Στέργιος Μήτας

(Έμμετρη φυσική ιστορία των θεάτρων, Εκδόσεις Μικρή Άρκτος, 2013)

Τιτίκα Δημητρούλια

Ιούνιος του 1921, θέατρο του Σανζ-Ελυζέ, Καρδιά υγραερίου. Διαμελισμένο σώμα, μέλη που μιλούν, το Μάτι, ο Λουί Αραγκόν, ξεκινά τη συζήτηση -;- παλιλλογώντας χωρίς νόημα. Η επόμενη παράσταση, τον Ιούλιο του 1923, θα σημάνει την απόσχιση των υπερρεαλιστών και θα βάλει την ταφόπλακα στο νταντά. Ο Μπρετόν θα πεταχτεί πάνω στη σκηνή, ο Ελυάρ θα χτυπήσει τον Τζαρά, που θα τον καταγγείλει. Αυτά για την ιστορία, την οποία πρέπει να πιάνουμε από εκείνο το σημείο που κουμπώνει με τις παρουσίες ανησυχίες και αποβλέψεις μας.

Τι κάνει όμως ένα από τα πλέον εμβληματικά θεατρικά κείμενα της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, και μάλιστα πειραγμένο, αναδιευθετημένο, στην πρώτη συλλογή ενός ποιητή; Συνεχίζει την ωραία έκπληξη του τίτλου, με την αναφορά στον Αντόρνο και τη μουσική; Δεν είναι ζήτημα έκπληξης, ή μάλλον όχι μόνο. Είναι ζήτημα ποιητικού σχεδιασμού, ενός μανιφέστου που αρνείται να δηλωθεί ως τέτοιο, για την ποίηση του 21ου αιώνα στη σχέση της με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του λόγου και του κόσμου. Αυτό το σχέδιο, αυτός ο ποιητικός αναστοχασμός πάνω στο Weltanschauung ενός αιώνα που τέλειωσε και η αναδιαπραγμάτευσή του στο κατώφλι ενός άλλου που αρχίζει, όντως εκπλήσσει με το βάθος και την πληρότητά του.

Τι λέει το σχέδιο αυτό και πώς οργανώνεται, σύμφωνα με τη δική μου ανάγνωση ως συγκεκριμένη υποκειμενική εμπειρία, για αν επανέλθουμε στον Αντόρνο; Στην καρδιά του διαβάζω τη διερώτηση για τη σχέση ποίησης, Ιστορίας και πολιτικής, λόγου και πράξης, αλλά και για τον τρόπο της ποίησης στις αρχές της νέας χιλιετίας. Πειραγμένος Τζαρά για αρχή, με το Μάτι και πάλι να μιλά για την ποίηση, σε ένα κείμενο που σε αντίθεση με όσα λέγονται για τον ντανταϊσμό συνομιλεί δραστικά με την εποχή του, τον γενικευμένο κατακερματισμό και την έλλειψη νοήματος. Το κόβει και το ράβει ο Μήτας, δημιουργώντας ένα νέο νόημα σε πεζό λόγο που θα ενθουσίαζε ή θα εξαγρίωνε τον δημιουργό του –η μεταμόρφωση της Κλυταιμνήστρας που είναι γκανιάν άλογο κούρσας λόγου χάρη στο κείμενο του Τζαρά συμπορεύεται με το πέρασμα από το θεατρικό διάλογο στον πεζό-ποιητικό λόγο– στήνοντας εξαρχής το σκηνικό μιας αντιπαράθεσης, ενός ντιμπέιτ ανάμεσα σε τρόπους, ρυθμούς, είδη, ποιητικές και κοσμοθεωρίες. Έρχεται μετά η ρίμα, μια ρίμα βιασμένη ενίοτε ειρωνικά στη συνέχεια όπως κι η στροφική μορφή, σπασμένη, σαν να ενσωματώνει την αναίρεσή της, όπως έχει ήδη οριστεί στη νεοελληνική ποίηση, ή ίσως και αλλιώς. Συζητάει τη σχέση της ποίησης και του ποιητή με το κοινό, όπως αργότερα και με τον ανθολόγο, την επιλογή της φόρμας, του σονέτου και πάλι και της δυνατότητάς του να συγκρατήσει τη ρομαντική διάχυση, όπως η ρίμα διατείνεται ότι αναμαγεύει τον συμβατικό πλέον ελεύθερο στίχο. Ανάμεσα, ρυθμικές παρενθέσεις αισθημάτων και καθημερινότητας, με έμφαση στα γυαλιά – και τη διάθλαση; Οι ιστορίες που στήνει ο Μήτας είναι όλες ανεστραμμένες και δυνητικά αναστρέψιμες: ένας έρωτας γεννημένος από ένα κείμενο που μόνο για έρωτα δεν μιλά, ένας άλλος, υπαινικτικός που τελειώνει με τον γάμο, και δίπλα η ποίηση που ζορίζεται να χωρέσει στη ρίμα, και ο Μαρξ που γυρίζει πίσω και γίνεται ποιητής, κι η θύελλα παρασύρει και πάλι τον Άγγελο της Ιστορίας στο μέλλον, στην πρόοδο, ενώ τα συντρίμμια σωρεύονται πίσω του κι οι νικημένοι αποκτούν επίγνωση του λόγου και της πράξης αυτής της ίδιας Ιστορίας και αναλόγως δρουν.

Η διακειμενικότητα, η συνομιλία των ποιητών με άλλα κείμενα δημιουργεί κατώφλια σημασίας για τους αναγνώστες. Συχνά και ίλιγγο επίσης, ακόμη κι όταν τα κείμενα πίσω καθοδηγούν. Και μια αβεβαιότητα, που καθόλου κακή δεν είναι, μήπως και διαβάζει το ποίημα ανάποδα, προς άλλη κατεύθυνση από αυτή που είχε στον νου ο ποιητής – όσο κι αν δεν πειράζει. Μαρξισμός, διαλεκτική, Ιστορία, Κομμούνα ίσως, ίσως και Πιερότοι ποιητές, παρνασσισμός και νταντά, ο νεοφορμαλισμός κι ο Γιάπης ποιητής, η αγωνία του ρόλου και μαζί ο σαρκασμός της. Λόγος συγκρατημένος και μαζί εμπρηστικός, αν συνδεθούν τα κατάλληλα καλώδια και πυροδοτηθεί η σχέση με τον Άλλον. Η καλή ποίηση είναι πάντα πολιτική κι αυτή είναι πολύ καλή ποίηση. Πολύ συνειδητά αλλά και ουσιαστικά πολιτική ποίηση. Στοχαστική, μουσική και μαζί παράτονη, που περνάει στη φόρμα τη διερώτηση του νοήματος αλλά και της ίδιας της φόρμας και της ίδιας θέσης της στην κοινωνία, χωρίς να χάνεται στην πορεία, όπως πολλοί άλλοι οπαδοί του έμμετρου λόγου, μέσα στην Ιστορία, στην οποία εγγράφεται και η παράδοση με την οποία συνομιλεί και την οποία αναζωογονεί.