Πάνος Κυπαρίσσης

Πάνος Κυπαρίσσης
Πάνος Κυπαρίσσης

Πάνος Κυπαρίσσης

Συζήτηση με τον Κ.Γ. Παπαγεωργίου

 

 

 

-Πρώτη δημοσίευση;

Πρωτοδημοσιεύω ποιήματα με τη συμμετοχή μου στους «7 Ποιητές» από τις Εκδόσεις Καστανιώτη το 1975, σ’ ένα πολυσυλλεκτικό βιβλίο που στηρίχτηκε στη φιλία των συμμετασχόντων, που γνωρίζονταν μεταξύ τους ανά δύο, ανά τρεις. Βιβλίο τύχης περισσότερο και μιας εκλεκτικής, τότε, συγγένειας σε συνδυασμό με την καταστατική αδυναμία να εκδοθεί από τον καθένα εύκολα δικό του βιβλίο.

-Ένα κάποιο ξεκίνημα.

Έρχομαι από έναν δύσκολο, μετεμφυλιακό παιδικό κόσμο, γυρίζοντας από την Ουγγαρία μετά από πέντε χρόνια διαμονής μου εκεί στα εννιά μου χρόνια, με ουσιαστικές γλωσσικές, και όχι μόνο, αδυναμίες. Αξίζει να σταθώ για λίγο στο τότε, να τιμήσω τη μνήμη του πατέρα μου που του χρωστάω πολλά, αν όχι όλα. Με την επιστροφή μου νιώθω το πρώτο του χάδι εδώ, έχοντάς τον ήδη πλάσει νοερά απο διηγήσεις της μάνας μου και από μια-δυο φωτογραφίες που μας έστειλε σ’ αυτά τα χρόνια αλληλογραφώντας. Διαπιστώνοντας τις αδυναμίες μου, ο πατέρας με στέλνει μετά από κάποιο διάστημα να μάθω τα ανώμαλα ρήματα με τη φράση «Αν μάθεις, χρυσέ μου, τα ρήματα, θα μάθεις να μιλάς.» Αποστήθισα ένα σωρό από αυτά, κι αργότερα, στο Γυμνάσιο, έχωνα στα κελύφη τις σημασίες τους.
Κάπως έτσι λοιπόν, λίγο στα σοβαρά, λίγο στ’ αστεία ή και τυχαία ίσως, ξεκινά η γλωσσική μου περιπέτεια, με μαθησιακές αγωνίες αλλά και με δυσκολίες αποδοχής από τους ομηλίκους, τουλάχιστον στο πρώτο στάδιο προσαρμογής μου. Μεγαλώνοντας, πήρα σβάρνα τα σχολεία, να προσλάβω ό,τι μπορούσα να προσλάβω σε μια πορεία με αρκετό μέλι αλλά και φαρμάκι στα σκαλοπάτια της. Εδώ και τα πρώτα πλατσουρίσματα στην ακρογιαλιά των στίχων. Μοιάζουν ψυχαναλυτικά όλα αυτά αλλά έχουν αντικειμενικές αναφορές μέσα στα χρόνια. Καμιά ορίζουσα δεν είναι ικανή να λύσει τα της ζωής, ούτε να τα προϋποθέσει κι είναι δύσκολο, από θέση τουλάχιστον, να μιλάει κανείς για τον εαυτό του διότι πρέπει να διαρρήξει τον ιστό της όποιας σεμνότητας τον διακατέχει.

-Ποια είναι η έννοια της ποίησης για σένα;

Πιστεύω πως η ποίηση, πέρα από κάθε ορισμό, διότι οι ορισμοί περιορίζουν, είναι μια διαδικασία γυμνού πέλματος στο χέρσο χωράφι της ζωής, μ’ ό,τι αυτό συνεπάγεται σ’ αυτή τη δεύτερη γέννα του εαυτού σου μετά τη γέννησή σου. Συνεκτική λεκτική συγκρότηση των όσων νιώθεις, ανοιχτός πάντα στα ερεθίσματα, χωρίς οχυρώσεις. Κάπου γράφει ο Max Jacob πως «ο ποιητής πρέπει νά ’ναι διάβροχος», φράση που χαρακτηρίζει καίρια όσους ασχολούνται με τη γραφή. Τη θεωρώ πεμπτουσία της. Θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι μια βασανιστική δωρεά που υπηρετεί με ιερότητα θυσίας την ύπαρξη του άλλου σ’ αυτή την επίμονη αναζήτηση του «εγώ» στο «εμείς». Είναι μια πράξη λυρικής ευαισθησίας αλλά και τρόπος που ξορκίζει κάποτε τον υπαρξιακό σου πανικό. Θυμούμαι τη φράση της μάνας μου, που σε κάθε αδυναμία μού ’λεγε με χάρη κεντώντας με «μη φοβάσαι, καμάρι, δε γλυτώνεις.»
Γράφω για να μ’ αγαπούν. Επομένως χρωστώ και πρέπει να τιμήσω τη δωρεά που μου δόθηκε, κι αυτό δεν είναι εύκολο. Είναι μια πυρετική διαδικασία εκχωματώσεων να βρεις έναν πυρήνα διαρκείας. αλλά στην ποίηση όσο πλησιάζεις τη λέξη, που είναι άλλωστε η τεκτονική της μονάδα, τόσο η πλάνη βαθαίνει σ’ αυτόν τον κυματισμό που προσπαθείς να κατακτήσεις το εννοιολογικό του περιεχόμενο. Η ποιητική διαδικασία είναι μία από τις ορίζουσες αυτογνωσίες, μαζί με την πολιτική και τη φιλοσοφία, και προϋποθέτει ένα γυμνασμένο αισθητήριο ώστε να θεάσαι τον κόσμο με ετοιμότητα και εμβρίθεια για να καταλήξεις στο στοχασμό σου, ο οποίος ευτυχεί όσο το μελάνι συγγενεύει περισσότερο με το αίμα σου. Πονώντας τη λέξη δημιουργείς το ύφος, συνεπώς την υπέρβαση του εαυτού σου. Έχει μια αντίσταση ο λόγος στην ποίηση. Δεν είναι τόσο η γλωσσική σου ευχέρεια που τον χαρακτηρίζει, αλλά το συναισθηματικό σου βάθος και η μαγική εκπύρωση για την ανάφλεξή του που δημιουργεί μια ατμόσφαιρα που συγκινεί. Η λέξη συνεπώς πρέπει να είναι ώριμη και πυκνή, σαν κατάβαση στον Άδη, αλλά και ανάλαφρη, σαν την πνοή που γεννά ζωή καινούργια.

-Ποια είναι η θεματική σου;

Θαρρώ πως όλα έχουν ειπωθεί και δε μένει παρά ο τρόπος να μιλήσεις για τον έρωτα, το θάνατο, τις σχέσεις των ανθρώπων, να κωδικοποιήσεις λυρικά, βαθειά και λιτά με μαθηματική, θά ’λεγα, δομή το λόγο σου, ν’ απαντήσεις στο πολυώνυμο των καιρών, αγγίζοντας με αγάπη το καθετί διότι αυτή αποτελεί την ποιητική σου περιουσία. Από την άλλη όλα της σιωπής ανήκουν κι όλα σε αυτήν μεγαλώνουν, καλώντας σε να κλείνεις με άνθη το ανοιχτό στόμα του θανάτου. Να μνημειώνεις, με τη ματιά σου που μεταβάλλεται, σ’ έναν κόσμο που μεταβάλλεται, ό,τι αξιώνεται μέσα στο χρόνο σε μια διαδικασία προσέγγισης της συμπυκνωμένης ψυχής της ανθρωπότητας, ανάβοντας ένα κεράκι στην απουσία όσων εθελοντών της ομορφιάς έχουν χαθεί κι έφυγαν ίσως πικραμένοι.
Στα δικά μου ποιητικά βιβλία, από τον «Καπνοπόλεμο» το ’77, μέχρι το «Φως Ορυχείου» το 2011, στα δέκα νομίζω βιβλία, τον κυρίαρχο λόγο κρατάει το παρελθόν. Η μνήμη και η νοσταλγία του χαμένου που βυθίζεται στην ιστορία. Νιώθω να με κατοικεί ένας στιγμιογράφος που κρατάει σπαραγμένες εικόνες, τις οποίες ανασύρει κάθε τόσο και τις τοποθετεί στο σώμα του ποιήματος με συνειρμικές διαστολές και σύμβολα αναγνωρίσιμα σ’ ένα πυκνό μοντάζ που αποτελεί κατά τη γνώμη μου, τον νευραλγικότερο άξονα στη δομή του ποιήματος. Με συνέχει η καθημερινότητα που εκ των πραγμάτων περιέχει το σπέρμα της Ιστορίας και τα αποσιωπητικά της φιλοσοφίας. Η ποίηση είναι η άλλη φωνή της κοινωνίας. Δεν αλλάζει δυστυχώς τον κόσμο. Τον συγκινεί ίσως, του αναπτύσσει τη φαντασία και διευρύνει κάποτε τα όριά του. Του ανοίγει το παγωμένο κουτί πού ’χει μέσα του, τον συμπονάει.
Είμαι πλησιέστερα με αυτούς που νιώθουν τη ζωή και λιγότερο μ’ αυτούς που θέλουν να την ερμηνεύσουν. Κι όταν νιώθεις, μετέχεις. Ο ύπνος μιας φιλάνθρωπης λογικής δε μπορεί παρά να γεννήσει τέρατα. Οικονομισμό και αλλοτρίωση. Η πράξη είναι ο μόνος σεμνός, σιωπηλός και τελειωμένος λόγος. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που μπορεί να μετέχει και σε άλλες μορφές τέχνης, και κάποτε με επιτυχία. Στη ζωγραφική, στη γλυπτική, στο θέατρο, στον κινηματογράφο. Αναπτύσσεται έτσι ένας κόσμος, μια γεωγραφία που επιτρέπει αναγωγές αλλά και προαγωγικές ωσμώσεις απ’ τη μια τέχνη στην άλλη. Ενεργοποιεί ο ένας χώρος τον άλλο κι εμπνέει.

-Η ποίηση και ο κόσμος σήμερα;

Ζούμε σ’ έναν κόσμο τρόμου και φρίκης. Σ’ έναν κόσμο που μετράει με φέρετρα τον πολιτισμό του. Βιώνουμε την εποχή των μαύρων θαυμάτων, με ανεκδιήγητους θαυματοποιούς, έξω από κάθε έννοια ήθους. Με χρηματοκεντρική ματιά ο άνθρωπος χάνει τις διαστάσεις, το μέγεθός του, κι η ζωή καθίσταται αμελητέα. Είμαστε όλοι μαζί μόνοι. Δημόσια μόνοι. Διαστέλλονται οι σχέσεις και η μνήμη υποχωρεί. Πιστεύω, δίχως να αποτελεί αυτό κριτική μεγαλοστομία πως ο σημερινός άνθρωπος έχει μεταλλαχτεί. Ζει στο κέλυφος, στη λάμψη του περιτυλίγματος. Μας ξοδεύει η φλυαρία. Όλοι μιλούμε για τους άλλους, κι ελάχιστοι ή κανείς με τους άλλους. Δεν ακούει κανένας κανέναν. Σε ρωτάει κάποιος τι κάνεις κι όσο να του απαντήσεις έχει πάρει το λεωφορείο, είναι στην άλλη στάση.
Η ποίηση είναι μια γλώσσα μέσα στη γλώσσα και διαποτίζει την κοινωνική πραγματικότητα, πέρα από την επικράτεια των -ισμών. Αισθητική και γνωστική αξία που επιτρέπει στη διαστολή της το εύρος των αισθημάτων που μπορεί να εκφράσει το βαθύτερο περιεχόμενο του ανθρώπου. Τη σκοτεινότητα της ύπαρξης και το φως που τη διαπερνά. Επιμένει να γεωργεί δύσκολα χώματα, τεχνουργώτας το στίχο στη στρογγυλάδα των νοημάτων. Βαθαίνει στις επώδυνες μεταλλαγές του όντος στην ύλη του θανάτου την αμάθητη. Ωστόσο, «προς τι οι ποιητές σε τέτοιο μίζερο καιρό;» κατά Holderlin. Θεωρώ αναπάντητη την ερώτηση. Προς τι η τέχνη λοιπόν σε τέτοιον καιρό; Ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει χωρίς αυτήν. Χρειάζεται ψωμί, νερό, γιατρούς κι όσα του καλύπτουν τις βασικές του ανάγκες. Αυτές είναι οι προτεραιότητές του, και δικαίως. Τι κάνει όμως με την ομορφιά της, αν όχι με την ανάγκη της; Εδώ καλείται η ποίηση, μ’ ένα λόγο πνοής παρηγορητικό, να φέρει μια ανάσα ζωής σ’ αυτή τη λίγο πολύ θανατοδρομία. Και το κάνει, κινώντας κάποιο μεταβολισμό.
Είδα τα κόκκαλα της μάνας μου μέσα σ’ ένα βαθυγάλαζο πλαστικό καλάθι. Τα είχαν μόλις πλύνει απ’ τα χώματα μετά από την εκταφή. Ένα δοχείο που ακόμα ζει, κρατώντας κάτι που ζούσε και το πάει αγκαλιά ο χρόνος. Ένα αγιασμένο πικρό «τίποτα». Θέλησα να μαζέψω το σωρό της σπονδυλικής στήλης, να τον περάσω μ’ ένα σχοινί γύρω στο λαιμό μου. Μια παρόρμηση που μοιάζει με κινήσεις των φυλών που έχουν μια ιδιαίτερη σχέση με το θάνατο. Λογαριάζω αυτό το «τίποτα» με μια σκέψη που δεν είναι ίσως τίποτα, ωστόσο με κινεί σε μια συμπαντική στιγμή που ούτε εγώ, ούτε ο τώρα κόσμος θα κρατήσει. Ένα προς στιγμήν «υπαρκτό» που πεθαίνει να υποδεχτεί ένα άλλο «υπαρκτό» που θα πεθάνει, σχηματίζοντας ένα γαλαξία από φωτεινές χάντρες του «τίποτα». Με πολιορκεί το μάταιο, που απ’ αυτό και μ’ αυτό ζω και ρωτώ τι μένει. Ίσως αυτό το κυνήγι για το τι μένει μας ζει κι εκεί νά ’ναι το νόημα. Εκεί κι η ποίηση.
Δε νιώθουμε παρά την ηδονή και την καταστροφή. Το νερό που πίνουμε διψασμένοι, την τροφή, τον έρωτα που ποθούμε, το «μπορούμε» να γευτούμε. Το «μπορούμε» και το πόσο «μπορούμε» συνιστά αυτό που λέμε ζωή. Χίμαιρα φωτεινή που την αγκαλιάζει τέχνη μαγική και μας κάνει να ξεχνούμε. Στέκομαι στην πικρή αλλά και επιτελική φράση του πικρού μου φίλου, Αλέκου Ζούκα, λίγο πριν φύγει από το φως πως «ο κόσμος χρωστάει περισσότερα στην ποίηση απ’ όσα στην εφορία.» Παρά το ότι η κλεψύδρα μετράει με σκόνη τη ζωή στη φωτεινή τουλάχιστον όψη της, όσο ο τελευταίος κόκκος να πέσει ως τελική τελεία, η ποίηση δεν μπορεί παρά να ευαγγελίζεται το αίτημα της ενότητας του κόσμου. Να κεντά τη συνευθύνη, μαλάζοντας το θαμμένο «φιλάνθρωπον» μες στο βυθό και να το ανασύρει στην επιφάνεια. Όλα αγοράζονται σήμερα εκτός απ’ τη συμπόνια.