Καβαφικά [Γ. Νίκας]

ΑΠΟΨΕΙΣ

ΚΑΒΑΦΙΚΑ

-Γ. ΝΙΚΑΣ-

1

kavafis
Κωνσταντίνος Καβάφης

Πριν καιρό μια συγγραφεύς παρουσιάζοντας το μυθιστόρημά της συμπεριέλαβε στους «κοσμοπολίτες» λογοτέχνες τον Καβάφη. Την αντίληψη αυτή έμοιασε να υιοθετεί το ακροατήριο. Ανταποκρίνεται όμως στα πράγματα; Ας μου επιτραπεί να προβάλω μερικές αντιρρήσεις.
Κατ’ αρχήν ποιος είναι κοσμοπολίτης; Κάποιος που όχι μόνο έχει ζήσει μακρυά από τον τόπο του αλλά και έχει αφομοιώσει ξένες κουλτούρες, ξένο τρόπο συμπεριφοράς παράλληλα μ’ αυτόν του τόπου του. Αλλά δεν φτάνει αυτό για να είναι και το έργο του κοσμοπολίτικο. Πρέπει να έχει εμφανώς επηρεασθεί από μια ή περισσότερες ξένες κουλτούρες. Η περίπτωση της Ερόικας του Πολίτη είναι ένα καλό παράδειγμα. Επίσης, μεταξύ αρκετών άλλων, τα διηγήματα του Θράσου Καστανάκη και, από τους νεώτερους, δύο ή τρία πεζογραφήματα της Σώτης Τριαντάφυλλου.
Ο Καβάφης μπορεί σίγουρα να χαρακτηρισθεί κοσμοπολίτης. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε μια κοσμοπολίτικη κοινωνία, την αλεξανδρινή, καθώς και αλλού εκτός Ελλάδας. Ήξερε καλά αγγλικά, ήταν γνώστης της αγγλικής λογοτεχνίας, και κυρίως δεν είχε τον επαρχιωτισμό των αυτοχθόνων που δεν έχουν ξεμυτίσει από το καβούκι τους. Πόσο αυτό επηρέασε, ή έστω είναι αισθητό στο έργο του;
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του καβαφικού έργου είναι ο ελληνοκεντρισμός, και μάλιστα ο χριστιανικός ελληνοκεντρισμός στο μέτρο που αποτελεί συστατικό του ελληνικού γίγνεσθαι. Ένας ελληνοκεντρισμός που ξεκινάει από τη σύλληψη της ελληνικότητας ως διαχρονικής έννοιας η οποία καλύπτει όλη την ελληνική ιστορική περίοδο, από τον Όμηρο ως σήμερα, περνώντας από την ελληνιστική Μέση Ανατολή, ελληνικό καινούριο κόσμο, μέγα [Στα 200 π.Χ.] και το Βυζάντιο.
Κατά πόσο αυτή η αντίληψη συμβιβάζεται με την ιστορική πραγματικότητα είναι άλλη υπόθεση. Γιατί βέβαια ο μεν κλασσικός ελληνισμός δεν έχει σχέση με τη χριστιανική θρησκεία, το δε Βυζάντιο έχει ως μόνο κοινό γνώρισμα με τον ελληνισμό τη γλώσσα.
Δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για ν’ ανακαλύψει κανείς στην ποίηση του Καβάφη αυτή την ελληνικότητα. Το ελληνικό ιδεώδες την διατρέχει. Η Αντιόχεια καυχιέται ότι είναι πόλις αρχαιόθεν Ελληνίς. Οι πολεμήσαντες υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας θα είναι υπόδειγμα για τις επόμενες γενεές. Η Κρατησίκλεια κρύβει τον πόνο της που θα αποχωριστεί τον γιο της γιατί δεν πρέπει να τους δει κανείς ανάξιόν τι της Σπάρτης ποιούντας. [Άγε, ω Βασιλεύ των Λακαιδαιμονίων]. Ο Αντίοχος υπήρζεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός, ιδιότητα δεν έχει η ανθρωπότης τιμιωτέραν. [Επιτύμβιον Αντιόχου, Βασιλέως της Κομαγγηνής]. Ο Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης πήρε όνομα ελληνικόν, ντύθηκε σαν τους Έλληνας έμαθε απάνω κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται, αλλά έχει κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του γιατί ξέρει πως τα ελληνικά του δεν είναι στο ύψος των «απαίσιων» Αλεξανδρινών, που θα τον έπαιρναν στο ψιλό αν τον άκουγαν να μιλάει. Ο Οκτάβιος θα υμνηθεί εν λόγω ελληνικό), που είν’ ο φορεύς της φήμης [Εν Δήμω της Μικράς Ασίας]. Τα παραδείγματα είναι άπειρα.
Κι όσο για τη χριστιανικότητα, το μένος κατά του Ιουλιανού είναι η καλύτερη απόδειξη. Χωρίς να αγνοούμε ποιήματα όπως το Στην Εκκλησία, Μιχαήλ Κομνηνός, Δέησις, Ιγνατίου Τάφος κ.α.π.
Η Ρώμη, που παρεμβάλλεται χρονολογικά σ’ αυτή τη διαδρομή «αρχαιότητα, ελληνιστική περίοδος, Βυζάντιο – εμφανίζεται περιθωριακά στο καβαφικό έργο, ιδωμένη από μακριά [Δημητρίου Σωτήρος], σαν απειλητική αντήχηση [Δαρείος], και συχνά σε συνδυασμό με το ελληνικό στοιχείο [Εν Δήμω της Μικράς Ασίας]. Κι εδώ τα παραδείγματα περισσεύουν.
Πώς λοιπόν μπορεί κανείς να μιλήσει για κοσμοπολιτισμό στο δίστηλο οικοδόμημα της ελληνικότητας και της ορθοδοξίας, που έχει ως διάσπαρτο υπόστρωμα τον ηδονισμό; Έναν ηδονισμό με επίκεντρο την μυθοποίηση του εφήβου.

