Νίκος Κατσαλίδας

(Όφις οικουρός, Εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα 2012)

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

 

Παρακολουθώ τον Νίκο Κατσαλίδα ανελλιπώς από Τα εραλδικά της Κίχλης, την ποιητική συλλογή που εξέδωσε το 2008. Μην έχοντας διαβάσει ως τότε κάτι δικό του ομολογώ ότι εντυπωσιάστηκα με την ελεγχόμενη και, οπωσδήποτε, μεταδόσιμη συγκίνηση, με την οποία επιχειρούσε νοσταλγικές περιπλανήσεις σε τόπους και χρόνους της γενέθλιας γης, ανασύροντας ταυτόχρονα κομμάτια ατομικής και συλλογικής μνήμης από το βορειοηπειρώτικο παρελθόν του, συνδυάζοντας, κατά τρόπο ποιητικά δραστικό, ιστορία, μύθους και θρύλους, επιδεικνύοντας μιαν αξιοσημείωτη ιστορική αίσθηση και χωρίς να χάνει την επαφή του με το παρόν. Ό,τι με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν ο αξιοθαύμαστος τρόπος με τον οποίο συνδύαζε, στο πεδίο της ποίησης, την αναμφισβήτητη περιγραφική του δεινότητα με την, θα τολμούσα να χαρακτηρίσω πηγαία, πρωτογενή, συνθετική ικανότητά του.
Τις ίδιες αρετές εντοπίζει κανείς και στα ποιήματα που συνθέτουν τον ‘Οφι οικουρό, μόνο που τώρα η εξομολογητική και ως ένα σημείο περιγραφική διάθεση του Κατσαλίδα εκδηλώνεται εμμέσως, περιορισμένη στο προαποφασισμένο σχήμα των τριών στίχων• και έτσι, περιορισμένη, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για πολλαπλές καταβυθίσεις στον κεντρικό βιωματικό-ψυχικό-υπαρξιακό πυρήνα του ποιητή. Έναν πυρήνα που συνθέτουν πάνω απ’ όλα η νοσταλγία και η αγάπη για τον γενέθλιο τόπο, η κατασταλαγμένη λύπη για όλα όσα χάθηκαν -πρόσωπα και πράγματα- και, βέβαια, η δραματική αίσθηση του μετέωρου ή, καλύτερα, του «έκθετου» ανάμεσα σε δύο πατρίδες.
Συνοψίζοντας τις εντυπώσεις που αποκόμισα διατρέχοντας τις τριακόσιες τόσες σελίδες της συλλογής, θα έλεγα ότι το κύριο χαρακτηριστικό των τρίστιχων ποιημάτων του βιβλίου είναι η νοσταλγία. Μία νοσταλγία διαχυμένη λυρικά, ξεδιπλωμένη με τον βηματισμό ενός σταθερού ή τρικλίζοντος δεκαπεντασύλλαβου. Το κάθε ποίημα στην ουσία αποτελεί μια διαφορετική πτυχή μιας σταθερά υποβόσκουσας νοσταλγικής διάθεσης, ιριδισμένης από τα συναισθήματα της στιγμής που το προκάλεσε. Δεν είναι λύπη αυτό που εκφράζεται, αλλά μία χαρμολύπη λυτρωτική, παραμυθητική και με εγκράτεια συγκινημένη. Συχνά, στα ποιήματα που τον πρώτο λόγο έχει ο θάνατος ή η αίσθηση του θανάτου, ακούει κανείς τον απόηχο του Λόρκα, όπως τουλάχιστον τον γνωρίζουμε από τις μεταφράσεις του Γκάτσου. Μιλάω για τα ποιήματα εκείνα -και δεν είναι λίγα- όπου ο θάνατος παίρνει τη μορφή στοιχείων του φυτικού ή του ζωικού κόσμου και λειτουργεί, δρα περισπαστικά, ώστε να μη γίνεται εύκολα αντιληπτή μια υφέρπουσα, ενωτική των πάντων, ερωτική διάθεση. Ας επισημανθεί, σ’ αυτό το σημείο, ο εντυπωσιακός τρόπος ακαριαίας σύνθεσης εικόνων με υλικό που του προσφέρει όχι τόσο η φύση καθεαυτή, όσο η πάντα ζωντανή της μνήμη.
Δεν είναι λίγες οι φορές που ο ποιητής, με νήμα πλεγμένο συνειρμικά, ανασύρει μνήμες προσώπων, πραγμάτων, καταστάσεων, ακόμη και αισθημάτων, από μια περίοδο της ζωής του κατά την οποία η φύση πρωτοστατούσε στη διαμόρφωση των πρώιμων και των πιο σταθερών στοιχείων του ψυχισμού του. Πρωτοστατούσε, εκτός των άλλων, και στη διαμόρφωση μιας διάθεσης έντονα λυρικής, που τώρα διαπερνά, χωρίς να θολώνει, η νοσταλγία για ό,τι οριστικά και τελεσίδικα χάθηκε. Όλα (πρόσωπα, τόποι, τοπία, ζώα, δέντρα, φυτά) συμμετέχουν κατ’ ισομοιρία στη δημιουργία ενός κόσμου πλήρους πνεύματος και ζωής, που δεν βρίσκει πλέον άλλους τρόπους να αναρριχηθεί στο φως της πραγματικότητας, παρά μόνο δια της μνήμης και της νοσταλγίας.
Σχεδόν μονίμως τον απασχολεί «ο γρίφος της πατρίδας»:

