Θωμάς Ιωάννου (Λευκή Ισοπαλία)

Τάσος Πορφύρης
Τάσος Πορφύρης

ΤΟΥ Θωμά Ιωάννου

ΛΕΥΚΗ ΙΣΟΠΑΛΙΑ

 

 

Στο ποδόσφαιρο ο όρος «λευκή ισοπαλία» χρησιμοποιείται για αγώνες που λήγουν ισόπαλοι και δίχως τέρματα. Αυτό το μηδέν – μηδέν συνήθως αποτελεί προϊόν ενός βαρετού και φαινομενικά ατελέσφορου για τα συλλογικά ήθη και έθιμα αγώνα, καθώς η απουσία γκολ στερεί από το κοινό ένα αποτέλεσμα αριθμητικά μετρήσιμο και προσδιοριζόμενο -αναλόγως την πλευρά με την οποία έκαστος έχει ταχθεί με θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Υπακούοντας ανάλογα και η ελληνική ποίηση σε μια «ποδοσφαιρική» λογική, μοιάζει να επιζητά, σύμφωνα με τις κάθε φορά επίκαιρες συνθήκες μια περήφανη νίκη ή μια καθολική ήττα, ώστε φορτίζοντας υπέρ του ενός ή του άλλου πόλου, να παράγεται πεδίο ικανό να ηλεκτριστεί ο έντεχνος λόγος. Αναμφίβολα, η διαχείριση ενός υλικού «επιδερμικά» ουδέτερου, όπως ενός ισόπαλου αποτελέσματος, προκαλεί σαφώς αμηχανία, ιδίως στους εθισμένους στην ευκολία της θεωρίας των άκρων. Μα πέρα από το προαιώνιο δίπολο νίκη-ήττα, υπάρχει και ο ισημερινός της ύπαρξης, όπου φως και σκοτάδι μοιράζονται το κράτος και την εξουσία της ζήσης.

Μπορούμε να θεωρήσουμε από τη μία το λευκό χαρτί ως μηδέν και από την άλλη τον βίο του ποιητή-ανθρώπου ως άλλο μηδέν. Κάθε μηδέν προκύπτει από αλλεπάλληλες προσθαφαιρέσεις και μοιάζει να φέρει μια ολόκληρη ιστορία που κρύβεται πίσω από ένα συμβολικό κενό. Κανένας άλλος αριθμός εξάλλου, δε συμπυκνώνει με τόση νοηματική πυκνότητα την ανθρώπινη περιπέτεια. Υπό το πρίσμα αυτό , η πάλη του δημιουργού με τον σκληρό καθρέφτη του λευκού χαρτιού δεν καταλήγει οριστικά, παρατείνοντας μια κατάσταση εκκρεμότητας και επισφαλούς ισορροπίας . Στην περίπτωση του Τάσου Πορφύρη, η παράταση της αγωνίας του παιχνιδιού, συνεπικουρείται από μια «ερασιτεχνική» αντίληψη του, μακριά από νοσηρούς επαγγελματισμούς που μπορούν να το εκτρέπουν προς έναν άνευ όρων πόλεμο. Εδώ έχουμε να κάνουμε με τη συνεχή παράβαση των δοσμένων κανόνων και τη σπατάλη των αποκαλούμενων «χρυσών ευκαιριών». Γι’ αυτό και η γραφή του στο τέλος μοιάζει να αφήνει το χαρτί λευκό με μια αθωότητα σχεδόν παιδική που τροφοδοτεί έναν ανυποχώρητο ουμανισμό καθώς ομολογεί την ενοχή του «Γιατί ήμουν ένας άσπρος τοίχος/και δέχτηκα όλα τα συνθήματα/και στον ιστό μου κυμάτισαν όλες οι παντιέρες»1

 Όμως, όσο αθώα και να δείχνει η αγωνιστική συμπεριφορά του, εν τέλει αποδεικνύεται ότι ξέρει να παίζει άμυνα απέναντι στην καταιγιστική υπεροχή του βίου έναντι της γραφής. Δεν ηττάται, παρά το ότι παίζει για τη φανέλα και μια ιδέα υψηλή και επιμένει να κρατά τον «επιθετικό βίο» μακριά από τα δίχτυα του. Με καθαρό μυαλό και φρόνημα, παρατάσσει τους στίχους του με άκρα οικονομία χώρου και φράσσει το δρόμο προς την άλωση της εστίας του. Και εδώ εστία, μπορούμε διασταλτικά να θεωρήσουμε και την πατρογονική εστία καθώς και την γενέτειρά του, που τόσο αξονική θέση κατέχουν στο έργο του. Η συνεχής επιστροφή στο γενέθλιο τόπο γίνεται μέσω της εθνικής οδού του φευγιού και της απερήμωσης της υπαίθρου. Κι αυτή η εθνική οδός, ακόμα και αν ασφαλτοστρώθηκε, παραμένει διάσπαρτη με λακκούβες, είτε από φθορά είτε από κακοτεχνία του μάστορα, και διαρκώς καραδοκεί ο κίνδυνος. « Το μονοπάτι έγινε εθνική οδός/Χιλιάδες αυτοκίνητα χλευάζουν τη μνήμη μας…Εδώ χωρίσαμε /Στο 21o χιλιόμετρο στα εικοσιένα μας χρόνια/Ίχνη από πέλματα κι ύστερα βροχή φυτεύοντας ανεμώνες/Παλιά χινοπωριάτικη βροχή απ’ την πατρίδα»2. Η Εγνατία οδός που υποτίθεται ενώνει τις βόρειες περιοχές της Ελλάδας και αίρει την επί αιώνες απομόνωση της Ηπείρου συμβολίζει το οριστικό τέλος της πατρίδας για τον ποιητή «κι η Εγνατία η μεγάλη πισσωμένη/Ταφόπλακα στο κορμί της Πατρίδας καταργώντας ταπεινές/Διαδρομές…»3

Κάθε επιστροφή είναι κι ένας μικρός θάνατος, καθώς κάθε φορά διαπιστώνεται ο ξεριζωμός από το μητρώο χώμα και κάθε αντάμωμα αποτελεί αφορμή για ένα ακόμη μνημόσυνο. Αυτή η διαρκής επιστροφή στον κοινό παρανομαστή των ανθρώπων , το χώμα, προσδίδει μια ιδιότυπη χοικότητα στη γραφή του Πορφύρη (για την χοικότητα του έχει μιλήσει ο κριτικός Γιώργος Αράγης). Εν αντιθέσει με νέα «μείγματα» που συχνά ευαγγελίζονται μια πιο προχωρημένη ποιητική «αρχιτεκτονική», χωρίς όμως την αντίστοιχη πρόνοια για τις συνθήκες ασφαλείας, η ευστάθεια του ποιητικού οικοδομήματος του Πορφύρη διασφαλίζεται γιατί όσο και αν γέρνει προς την παράδοση, άλλο τόσο έλκεται από το νεωτερικό, χάρη σε μια σοφή αναλογία υλικών. Ο Πορφύρης δεν περνάει ποτέ του σ’ έναν κόσμο γενικών ιδεών για να εγκαταλείψει το προσωπικό του, άμεσα εμπειρικό σύμπαν4 και με βαθιά χωνεμένη εμπειρική γνώση στερεώνει το ενδιαίτημα της ποίησής του.

Η ποίηση του Τ.Π. φέρει κατάσαρκα την αγωνία της εποχής και την ασφυξία της μοίρας όπως παραστατικά δηλώνεται από το πρώτο κιόλας ποίημα «αγωνία μου συγκεντρωμένη στην έξοδο της κάννης/του ντουφεκιού της νύχτας»5. Θαρρεί κανείς πως φυλάει σκοπιά μια νύχτα αξημέρωτη με το όπλο του να είναι προστασία μαζί και πειρασμός , εμπροσθογεμές σε ρόλο αμφίστομης μάχαιρας. Δεν ξέρουμε αν το ντουφέκι το κρατά η νύχτα ή ο ίδιος ο αφηγητής, αλλά εν τέλει τι σημασία έχει; Ο θάνατος παραφυλάει πίσω από καθετί «…το θάνατο/να ζητά συγγνώμη ανάμεσα απ’ τα οστά των ακτινογραφιών/με το ύφος ενός που τον περίμεναν κι άργησε/και παίζει με αμηχανία το καπέλλο στα δάχτυλα/μη βρίσκοντας δικαιολογία»6.

Οι αναφορές στο «χτικιό» και στους «ντουφεκισμένους» όπως λέγανε παλαιότερα τους φυματικούς, ενδεχομένως και να φαίνονται παρωχημένες, αφού ανακαλούν παλιές αρρώστιες, που φαινομενικά έχουν εξαλειφθεί. Με σκωπτική και αυτοσαρκαστική διάθεση ο ποιητής γράφει «Η έννοια μου δεν είναι που ξενοκοιμάσαι αλλά μην/Τυχόν και μου κρυολογήσεις γιατί οι στίχοι των/Περισσότερων ποιητών μπάζουν μη μου αρρωστήσεις/Και δεν αντέχω τα νοσοκομεία τις μυρωδιές τους/Και το βήχα από φυματικές ομοιοκαταληξίες.»7. Ωστόσο οι «ξεχασμένες» ασθένειες επανακάμπτουν στις μέρες μας, καμιά φορά με επιδημικές διαστάσεις. Άρα, ας μη βιαστούμε να θεωρήσουμε κάποιον ποιητή εκτός «κλίματος εποχής». Θα χρειαστούμε τις ακτινογραφίες του ψυχικού του τοπίου ή και την κλινική του εμπειρία για να βρούμε τεκμήρια της νόσου, τα «σπήλαια» και τα λοιπά στίγματα του βάκιλλου του Koch. Καταφεύγουμε έτσι και πάλι στα δοκιμασμένα «φάρμακα» και σε όσους έχουν την γνώση και τα εφόδια να μιλήσουν για το κακό με έναν «ανοσοεπαρκή» λόγο.

 

Μιλώντας για έναν ποιητή, πάντοτε προσπαθείς να «ανοίξεις το πλάνο» και να δεις τη μεγάλη εικόνα της ποίησης. Επισημαίνοντας εν προκειμένω έναν λιγότερο γνωστό ποιητή, δεν προσπαθείς απλώς να αποδοθεί ενός είδους «ποιητική δικαιοσύνη», αλλά υπογραμμίζεις και τη φυσική αναγκαιότητα διατήρησης μιας λογοτεχνικής «βιοποικιλότητας». Έτσι, δεν είναι πάντα δόκιμο να μοιράζουμε πρωτεία σε ποιητές, υπακούοντας όχι σε μια λογική δημοσίων σχέσεων -μη θέλοντας να δυσαρεστηθούν κάποιοι- αλλά διότι προέχει να υπερβούμε κάθε αντίληψη ποιητικής «μονοκαλλιέργειας». Αφήνοντας χώρο να αναπτυχθούν και εναλλακτικές ποιητικές «καλλιέργειες», κατορθώνεται μια διεύρυνση των αναγνωστικών μας πεδίων και σφυρηλατείται μια σταθερή βλεμματική επαφή με κείμενα ή συγγραφείς που για χρόνια ήταν στο «τυφλό» σημείο του υφιστάμενου λογοτεχνικού κανόνα. Έτσι πραγματώνεται η συνάντηση και η στιγμιαία άμβλυνση των δυνάμεων άπωσης. Στην εποχή της λατρείας της ταχύτητας, με τις υπερταχείες οδούς διέλευσης, οι ταξιδιώτες της ποίησης συχνά παρακάμπτουν τις λεγόμενες «επαρχιακές» οδούς με μια μόνιμη βιάση, έχοντας το βλέμμα στραμμένο αλλού.

Όμως, αλίμονο αν λησμονούσαμε κάποιες αρτηρίες στο σώμα, καθώς τότε θα μας ξεχνούσανε κι αυτές. Η ποιητική σκυτάλη και μνήμη για να κυκλοφορούν (όπως και το αίμα), απαιτούν γνώση και χρήση κάθε οδού ώστε να μην ισχαιμεί καμιά περιοχή του οργανισμού. Κατά τρόπο ανάλογο, αν και συχνά στεκόμαστε σε δυο-τρία ονόματα, «βασικά» αγγεία του ποιητικού σώματος, η εγκατάλειψη σημαντικών οδών ή η μη ανάπτυξη παράπλευρης κυκλοφορίας, απειλεί με «γάγγραινα» το σώμα του λόγου και αναπόφευκτο ακρωτηριασμό. Είναι αναγκαίο να ψηλαφήσουμε το «σφυγμικό κύμα» του λόγου του Τάσου Πορφύρη και να συντονιστούμε στο ζωηρό παλμό της γραφής του. Θα νιώσουμε την παλλόμενη έκφραση, αλλά και το ενδογενές κράτημα του στίχου, ώστε ο ρυθμός δε μεταπίπτει σε βραδυσφυγμία ή ταχυσφυγμία, αλλά κυμαίνεται πάντα στα όρια του ανεκτού από τον ανθρώπινο οργανισμό. Μονάχα η τέχνη που σέβεται τις αντοχές του ανθρώπου προσεγγίζει το θείο και το ιερό, καθώς χτίζεται με βάση το ανθρώπινο μέτρο.

Η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Τ.Π. με τίτλο Νεμέρτσκα αποτελεί ένα «σώμα κινδύνου», καθώς η μαρτυρία του αποτελεί είδος υπό εξαφάνιση από το πνευματικό μας οικοσύστημα. Ένα σήμα κινδύνου για την ίδια την πατρίδα που χάνεται κι αυτή στα ανοιχτά της μνήμης. Χρόνια ολόκληρα τα βιβλία του ήταν εξαντλημένα και πεισματικά απόφευγε να τα συγκεντρώσει σε ένα τόμο, θαρρείς και ήθελε να ξεχαστεί, να γραφτεί ο λόγος του στο χιόνι της Νεμέρτσκας και να σβηστεί με τον καιρό. Αλλά αντίθετα ακόμα και από τη θέληση του Τ.Π., η γραφή του εγκατέλειψε ίχνη στο χιόνι -στο διαρκές «φρέσκο χιόνι» του ποιητικού όρους- και καταγράφηκε εναργώς το στίγμα του ώστε να μπορεί ο φιλέρευνος αναγνώστης να τον ανακαλύψει στη μονιά του. Όμως, η περιοχή είναι ναρκοθετημένη και δεν είναι ακίνδυνη η περιδιάβαση στα τοπία του Τ.Π. «Όλα τα πρόσωπα και τα τοπία του Βιβλίου εί»ναι/Πραγματικά μπορώ να σας οδηγήσω με κλειστά μάτια/Στο ποτάμι με τις πέστροφες και στη βελανιδιά με/Τον κρεμασμένο καπετάνιο οι βαθειές ρυτίδες παραπέμπουν/στα βαθύσκιωτα φαράγγια του Νόστου.»8

Τα τοπία της ποίησης του Πορφύρη δεν τον αφήνουν παρά να είναι διάβροχος κάθε συγκίνησης, καθώς η βροχή που έπεσε πρώιμα στα ποιήματά του δε λέει να κοπάσει και μια διάχυτη υγρασία έχει διαποτίσει το κειμενικό σώμα, ώστε στο τέλος τα χαρτιά του ποιητή να παραμένουν λευκά, και βρεγμένα ως το κόκαλο. «Αποκαμωμένη βροχή από θητείες/Σε φυματικά φθινοπωρινά τοπία/Ξυπόλητη βροχή αποκλεισμένη σε/Στρατιωτικά νεκροταφεία»9.Η περιοχή της Ηπείρου εκατέρωθεν των συνόρων είναι διάσπαρτη από στρατιωτικά νεκροταφεία που συμβολίζουν μια γρήγορη τακτοποίηση των νεκρών και των πεσόντων σε μια προσπάθεια να φύγουμε εμπρός. Η συνεχής βροχή γίνεται και μέτρο εκτίμησης του χρόνου. «Γιατί μετρώ τα χρόνια μου και μένει/ένας βροχερός Οκτώβρης»10. Δε φαίνεται λοιπόν καθόλου παράδοξο που ο Πορφύρης έχει επιμεληθεί μια ανθολογία της βροχής11 και δε θα ήταν άτοπο να φανταστούμε πως και η ίδια η ποίηση ενέχει για τον Τ.Π. χαρακτήρα φυσικού φαινομένου.

Δεν αντιμετωπίζει ο Πορφύρης ως τοπιογραφία ή ως φολκλόρ την γενέθλια γη, σε αντίθεση με ποιητές που περιέφεραν το τουριστικό ποιητικό τους όραμα, αντιμετωπίζοντας με τη δέουσα απόσταση ασφαλείας του περαστικού θεατή την φύση και την λαϊκή κουλτούρα. Ο ποιητής δεν εξωραΐζει με τα μάτια του σήμερα το χθες στην ύπαιθρο, αλλά μιλά με όρους διαρκούς παρόντος και κάνοντας αναφορές και στα σκοτεινά σημεία της πατρίδας, όπως στην φτώχεια, τον εμφύλιο και τις λοιπές κατάρες του τόπου. Σε εποχές γιγάντωσης του άστεως και καλλιέργειας ενός ψευδοκοσμοπολιτισμού, ορισμένοι ενδεχομένως θα προβάλλουν ενστάσεις για τη δραστικότητα του ιδιώματος του Πορφύρη, χρεώνοντάς του μια στείρα παρελθοντολογία ή ένα «τοπικό» βεληνεκές. Όμως, ο Πορφύρης αντί να απαρνηθεί το παρελθόν του και να αποποιηθεί την κληρονομιά του τόπου του, φέρει υπερηφάνως το φορτίο της ορεινής πατρίδας, μην διστάζοντας συχνά να εκφράσει την αδυναμία του να ενσωματωθεί στο αστικό περιβάλλον.

Σε όσους θα σπεύσουν να υποστηρίξουν πως τίποτα το δημιουργικό δεν προκύπτει από μια τέτοια αρνητική στάση απέναντι στα πράγματα, θα αντιτείναμε ότι αλίμονο αν ο ποιητής βολεύεται σε ένα δοσμένο περιβάλλον. Διαχρονικά, η αίσθηση του αχώρητου συνοδεύει τον ταγμένο ποιητή, καθώς δεν γίνεται να υπάρξει γνήσιο ποιητικό μέταλλο δίχως μια ρήξη ή διάσταση με τον περίγυρο. «Πώς να χωρέσουν/Το δάσος στον ακάλυπτο ο βοιδομάτης στην πισίνα/Η σαρκοβόρα Άνοιξη στο γιασεμί της γλάστρας»12 Άνθρωποι που βλέπουν με τρόπο εποικοδομητικό τα πράγματα, δεν μπορούν παρά να δώσουν μια γραφή συμβιβασμένη με την χρυσή μετριότητα της επιβίωσης. Όμως, εκείνο που κυτταρικά σχεδόν συγκροτεί τον λόγο είναι η υπέρβαση του φθαρτού και η επαναμάγευση του κόσμου. Κάθε αντίδραση ενός οργανισμού που για χρόνια ήταν σε πνευματική «καταστολή» και σε «τεχνητό» κώμα για να κρατηθεί στη ζωή σε ένα ναρκωμένο περιβάλλον μόνο υγιής μπορεί να θεωρηθεί. Αντίθετα, η γραφή προκαλεί σειρά επώδυνων ερεθισμάτων που δύνανται να αφυπνίσουν « Έχω μια θάλασσα μέσα μου/άλλοτε ήσυχη κι άλλοτε/να εισβάλλει στα όνειρα των στεριανων13. Κάθε άλλο παρά καθησυχαστικός, είναι ένας λόγος που εμμένει στο νόστο και στη μνήμη. Όπως έλεγε ο W.Z.SEBALD : «Η μνήμη είναι η ηθική ραχοκοκαλιά της λογοτεχνίας» και η ποίηση του Πορφύρη διαθέτει ισχυρό σκελετό. Συντάσσοντας το ΠΑΜΒΩΤΙΔΟΣ ΝΕΟ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟ14, ο ποιητής αντιπαλεύει τη μοιραία λήθη με αναφορές σε πρόσωπα που η δράση τους υπερέβη κατά πολύ το πεπερασμένο του ανθρώπου και ιχνογραφεί το δικό του ιστορικό κανόνα για την ευρύτερη περιοχή των Ιωαννίνων παρεκκλίνοντας από την επίσημη ιστορική γραμμή.

Η φαινομενικά παραδοσιακότροπη, τεχνικά και θεματικά ποίηση του Τ.Π., ήταν από την αρχή της «προχωρημένη», καθώς ξαφνιάζει η μαεστρία με την οποία ο ποιητής αλλάζει τον ρυθμό και σπάει τα συμβατικά μέτρα της μουσικής. Όπως και ο ίδιος ο Τ.Π. αναφέρει «Αναφερόμενος στην ποίησή μου θα μιλούσα για έναν ασθματικό -πολλές φορές- βηματισμό του στίχου της, με μιαν δευτερολεπτική αναστολή της εκφοράς του και η από του τέλους του προηγούμενου στον επόμενο στίχο, νοηματική του συνέχεια. ..Προσπάθεια να νομιμοποιηθεί ένας άλλος τρόπος ανάγνωσης…15. Η ιδιότυπη ρυθμικά οδός που ακολουθεί ο ποιητής, καθιστά επίμονα μοντέρνα την γραφή του σε εποχές που η άνευρη πεζοπορία σε θεωρητικά μονοπάτια έχει ταυτιστεί με ποιητική σύνθεση υψηλού καλλιτεχνικού οράματος.

Η απόπειρα του ποιητή να μιλήσει σε μια γλώσσα προσωπική εν τέλει αποδίδει καρπούς, καθώς κατορθώνει να μετατραπεί ο λόγος του σε οιονεί Ευαγγέλιο που οι περικοπές του κάλλιστα μπορούν να αναγνωστούν και να νοηθούν ως προσευχή ή παραμύθι για μικρούς και μεγάλους. Δικαιώνεται αισθητικά η γραφή του, καθώς κατορθώνει να καταστήσει, μέσω άρτιων τρόπων έκφρασης, τους εσώτερους λόγους που τον ωθούν στη γραφή υπόθεση και του άλλου. Επιτυγχάνει έτσι να συναντηθεί στο μέσο της απόστασης που τον χωρίζει από τον απέναντι, κι όλο αυτό συμβαίνει αβίαστα, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα που έρχεται από μακριά. «Γράφω γιατί το πέτρινο σπίτι είναι μακριά/Το μισό στο χιόνι και τ’ άλλο μισό στο μπάσσο κλαρίνο/Η αγάπη μου έρχεται ανάμεσα σε δυο εφιάλτες/Ταχτοποιεί τα σεντόνια και γυρίζει στον ύπνο της/Χέρια και χείλια υποσχέσεις μιας άλλης ζωής/Αργό ατέλειωτο κλάμα ρετσίνι πεύκου…Γιατί τα παιδιά μου ξέρουν την Νεμέρτσκα από φωτογραφίες/Γιατί το δάσος ουρλιάζει –ζητώντας τα’ αγρίμια του-/Την ώρα του δείπνου στην δρύινη τραπεζαρία.»16

Η φύση μοιάζει αλυσοδεμένη και ο ποιητής αδυνατεί να απολαύσει απλές καθημερινές χαρές (όπως ένα δείπνο πχ) χωρίς αυτή την διαρκή ενοχή για την μεταποίηση του φυσικού περιβάλλοντος σε εργαλείο καλοπέρασης και υλικής ευημερίας, καθώς η δρυς, η μαντική και η δωδωναία Φηγός, προφητεύει σε μια ποιητική αλληγορία το τέλος της ανθρωπότητας υπό το βάρος της καταστροφής της φύσης.

Η στενή σχέση του ποιητή με τη γενέθλια γη δε θα μπορούσε παρά να αποτελεί και μια σχέση κατ’ αναλογία με τη μητέρα του. Στο ποίημα με τίτλο ΜΑΝΑ, κατορθώνεται μια ποιητική σύζευξη αυτών των αρχετυπικών μορφών με άκρα οικονομία λόγου και ακρίβεια, προσδίδοντας στο εν λόγω ποίημα χαρακτήρα ταφικού επιγράμματος. Εξάλλου, ίσως ποτέ καμιά λέξη δε ζυγίζει βαρύτερα παρά όταν βρίσκεται πάνω από ένα μνήμα. «Έφυγες κι έγειρε/Επικίνδυνα το σπίτι//Να ‘ταν κοντά σου η Ήπειρος/Να σε κλάψει//Και η Νεμέρτσκα να σου/Κλείσει τα μάτια//Ας είναι ελαφρύ το ποίημα/Που σε σκεπάζει»17. Εδώ επίσης αποδεικνύεται περίτρανα η χωμάτινη υπόσταση του λόγου του που ως άλλο χώμα ελαφρύ θα σκεπάσει τη μάνα. Λένε πως δεν υπάρχει καλύτερο μαξιλάρι να κοιμηθεί κανείς από μια καθαρή συνείδηση, πόσο μάλλον από ένα προσκέφαλο από λέξεις που έχουν την μυρωδιά ενός χώματος ποτισμένου με την υγρασία του ονείρου και της βροχής το μεταφυσικό ρίγος.

Η συνεχής προσφυγή στην πατρίδα εν τέλει αποτελεί ένα είδος κάθαρσης για τον ποιητή αλλά και μια επανεκκίνηση. Μοιάζει να μηδενίζει το «κοντέρ» και να ξαναρχίζει. Έτσι, παρά τη σωρεία απογοητεύσεων και ηττών, ο ποιητής ισοφαρίζει τις απώλειες καθιστώντας γεγονός τη λευκή ισοπαλία βίου και γραφής, μνήμης και παρόντος, φθοράς και αναγέννησης. Αναντίρρητα, η συνδρομή του έρωτα, παρά τα βάσανα που κι αυτός επισύρει, αποβαίνει καθοριστική για την ανάδειξη όλου του χρωματικού φάσματος και πλούτου που εμπεριέχει το λευκό. «Αν αγαπώ αυτή την πολιτεία είναι γιατί κάποτε/περπάτησες στους δρόμους της/αν υπάρχουν ακόμα τα χέρια μου είναι γιατί τα δάχτυλά τους/πέρασαν τις διακοπές τους στα μαλλιά σου»18

Η μόνη περιουσία του ανθρώπου, είναι η μνήμη («κινητή περιουσία») και τη φέρει όπως η χελώνα το καβούκι της. Μπορεί το καύκαλο να επιβραδύνει το βήμα, αλλά προστατεύει και στεγάζει το σώμα μας. Ο ποιητής το ξέρει αυτό και κουβαλά το σπίτι που άφησε στο χωριό στην πλάτη του, θέλοντας και μη «έτσι μου ‘μεινε τούτο το Εγκατελειμμένο σπίτι/ζημιά και κέρδος/να σε θυμάται και να παραμιλάει: Κοιμήσου κι έρχεται η βροχή στα δάχτυλα πατώντας/ν’ αποκλειστεί στον κήπος μας για να σε νανουρίσει».19 Η υψηλή προστασία που του προσφέρει αυτή η προσωπική κιβωτός εξισορροπεί κάθε δύναμη κλονισμού και επιφέρει το ισόπαλο λευκό αποτέλεσμα. Ο Πορφύρης , ατενίζοντας καταπρόσωπο τον γκρεμό, αλλά πατώντας συνάμα γερά στο χώμα που το δόθηκε, χάρη στη μαστοριά του μας χαρίζει πετρόκτιστα ποιήματα που συνδυάζουν υψηλή αισθητική και στέρεο δέσιμο, καθώς ως Ηπειρώτης γνωρίζει καλά πώς δουλεύεται η πέτρα και πώς συμφιλιώνεται ο άνθρωπος με τη γη και τον ουρανό.

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.Τάσος Πορφύρης, ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ, από τη συλλογή ΝΕΜΕΡΤΣΚΑ (1961), τώρα στη συγκεντρωτική έκδοση με τίτλο ΝΕΜΕΡΤΣΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ [1961-2011], ΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ , Αθήνα 2013, σελ. 20

  1. Τ.Π., ΓΡΑΜΜΑ, από τη συλλογή FLASH BACK (1971),τώρα στη συγκεντρωτική έκδοση ΝΕΜΕΡΤΣΚΑ, ό.π., σελ. 55

3 T. Π., ΓΙΑΝΝΕΝΑ, από τη συλλογή ΧΡΟΝΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ(2011), τώρα στη συγκεντρωτική έκδοση ΝΕΜΕΡΤΣΚΑ, ό.π., σελ.282

  1. Αλέξης Ζήρας, Παρουσίαση του Τάσου Πορφύρη, από τον τόμο Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ (ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ-ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ) Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΓΕΝΙΑ, εκδόσεις ΣΟΚΟΛΗ, σελ. 270
  2. Τ.Π., ΚΑΙ ΣΥ ΠΟΙΗΣΗ, από τη συλλογή ΝΕΜΕΡΤΣΚΑ , ό.π., σελ.11.
  3. Τ.Π., ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΙΑΔΑΚΗΣ, από τη συλλογή ΝΕΜΕΡΤΣΚΑ, ό.π. , σελ. 27
  4. Τ.Π., ΠΑΛΙΑ ΠΟΙΗΣΗ, από τα συλλογή ΣΩΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ(2004), τώρα στη συγκεντρωτική έκδοση ΝΕΜΕΡΤΣΚΑ, ό.π., σελ. 174
  5. Τ.Π., ΟΙ ΕΠΙΖΗΣΑΝΤΕΣ, από τη συλλογή ΤΑ ΛΑΒΩΜΕΝΑ (1996), τώρα στη συγκεντρωτική έκδοση ΝΕΜΕΡΤΣΚΑ, ό.π., σελ. 125
  6. Τ.Π. , ΒΡΟΧΗ, από τη συλλογή ΣΩΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ , ό.π., σελ. 223
  7. Τ.Π., ΔΑΣΟΣ, από τη συλλογή FLASH BACK, ό.π., σελ. 56
  8. ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ, ΤΑΣΟΣ ΠΟΡΦΥΡΗΣ, εκδόσεις ΤΡΟΠΙΚΟΣ, 2003

12 Τ.Π.. ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ, από τη συλλογή ΕΡΗΜΑ (2008), τώρα στη συγκεντρωτική έκδοση ΝΕΜΕΡΤΣΚΑ , ό.π., σελ. 259

  1. Τ.Π., ΤΡΟΠΟΣ , από τη συλλογή ΝΕΜΕΡΤΣΚΑ , ό.π., σελ. 13
  2. Τ.Π., ΠΑΜΒΩΤΙΔΟΣ ΝΕΟ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟ, από τη συλλογή ΕΡΗΜΑ, ό.π., σελ. 255-256
  3. Τ.Π., ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ, περιοδικό ΠΑΡΟΔΟΣ περίοδος δεύτερη τεύχος 21ο , Αφιέρωμα στον Τ.Π. , σελ 2541
  4. Τ.Π., ΓΡΑΦΩ ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ…, από τη συλλογή Η ΠΕΜΠΤΗ ΕΞΟΔΟΣ (1980) , τώρα στη συγκεντρωτική έκδοση ΝΕΜΕΡΤΣΚΑ, ό.π., σελ.89
  5. Τ.Π., ΜΑΝΑ, από τη συλλογή ΣΩΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ , ό.π., σελ.224
  6. Τ.Π. ,J.R. , από τη συλλογή ΤΟ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΜΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ (1968), τώρα στη συγκεντρωτική έκδοση ΝΕΜΕΡΤΣΚΑ, ό.π., σελ. 40
  7. Τ.Π., ΑΦΟΡΜΗ, από τη συλλογή ΤΟ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΜΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ , ό.π., σελ.35

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Θωμάς Ιωάννου (Λευκή Ισοπαλία)

  1. Παράθεμα: ΝΕΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ |