Δήμητρα Χριστοδούλου (Ο τρόμος ως απλή μηχανή, εκδ. Πατάκη)

Τιτίκα Δημητρούλια

Αν η συλλογή Πώς αυτοκτονούν οι Ασσύριοι (2010) σηματοδότησε μια αλλαγή στην ποιητική της Δήμητρας Χριστοδούλου -και σε σχέση με τον βραβευμένο Λιμό-, η νέα της συλλογή, Ο τρόμος ως απλή μηχανή, υποστηρίζει και εδραιώνει την αλλαγή αυτή: η ποιήτρια σχεδιάζει με επάλληλους κύκλους μια ανθρώπινη κωμωδία, από το αναπόδραστο του είδους στο άτομο, από την κοινωνία στο σύμπαν, από το προσωπικό στο συλλογικό και από το βίωμα και το αίσθημα στην Ιστορία. Με λόγο που ασκείται στην όλο και μεγαλύτερη πύκνωση, λιτότητα και ακρίβεια, η Χριστοδούλου φιλοτεχνεί το μηχανολογικό σχέδιο του τρόμου, προσέχοντας να αποτυπώσει και το παραμικρό γρανάζι της απλής αυτής μηχανής με την πολύπλοκη μηχανική: της μηχανής του χρόνου-τρόμου, τον οποίο μετρούν τα ρολόγια του εξωφύλλου.
Το πρώτο ποίημα αποτελεί μια τοποθέτηση ως προς το μέτρο των πραγμάτων, ιδωμένων από σκοπιά συμπαντική και από την οπτική μιας υπό αίρεση αιωνιότητας: η γη, τα εγκόσμια των «ολέθριων ζώντων» δανείζουν τους θεσμούς τους στα άχρονα και άυλα φαντάσματα, μια Σύγκλητο-Βουλή-των Ελλήνων θα έλεγε κανείς με τις απανωτές μνημονιακές ψηφοφορίες. Το επέκεινα δηλώνει τη δυσαρέσκειά του για την επιβίωση της άθλιας αυτής γης με μια καταρρακτώδη βροχή, που δέρνει τη φλόγα των καντηλιών, μεσίτρια των δύο κόσμων. Στη βιολογική ύπαρξη, την ιστορική, τη συμπαντική, το βέλος του χρόνου τσακίζεται. Ο Αλκιβιάδης επανέρχεται διακριτικά θλιμμένος μαζί με τους μονόκερους και τη Φόνισσα ή τον Καρυωτάκη και τον Σολωμό, οι επαίτες κι οι άνεργοι κατακλύζουν το αστικό τοπίο πριν μπουν στους πίνακες του μέλλοντος – από τους οποίους θα λείπει η εργάτρια, καταδικασμένοι να συνεχίζουν τη ζωή τους ελλείψει κι αυτού ακόμη του οβολού του Άδη. Οι ποιητές αρνούνται να πεθάνουν, προκειμένου να υπερασπίζονται αποτελεσματικά το έργο τους από των φιλολόγων τις ταμπέλες. Τα έθνη περνούν από το ένδοξο παρελθόν στην ουρά για το επίδομα της ανεργίας – σε χρήμα άραγε ή σε μέλλον; Ο χώρος διανοίγεται: δωμάτιο, σπίτι, φαρμακείο, δικαστήριο, σύγκλητος, δρόμοι, και φύση -ακόμα ως μύθος και ευχή-, θάλασσα και βουνά και δέντρα σε δάση με ξωτικά. Γίνεται κι αυτός χρόνος, όταν το ποιητικό υποκείμενο αποβιβάζεται, λόγου χάρη, στην προσεχή χιλιετία. Ένας χρόνος αμείλικτος μεν αλλά και απόλυτα γαλήνιος. Όλα συμφύρονται στην αναπόδραστη κίνησή του, φανερώνουν διαδοχικά τις μουτζούρες και τα σβησίματά τους, τα κενά και τις ρωγμές τους, τις μεταλλάξεις και τις αλλοιώσεις τους, την ανησυχητική τους ξενότητα, τη μελανότητα και τη γκριζάδα τους: η νεότητα που παρέρχεται, ο πόνος του σώματος κι ο άλλος για το επερχόμενο άγνωστο και τον άγνωστο άλλον, η μοναξιά, οι τελειωμένοι άνθρωποι και το τέλος ενός κόσμου και μιας εποχής.
Χωρίς κανέναν μελοδραματισμό, καμία έξαρση, παρακολουθούμε την περιγραφή ενός μηχανισμού που τα γρανάζια του δουλεύουν ερήμην των ανθρώπων – και τους συντρίβουν. Ο χρόνος ως στιγμή και ως διάρκεια, ως έλλειψη και περίσσεια, ως παρελθόν και μέλλον του ανθρώπου και της γης. Μια περιγραφή χωρίς εσωστρέφεια και με το βλέμμα στραμμένο στους άλλους, αφού όπως δηλώνει το ποιητικό υποκείμενο «βαρετή μου φαίνεται πλέον / η σύνοψις των παθών και των πόθων μου». Το λεξιλογικό πεδίο της οικονομίας κυριαρχεί, υπογραμμίζοντας την κρίση αλλά και την έλλειψη, τη συναλλαγή και τη διαπραγμάτευση σε όλα τα συστήματα, σε κάθε επικοινωνία. Πολλά ποιήματα μοιάζουν μικρά μονόπρακτα-πίνακες, με σεντόνια που γίνονται πανιά και άστεγους που τους μαζεύει ένας αστυνόμος-Καραβάτζιο. Ανοίγουν σε ενότητες με στόχο μια νέα προοπτική.
Ο κόσμος όλος όμως δεν χωρά εντέλει στο ποίημα, ούτε οι άνθρωποι, ειδικά όταν το φως λιγοστεύει. Αλλά η ψυχή του ποιητή το αναζητά, γνωρίζοντας ότι το ποίημα έχει τον καταδικό του χρόνο, έξω από τις αγωνίες του ποιητικού υποκειμένου – που, με επίγνωση των ορίων των πραγμάτων, δείχνει έναν βηματισμό, διαδρομές, γεωγραφίες και πορείες.
Επικούρειες και στωικές αποχρώσεις, υποκειμενικό στοιχείο χαλιναγωγημένο, που διοχετεύεται στην οπτική και διπλοτυπώνει το εξωτερικό στο εσωτερικό, το κοινωνικό στο υπαρξιακό, στη φύση, ως πόθο και μεταφορά, και στον απόντα Θεό. Έτσι, η θερμοκρασία παραμένει σταθερή παρά τις αλλεπάλληλες κορυφώσεις των παθών, η ακρίβεια και η κυριολεξία στηρίζει την καθαρότητα των εικόνων που ανοίγουν η μία μέσα στην άλλη, εξημερώνοντας τον τρόμο, με την απλή μηχανή της ποίησης. Που παλεύει επί ίσοις όροις με τον χρόνο.

(Τα Ποιητικά, τχ. 7, Σεπτέμβριος 2012, σελ. 11)