Τάσος Πορφύρης (Νεμέρτσκα, Ποιήματα 1961-2011, Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, 2013)

Γιάννης Παπακώστας

Ο Τάσος Πορφύρης, γνωστός, χρόνια τώρα, και από τον κύκλο των «Σημειώσεων» και τακτικός συνομιλητής του Βύρωνα Λεοντάρη, συγκέντρωσε σε  έναν τόμο την ποιητική του παραγωγή πενήντα χρόνων με τον εμβληματικό τίτλο Νεμέρτσκα, όπου περιλαμβάνονται και οι έως πρόσφατα ευσύνοπτες συλλογές: Το εγκαταλειμμένο σπίτι, Τοπίο, Τα λαβωμένα και άλλες. Νεμέρτσκα είναι το βουνό της ιδιαίτερης πατρίδας του στo Πωγώνι της Ηπείρου. Το βουνό που τον συνδέει με τα πατρογονικά χώματα, με το σπίτι του, και παράλληλα συνιστά βίωμα και σύμβολο μαζί. Πηγή απ’ όπου αρδεύεται ζωογόνους χυμούς.

Ο Πορφύρης, μεταπλάθοντας ποιητικά τα υλικά της ιδιαίτερης  πατρίδας του, το νερό, τον αέρα, το βράχο, την αετοφωλιά, τα σύννεφα, ψυχή όλα τούτα της Νεμέρτσκας του και βέβαια και του πατρικού σπιτιού του, ούτε που σκέφτηκε, προς τι άλλωστε, ότι θα μπορούσε να του αποδοθεί μια κάποια τάση προς μια παραδοσιακή θεματολογία. Απόκλιση, δηλαδή, από το νεοτερικό και το μοντέρνο. Το αντίθετο μάλιστα. Από τις βαθιές ρίζες ξέρει και παραξέρει να αντλεί και να απομυζά το γνήσιο και πρωτότυπο και επίσης να συμπλέκει άνετα και ευέλικτα το παραδοσιακό με το μοντέρνο και να διαχειρίζεται εύστοχα τα εκφραστικά του μέσα. Ο κρουνός  της ποιητικής του ευφορίας τον οδηγεί σε έναν αβίαστο, γνήσιο τρόπο έκφρασης, και σε μια ολομέτωπη συνομιλία με το τοπίο του τοπίου του με πλήθος άλλες συνυποδηλώσεις. Και κυρίως η αμεσότητα, η ειλικρίνεια, το νηφάλιο ύφος, χωρίς στόμφο και εκφραστικές εκζητήσεις.

Η αίσθηση της αγάπης, της θλίψης, της μοναξιάς και τόσα άλλα συμπυκνώνονται στο πρώτο κιόλας ποίημα με τον τίτλο «Και Συ Ποίηση». Ποίημα δηλωτικό για τον άμεσο τρόπο έκφρασης και συμπύκνωσης των συναισθημάτων του, ενώ παράλληλα διαπερνά το στίχο του και η έντονα αφυπνισμένη κοινωνική του συνείδηση, βασικό στοιχείο της ποίησης του Πορφύρη.  Έχουμε έτσι μια συναίρεση ψυχικών εντάσεων και αντιφάσεων με έντονη την προβολή του κοινωνικού στοιχείου:

Θλίψη σφηνωμένη ανάμεσα σε δυο λυγμούς

χαρά που σε βγάζουν περίπατο βαθειές ανάσες

μοναξιά ξεχασμένη στη γωνιά μιας πολύβουης σάλας

τρομοκρατημένη από τα χειροκροτήματα

αγωνία μου συγκεντρωμένη στην έξοδο της κάννης

του ντουφεκιού της νύχτας

ανησυχία ξαγρυπνισμένο καντήλι

στον ύπνο των πουλιών

και συ ποίηση ευλογημένη επανάσταση στο αίμα μου

πολύτιμο κλειδί για τις καρδιές του κόσμου.