Πατρίδα δω, πατρίδα κει, πού είναι η πατρίδα μας,
παίζοντας την τυφλόμυγα με τα δεμένα μάτια μας;
Πατρίδα δω, πατρίδα κει, πού είναι η πατρίδα μας;

Δεν αισθάνεται άπατρις, αλλά συναισθηματικά μοιρασμένος ανάμεσα σε δύο πατρίδες: ανάμεσα στον γενέθλιο τόπο και σ’ αυτόν της αποκατάστασης, της άνεσης και της όποιας βεβαιότητας, όχι όμως και της θαλπωρής:

Και όλα στην εντέλεια στο καινούργιο σπίτι μας,
αλλά, όσες φορές στήνω το βλέμμα στο σκοτάδι,
πιτσιλίζει αλαργινά το πατρογονικό καντήλι μας.

Η συναισθηματική ανυδρία του παρόντος, εξάλλου, επιτείνει την εξιδανίκευση των περασμένων και τον ωθεί σε συνεχείς μνημονικές αναδρομές: σε «παλιά κελαρύσματα» και σε «κρυμμένα κεφαλάρια», σε βουβά ξωκκλήσια, σε θλιμμένα κυπαρίσσια, ενώ ακατάπαυστα νεκροί πρόγονοι και αγαπημένοι απόντες ζητούν επιτακτικά να πάρουν πάλι υπόσταση, να παίξουν για μιαν ακόμη φορά ρόλους λησμονημένους.
Μνήμες προσωπικές, συλλογικές, θρύλοι, ιστορία παλαιότερη και πρόσφατη, ονόματα και τοπωνυμίες, όλα μαζί συνθέτουν ένα παρόν που ζητάει πεισματικά να ενταχθεί και να προσδιοριστεί στους κόλπους της Ιστορίας. Όπως και ο ίδιος ο ποιητής, εξάλλου, αισθάνεται έντονη την ανάγκη να διατηρήσει ζωντανή και απρόσβλητη από τις τρέχουσες περιστάσεις την ιστορική του υπόσταση, να αισθανθεί ότι η προσωπική του μοίρα είναι συναρτημένη, συνυφασμένη με την Ιστορία, ότι δεν είναι άστεγος ιστορικά, συνεπώς ούτε κοινωνικά, ούτε υπαρξιακά. Γιατί δεν είναι δεμένος συναισθηματικά μόνο με τους προγόνους του, τους τόπους και τις συνθήκες των χρόνων της νιότης του, αλλά και με άλλους ανθρώπους που, όπως κι αυτός, μακριά από τη γενέθλια γη, ποθούν να μάθουν «τα ποθούμενα από τριζόνια της πατρίδας».
Έκανα ήδη λόγο για διάθεση πρωτίστως νοσταλγική, που ξεδιπλώνεται κυρίως με τον βηματισμό ενός σταθερού ή τρικλίζοντος δεκαπεντασύλλαβου. Συχνά ωστόσο, αυτή η διάθεση διαπερνάται από στοιχεία νεωτερικά, χωρίς να νοθεύεται η γνησιότητα των αισθημάτων που συνθέτουν τον πυρήνα της. Κάποτε βρίσκεται κανείς μπροστά σε έναν εντελώς ιδιότυπο, θα τολμούσα να πω, βουκολικό υπερρεαλιστικό λυρισμό, απόρροια μιας τόλμης εκφραστικής και μιας συνθεμένης από ετερόκλητα υλικά φαντασίας, αλλά μιας φαντασίας απορρέουσας από καίριες εκδοχές της σκληρής πραγματικότητας. Αυτής που μολονότι τον δίδαξε να αντιμετωπίζει τα ανθρώπινα με συγκατάβαση και με θυμοσοφική διάθεση, δεν μπόρεσε να του απαλύνει το παράπονο προς την πρώτη πατρίδα του, που εντέλει «επέλεξε το χιόνι από τις ψυχές των ανθρώπων που την κατοίκησαν».