Γιώργος Λίλλης

(Γιώργος Λίλλης, Μικρή διαθήκη, Εκδόσεις Περισπωμένη, Αθήνα, 2013)

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου­

Με τα ποιήματα της Μικρής Διαθήκης του ο Γιώργος Λίλλης μοιάζει να διεκδικεί με φιλοσοφίζουσα νηφαλιότητα μιαν έξοδο από τον χώρο της τρέχουσας καθημερινότητας, οι συνθήκες και οι μηχανισμοί της οποίας αποσκοπούν στην υπονόμευση του αυθορμητισμού, στην κατάργηση της πολυφωνίας και στον αποκλεισμό κάθε ενδεχόμενου μιας αιφνίδιας ανατροπής. Πολίτης του κόσμου αλλά όχι κοσμοπολίτης, ευαίσθητος δέκτης του ήχου και του απόηχου των συμβάντων και των καταστάσεων της εποχής του, ακατάπαυστα ταξιδεύοντας -σωματικά και ψυχικά- ανάμεσα σε δύο πατρίδες (Ελλάδα – Γερμανία), με πάντα ζωντανές μνήμες της φύσης να τον περιβάλλουν προστατευτικά και ταυτόχρονα να διεμβολίζουν την ιστορική του αίσθηση, προτιμά την παραδοχή και την ταύτιση με τις αβεβαιότητές του από την υποταγή στους ισχύοντες κανόνες της όποιας ισχύος.

Με ζωηρή την αίσθηση ότι βιώνει την ιστορία του τέλους της ιστορίας και του στηριγμένου στα σαθρά θεμέλια ενός τερατωδώς αναπτυγμένου πολιτισμού, επικαλείται τη δύναμη της αγάπης, τη μόνη ζωοποιό δύναμη, το αόρατο αλλά πανταχού παρόν νήμα της οποίας μπορεί να τον οδηγήσει στις πιο σκοτεινές και απόκρημνες χαράδρες της ύπαρξης, εκεί που ο χρόνος μοιάζει υπέρογκα διεσταλμένος, με διασαλευμένα τα όρια των τριών διαστάσεων του, ώστε να επιτρέπονται στους κόλπους του παράδοξες ταυτίσεις και ονειρικές μεταποιήσεις πτυχών της πραγματικότητας. Ο ποιητής εν προκειμένω παραμένει εκστατικός στο ακίνητο σημείο του χρόνου που ακατάπαυστα γυρίζει, παρατηρώντας και καταγράφοντας συμβάντα και καταστάσεις που διαισθάνεται ότι συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας ατμόσφαιρας πρόσφορης για εκτιμήσεις-απολογισμούς ζωής και, κυρίως, για επώδυνες πλην παράφορα επιθυμητές κατακτήσεις ανώτερων στρωμάτων αυτογνωσίας.

Κάπως έτσι συνειδητοποιεί ότι η ποίηση δεν μπορεί να τον απαλλάξει από το βάρος του θνητού σαρκίου του, ούτε να τον απελευθερώσει από την υποχρέωση να συμμετέχει στις τελετουργικά επαναλαμβανόμενες πράξεις της εγκόσμιας καθημερινότητας, του προσφέρει ωστόσο την πολυτέλεια να τρέφει την ψευδαίσθηση των χάρτινων φτερών και να ίπταται έτσι στο πεδίο της γραφής. Του επιτρέπει επίσης να ερωτοτροπεί, κάποτε ασύστολα και ποιητικά παραγωγικά, με την ιδέα του κενού που αισθάνεται να ανοίγεται στις υπώρειες των τοπίων της σκέψης, την ίδια στιγμή που, αναπτύσσοντας μιαν ιδιαίτερη και ανταποκρινόμενη στην ιδιοσυγκρασιακή του ιδιαιτερότητα μνημοτεχνική, προσπαθεί και ανακτά εδάφη της παιδικής του ηλικίας, κόντρα στη φυγόκεντρη δύναμη του χρόνου, με απώτερο στόχο τη δημιουργία εικόνων ρέμβης· διαλειμμάτων να πω καλύτερα ανάμεσα σε επώδυνες, κάποτε δυσβάσταχτες καταστάσεις αυτογνωσίας και επαναπροσδιορισμού των σχέσεών του με τον εαυτό του και με τους άλλους.

Η διασάλευση των ορίων των αντικειμενικών διαστάσεων του χρόνου, εξάλλου, δημιουργεί τις προϋποθέσεις εξοικείωσής του με ό,τι πέρασε («ό,τι πέρασε πέρασε σωστά»), με τα ερείπια του παρελθόντος· του δημιουργεί την εκμαυλιστική αίσθηση ότι μπορεί να εισχωρεί στους δαιδαλώδεις διαδρόμους των περασμένων, αναζητώντας υλικό για την αναστήλωση του απολεσθέντος παραδείσου του, μήπως και αμβλύνει την αγωνία του μπροστά στο πρόβλημα του ορισμού ή της σύζευξης της αρχής και του τέλους που συνέχουν τα πάντα. Στην προσπάθειά εντέλει να προσδιορίσει τη θέση του στον χρόνο και στον χώρο -αν και ο χρόνος υπερέχει συντριπτικά του χώρου, επικαλύπτοντάς τον ακόμα και στα ποιήματα που είναι γραμμένα με τη μορφή ημερολογιακών ταξιδιωτικών εσωτερικών ανταποκρίσεων- και προς επίρρωση της άποψης ότι ο Λίλλης είναι πρωτίστως ένας ποιητής της υπαρξιακής αγωνίας, σημαίνοντα ρόλο διαδραματίζει ο καθρέφτης· η ψυχρή και αμέτοχη -σε ό,τι απεικονίζει- επιφάνεια του οποίου στέκεται αδιαπέραστο εμπόδιο ένωσης ανάμεσα στον εικονιζόμενο και στο είδωλό του· ανάμεσα στις σκέψεις και στα συναισθήματα και στα αίτια που προκάλεσαν τις μεν και τα δε. Κυρίως όμως επιτρέπει στον ποιητή να κρατήσει τις απαιτούμενες αποστάσεις ασφαλείας και από τους δύο (εικονιζόμενο και είδωλο), διογκώνοντας έτσι την αίσθηση του αδιεξόδου και της μοναξιάς κι αυτά, με τη σειρά τους, διατηρούν τον ποιητικό του λόγο στην κατάλληλη και ποιητικά δραστική συναισθηματική θερμοκρασία· κατάλληλη για την ανάπτυξη και καλλιέργεια του προσήκοντος λυρισμού.

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Γιώργος Λίλλης