Και ενώ στο ποίημα «Παράκληση» φαίνεται να ζητά απλά ανθρώπινα πράγματα –«μίλα μου καλύτερα για την Άνοιξη», «πες μου καλύτερα για την Αγάπη»– η αλήθεια ωστόσο κρύβεται σε εκείνο το ελάχιστο φαινομενικά τελευταίο μέρος του ποιήματος που εξηγεί και αιτιολογεί:

Γιατί ήμουν ένας άσπρος τοίχος

και δέχτηκα όλα τα συνθήματα

και στον ιστό μου κυμάτισαν όλες οι παντιέρες.

Κ’ ύστερα μίλα μου για την πείνα/

Θύμισέ μου πώς πεθαίναν τ’ αδέρφια στα πεζοδρόμια

Τραγούδησέ μου το μοιρολόι της μεγάλης πολιτείας

πώς ξεκινούσαν οι αυγές κουβαλώντας πάχνη

να σκεπάσουν τους ήλιους

που βασίλευαν στην Καισαριανή και στο Χαϊδάρι.

Είναι προφανές ότι ο ποιητής μιλάει για την πρώτη νιότη και την αθωότητα, για τις ιδέες, για τις κακουχίες της Κατοχής, με νωπές τις μνήμες των εκτελέσεων, τις οποίες ο χρόνος δεν μπορεί να εξαλείψει.  Και άλλες μνήμες θα βγουν στην επιφάνεια. Ο ξενιτεμένος πατέρας που επιστρέφει, ο ήχος των βημάτων του στην αυλή, ο μικρός αδερφός στον κόρφο της μάνας και οι μοίρες να χαμογελούν.

Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που το λυρικό στοιχείο θα το διαδεχτεί η αλλαγή της ψυχικής  διάθεσης, που, με μια σπάνια αφαίρεση, ανατρέπει την όποια χαρμολύπη· η εμφάνιση δραματικών ιστορικών γεγονότων, με πρώτο εκείνο την εκτέλεση του Ισπανού ποιητή «Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα» θα του προκαλέσει φρίκη. Έτσι, και η ματιά του και ο βηματισμός του βγαίνουν από τα στενά πλαίσια του γενέθλιου τόπου και με μια ακριτική δρασκελιά, που υπερβαίνει τα αναμενόμενα, μεταφέρεται στην αντίπερα όχθη της Αδριατικής. Στο ποίημα «Flash Back» θα μας ξεναγήσει ποιητικά στην Γκαλερί Ουφίτσι, θα σταθεί στο πρόσωπο της Μαντόνας του Φιλίππο Λίππι, θα κρυφοκοιτάξει στην όχθη του Άρνου σαν πρωταντίκρυσε την Βεατρίκη ο Δάντης, την ακοή του θα πλανέψει η μουσική του Vivaldi και από μακριά θα ακούσει τη φωνή του Ezra Pound.

Είναι σα να λέμε πως αυτό το Flash Back κάνει μια σύντομη περιδιάβαση σε πράγματα αγαπημένα που ξεπερνούν το καθημερινό και φθαρτό και συντηρούν με την ομορφιά τους το αιώνιο. Είναι οι Τέχνες όλες συγκεντρωμένες σ’ αυτό το ποίημα. Και το ποίημα θα τελειώσει με τους τρεις τελευταίους στίχους του Pound από την Κατάη, τους οποίους ο Πορφύρης τους μεταφέρει εδώ (θα έλεγα στη μνήμη του Pound, που, φυλακισμένος στην Πίζα, έγραψε τα 11 από τα 84 «Κάντο» του).