2

Ο έφηβος διατρέχει απ’ άκρου εις άκρον το καβαφικό έργο, είτε υπό την εξιδανικευμένη μορφή ιστορικών ή ψευδοϊστορικών προσώπων [όπως ο εξαίσιος Καισαρίων που δυο φορές ερεθίζει τη φαντασία του ποιητή, μια στο ομώνυμο ποίημα και μια στους Αλεξανδρινούς Βασιλείς – και τα δυο αριστουργήματα] είτε ερωτικών συντρόφων. Κι ενώ στην πρώτη περίπτωση πρόκειται κατά κανόνα για βασιλείς [Καισαρίων, Οροφέρνης], πλουσιόπαιδα [Ευρίωνος τάφος], ακόμα και θεούς [Ιωνικόν], στη δεύτερη είναι καθημερινοί, λαϊκοί ως επί το πλείστον τύποι [Ο Καθρέπτης στην είσοδο, Ρωτούσε για την ποιότητα, Μέρες του 1909, ’10 και ’11, Ωραία λουλούδια κι άσπρα, Μια νύχτα κ.α.π.]. Αναρωτιέμαι γιατί. Μήπως αφήνεται να εννοηθεί ότι η σοδομία απαντιέται στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, σε αντίθεση με την ψηλή κοινωνία. Ένα είδος κοινωνικού άλλοθι, δηλαδή. Ή, αντίθετα για να τονισθεί η διαφορά ανάμεσα στην αγοραία και την άδολη ερωτική σχέση. Ένα ακόμα μυστήριο, από τα πολλά, της καβαφικής ποίησης.

3

Ο ερωτισμός είναι διάχυτος στην ποίηση του Καβάφη. Από μια ορισμένη περίοδο, γύρω στα 1920, κι έπειτα, αποτελεί, θα’ λεγα, την πρώτη της ύλη. Μήπως θα’ πρεπε να αναζητηθεί και σε ποιήματα που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν να τον αποκλείουν; Ας πάρουμε τους Βαρβάρους. Ένα ποίημα -ανάλογα με την οπτική γωνία από την οποία θα ιδωθεί- ιστορικό, πολιτικό, φιλοσοφικό, ακόμα και κοινωνικό [υπό την έννοια ότι μιλάει για μια κοινωνία σε παρακμή, έτοιμη να καταρρεύσει]. Θα μπορούσε να προταθεί και μια άλλη, ανορθόδοξη, ανάγνωση.
Αν στα ποιήματα της τελευταίας περιόδου η ομοφυλοφιλία του Καβάφη εκφράζεται χωρίς αναστολή, διατυμπανίζεται θα ’λεγα, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τα προηγούμενα. Οι Βάρβαροι γράφτηκαν μεταξύ 1896 και 1904 [βλ. έκδοση Ικάρου], σε μια εποχή δηλαδή που η ομοφυλοφιλία εθεωρείτο όνειδος, ιδίως σε μια κλειστή κοινωνία όπως η ελληνική της Αλεξανδρείας.
Ας δούμε το ποίημα από πιο κοντά. Έχουμε μια πολιτεία που περιμένει τον ερχομό των Βαρβάρων, τους οποίους ετοιμάζεται να υποδεχθεί όχι ως κατακτητές αλλά ως λυτρωτές. Ο αυτοκράτορας κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη φορώντας την κορώνα, οι ύπατοι εβγήκαν με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες, στολισμένοι με αμέθυστους, δαχτυλίδια και γυαλιστερά σμαράγδια. Δηλαδή στολίδια που συνήθως συνδυάζουμε με τη γυναίκα. Δεν θα ’ταν ίσως υπερβολή να θεωρηθεί ότι η πολιτεία αντιπροσωπεύει το θηλυκό στοιχείο στο ποίημα, ενώ οι Βάρβαροι εξομοιούνται με την αντρική, ωμή ρώμη. Και ότι πρόκειται, σε τελευταία ανάλυση, για επικείμενο βιασμό.
Κι ας μπούμε στη νοοτροπία του κρυφού ομοφυλόφιλου, που δεν τολμάει να δοθεί στο πάθος του από το φόβο της κοινωνικής κατακραυγής. Ο δήθεν βιασμός του από έναν βάρβαρο δεν θα ’ταν απλώς «μια κάποια» αλλά η ιδανική λύση. Μια λύση που θα συνδύαζε τον παραδομό στην «έκνομη ηδονή» με τη διαφύλαξη του καλού ονόματος. Εξ ου και η ανησυχία και σύγχυσις όταν έρχεται η πληροφορία ότι δεν υπάρχουν βάρβαροι.
Ξέρω πως η ερμηνεία αυτή ξενίζει, μπορεί να θεωρηθεί αυθαίρετη. Αλλά ένα από τα χαρακτηριστικά κάθε αξιόλογου λογοτεχνικού έργου είναι η πολυσημία του [ας θυμηθούμε με πόσους διαφορετικούς τρόπους μπορεί να παιχθεί, λ.χ., ο Άμλετ].
Που στην συγκεκριμένη περίπτωση αφήνει νομίζω περιθώρια για προσέγγιση έξω από την πεπατημένη.