Ζέφη Δαράκη (Ερήμωνε, Εκδόσεις ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2012)

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

Ξεκινώντας, δεν μπορώ παρά να επαναλάβω επισημάνσεις που είχα κάνει στο παρελθόν και για παλαιότερη ποιητική συλλογή της Ζέφης Δαράκη. Ότι ο αναγνώστης της ποίησής της θα αισθανθεί τη διαβρωτική υγρασία των αισθημάτων και των συναισθημάτων της ποιήτριας, την υφολογικά αναγνωρίσιμη διάθεση-πρόθεσή της να εξαϋλώνει τα πρόσωπα και τα πράγματα, να μουσικοποιεί τις καταστάσεις, να εξευμενίσει το φοβερό ανερμήνευτο που διέπει κατά τρόπο αμείλικτο τα ανθρώπινα. Ότι πολιορκεί ακατάπαυστα τον περίφρακτο κι ωστόσο πάντα προσβάσιμο χώρο του συναισθήματος, με στόχο να τον προσδιορίσει και, εν συνεχεία, να αποσπάσει από αυτόν το μερίδιο της ποίησης που της αναλογεί. Μόνο που ο χώρος αυτός, ακόμα και όταν εντοπίζεται, δεν μπορεί να οριοθετηθεί. Ίσως γιατί επικαλύπτεται από ρευστά και απροσδιόριστα υλικά, του ονείρου και της πραγματικότητας, διαρκώς διαστελλόμενα και συστελλόμενα, δημιουργώντας ένα έδαφος ολισθηρό και επισφαλές, καθώς και μία ατμόσφαιρα αγωνίας και φόβου, τόσο για την ήδη συντελεσθείσα όσο και για την επικείμενη φθορά ή απώλεια των προσώπων, των πραγμάτων και των καταστάσεων που συνέβαλλαν και εξακολουθούν να συμβάλουν στη διαμόρφωση του λεπταίσθητου ψυχισμού της.
Από τη συλλογή Το ακίνητο εν οδύνη (2002), όμως, τα πράγματα άρχισαν να εξελίσσονται σε ένα άλλο βάθος χώρου και χρόνου• η ποιήτρια άρχισε να διακατέχεται από μιαν ολοένα αυξανόμενη απολογητική και απολογιστική διάθεση, ενώ σημαντικό ρόλο στην επώδυνη ψαύση και συνειδητοποίηση της φθοράς άρχισε να διαδραματίζει και ο αμείλικτος καθρέφτης. Ο οποίος αρνείτο πεισματικά να εκτελέσει τον προορισμό του• να επιστρέψει, δηλαδή, το είδωλο της καθρεφτιζόμενης μορφής του ποιητικού υποκειμένου αδιαμεσολάβητα, χωρίς παρεμβολές σκιών του παρελθόντος, τραυματικές και αποκαλυπτικές της συντελεσθείσας φθοράς. Ό,τι ως τότε έδειχνε να διαμορφώνεται ως απόρροια μιας ενδιάθετης τάσης της ποιήτριας να διεισδύσει στα σωματοποιημένα απώτατα όρια της υπαρξιακής απόγνωσης, τώρα μοιάζει να είναι μία παγιωμένη κατάσταση, απολύτως δεσμευτική και καθοριστική των τρόπων αντιμετώπισης του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Η υπαρξιακή αγωνία -που συχνά έχει αποχρώσεις απόγνωσης- είναι αυτή που την ωθεί στην αναζήτηση ερεισμάτων ζωής, που την ενεργοποιεί ως ποιήτρια, επιβάλλοντάς της και τρόπους αντιμετώπισης του προποιητικού-βιωματικού υλικού, σε σχέση, πάντα, με τον εσωτερικό, αλλά και τον περιβάλλοντα εξωτερικό, έμψυχο και άψυχο κόσμο. Ιδίως σ’ αυτή την ποικιλοτρόπως κρίσιμη καμπή της ζωής της, της υποδεικνύει και, συνάμα, της επιβάλλει, μέσω μιας μονίμως ενεργής, εναργούς και εν εγρηγόρσει μνήμης, τρόπους μεταποίησης των υλικών της καθημερινής της πραγματικότητας σε στοιχεία μιας απολύτως προσωπικής μυθολογίας και μεταφυσικής.
Η υπαρξιακή αγωνία της Ζέφης Δαράκη, συνώνυμη σχεδόν με την εκφραστική της αγωνία, την ωθεί στην επίπονη και, όπως αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος, ποιητικά προσοδοφόρα, αναζήτηση του «γεμάτου τριαντάφυλλα αθέατου» και στην συνεχή πολιορκία της σιωπής, του άλεκτου, του ανείπωτου, του ακατανόητου, λέξεις-έννοιες που σηματοδοτούν την εύκαρπη ποιητική της πορεία. Στο αθέατο και ωστόσο υπαρκτό, στο άλεκτο και στο ανείπωτο -που τα αισθάνεται να κυοφορούνται στη θερμοκρασία της σιωπής-, στο ακατανόητο -στην καρδιά του οποίου ενεδρεύει ο έρωτας-, σε όλ’ αυτά και σε άλλα, ενδεικτικά της ενδιάθετης πρόθεσής της να διασαλεύσει τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο, ανάμεσα στη φυσική και στη μεταφυσική, η ποιήτρια πιστεύει ακράδαντα και έχει εναποθέσει τις ελπίδες της, προκειμένου να συλλάβει το συναισθηματικά ιριδισμένο απείκασμα της πραγματικότητας που βιώνει σωματικά, πνευματικά και ψυχικά. Να το συλλάβει και αμέσως μετά, ταυτόχρονα σχεδόν με τη σύλληψή του, να το ακινητοποιήσει στην ποιητική εκδοχή του.
Σε όλη την ώριμη ποίηση της Ζέφης Δαράκη, εδώ πολύ περισσότερο και με δραματικότερο τρόπο, η προσωπική και οικογενειακή ιστορία του ποιητικού υποκειμένου τείνει να αναχθεί στο επίπεδο ενός μύθου πρόσφορου για ποιητικές περιδιαβάσεις σε ένα εν πολλοίς τραυματικό παρελθόν, διεκδικητικό του παρόντος και, ως ένα σημείο, καθοριστικό του μέλλοντος. Θα έλεγε κανείς ότι η ποίησή της αποσκοπεί στην «αποτύπωση» των «κατακρημνίσεών της στην αναπόληση». Στην αναπόληση, σε μιαν ατμόσφαιρα ιδιαιτέρως ευαίσθητη, «εκκολάπτονται» οι προϋποθέσεις των ποιημάτων. Τόσο ευαίσθητη, ευπρόσβλητη σε εξωγενείς παράγοντες και ευπαθή, που την υποχρεώνει να προσεγγίζει το εκάστοτε εντοπιζόμενο, πρόσφορο για ποιητική «εκμετάλλευση», βιωματικό υλικό, σαν κάτι το πολύ εύθραυστο, ακολουθώντας τους δρόμους και τους τρόπους της σιωπής ή της πολύ σιγαλής ομιλίας, του ψιθύρου. Και έχω τη γνώμη ότι ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει το προποιητικό βιωματικό υλικό της, στον βαθμό που γίνεται αντιληπτός από τον αναγνώστη της ποίησής της, είναι ένα στοιχείο που αφενός επαυξάνει τη δραματικότητα του λόγου της και αφετέρου επιβεβαιώνει τη μοντερνιστική της ταυτότητα που, στην περίπτωσή της, δεν είναι συνέπεια της συνειδητής αποδοχής των όρων του μοντερνισμού, αλλά, κυρίως, απόρροια της, κάποτε επώδυνης, ιδιοσυγκρασιακής της ιδιαιτερότητας.

(Τα Ποιητικά, τχ. 6, Ιούνιος 2012, σελ. 18)