ελευθερία, την Δημοκρατία κ.τ.τ.) Ναι, τον περασμένο αιώνα, που ήταν της μόδας το ερώτημα «Υπάρχει γυναικεία ποίηση;», είχα λάβει μέρος, έξω φρενών πάντα, σε τρεις τουλάχιστον συζητήσεις τέτοιου είδους. Σε όλες κατέληγα πως η ποίηση δεν έχει προκαταλήψεις, και  υπηρετείται εξίσου καλά, εξίσου μέτρια και εξίσου κακά, από όλα τα φύλα Σήμερα, μπορώ να κάνω νηφάλια την παρατήρηση ότι τα απευκταία χαρακτηριστικά της πάλαι ποτέ «γυναικείας ποίησης» (ευαισθησία, συναισθηματισμός, λυρισμός, ομοιοκαταληξία), συναντώνται πλέον πολύ συχνά και στους ποιητές – και χωρίς αυτό να μειώνει οπωσδήποτε την αξία του έργου τους, όπως συνέβαινε οπωσδήποτε στις ποιήτριες. Και, θαρρώ πως η παραγωγή του δεύτερου και του τρίτου φύλου είναι σήμερα πολύ πιο «αντρίκια» από την του πρώτου.

Μπορώ να δανειστώ επιθετικούς προσδιορισμούς της πάλαι ποτέ «ανδρικής ποίησης», και να χαρακτηρίσω τη σημερινή «γυναικεία» πιο ελεύθερη, πιο ντόμπρα, πιο «αναιδή», πιο έντιμη, πιο επιθετική, πιο ρωμαλέα, πιο στιβαρή. Με δυο λόγια, πιο αξιοπρόσεχτη.

Ο Χαίντερλιν λέει ότι πρέπει να κατοικούμε με ποιητικό τρόπο τη γη. Είναι δυνατόν αυτό σήμερα; Η κρίση, η ποίηση, ο ποιητής.

Είναι δυνατόν, και, μάλιστα, επιβάλλεται να το κάνουμε. Η ποίηση, από μόνη της είναι κρίση. Προιόν κρίσης, αντίδοτο κρίσης.  Η ποίηση είναι το μόνο που μας θυμίζει ακόμα το μέρος της φύσης του ανθρώπου που μετέχει του θείου. Την ονομάζω μοναδικό μας άλλοθι για την παρουσία μας στον πλανήτη. Και πιστεύω πως δεν μας συμφέρει καθόλου να το χάσουμε!

27/6/15