Δεν μοιάζει τυχαία η αναφορά στον μεγάλο ποιητή της ιταλικής Αναγέννησης, τον Δάντη, δηλαδή, που είχε προετοιμάσει τον επισκέπτη του να εγκαταλείψει κάθε ελπίδα, μπαίνοντας στην Κόλασή του (lasciate ogni speranza voi che entrate). Το ποίημα, καταφανώς απαισιόδοξο, μεταφέρει τη θλίψη των αιώνων που πέρασαν, τη δυστυχία του Πάουντ αλλά και το δυσοίωνο μέλλον που μας περιμένει στη μορφή των τίγρεων. Η εικόνα των στίχων αυτών μου δίνει την αφορμή να σχολιάσω την εικαστική εκδοχή των ποιημάτων του Πορφύρη, η οποία συχνά θυμίζει μεγάλα έργα τέχνης:… τι τον ήθελες / Αυτόν τον παράδεισο αφού θα ξυπνούσαμε / Σε κοιλιές απολιθωμένων προϊστορικών τεράτων («Ήμουν εγώ»). Οι στίχοι βέβαια χωρίς δυσκολία παραπέμπουν στον Ιερώνυμο Μπος.

Έκδηλη είναι και η ερωτική διάθεση, η ματιά που αγκαλιάζει τρυφερά τη γυναίκα με τα παραδοσιακά της χαρακτηριστικά· το όμορφο πρόσωπο, τα ωραία μαλλιά, τα κόκκινα χείλια: Εσύ που θα ’ρθεις ύστερα από χρόνια / Αψηλή και ξανθιά. Στοχαστικός, με ολοφάνερη μια τάση απαισιοδοξίας και άκρα αφαίρεση, εμφανίζεται ενίοτε ο Πορφύρης, με καταλύτη το χρόνο:

Γιατί κακά τα ψέματα κανένας

Χρόνος δεν δουλεύει για μας αντίθετα

Όλοι είναι εναντίον μας  ο παρελθών

Με τις ανεπανόρθωτες ζημιές ο παρών

Να μας μαχαιρώνει πισώπλατα κι ο μέλλων

Α! ο μέλλων καμπούρης απ’ το βάρος τόσων

Ελπίδων σέρνεται και μας καταριέται.

Θα κλείσω το βραχύ αυτό σημείωμα με το «Παμβώτιδος Νέο Μαρτυρολόγιο», στο οποίο ο ποιητής, πέρα από όσα οι θρύλοι έχουν φορτώσει στην ιστορική λίμνη, προσπαθεί να εξασφαλίσει μια γωνιά και για τα δικά του πρόσωπα, πραγματικά ή μυθιστορηματικά, όπως ο Ρόβας, ο Γιωσέφ Ελιγιά, ο Σαμπεθάι Καμπιλής κι ο Σιούλας ο Ταμπάκος (ήρωες του Δημήτρη Χατζή), ο Γιάννης Μπεράτης και οι ιστορικές μορφές της Ευτυχίας Πρίντζου, της Μαργαρίτας Περδικάρη, με την ιστορική πια φράση «Καληνύχτα ντε!», και ο Λεωνίδας Ράφτης και ο μάγος ηχοπλάστης Τάσος Χαλκιάς και άλλοι και άλλοι. Εμφανής είναι και η αναφορά του στο Νίκο Καββαδία, η περίπτωση του οποίου υποδηλώνει τη γενικότερη εσωτερική ανάγκη του Πορφύρη για επικοινωνία με τους ομότεχνους, εκπληρώνοντας έτσι το χρέος που τον δυνάστευε· χρέος απέναντι στην ιστορία και στην ποίηση που την υπηρετεί. Την ίδια ανάγκη υποδηλώνουν και οι «Δώδεκα Ανάσες του Χρόνου», στις οποίες θα θυμηθεί και θα καταγράψει ονόματα, αρχαία και σύγχρονα, ώστε ο χρόνος να μην γίνει Κρόνος.

2 σκέψεις σχετικά με το “Τάσος Πορφύρης (Νεμέρτσκα, Ποιήματα 1961-2011, Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, 2013)

  1. Παράθεμα: ΝΕΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ |