Ειρήνη Ρηνιώτη (Ίλιγγος, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2011)

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

Οι τρεις ενότητες («Συμπληγάδες», «Ίλιγγος», «Κατάδυση») που απαρτίζουν την ανά χείρας όγδοη ποιητική συλλογή της Ειρήνης Ρηνιώτη, συνθέτουν το οδοιπορικό, το χρονικό μάλλον, της υπαρξιακής καταβύθισης και της εναγώνιας προσπάθειας ενός ανθρώπου (στην προκειμένη περίπτωση της ποιήτριας), που βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή της ζωής του, να επανακτήσει το χαμένο, μέσα σε μιαν ανοίκεια καθημερινότητα αληθινό του πρόσωπο και να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις του με τον εαυτό του και με τους άλλους. Το έναυσμα για όλην αυτή την εσωτερική, εν ακινησία, περιπλάνηση στα έγκατα της σκέψης, της μνήμης και του σώματος, στην αχανή έκταση των συναισθημάτων, δίνεται από τη στιγμή που το πάσχον ποιητικό υποκείμενο, σαν αιφνιδίως αφυπνισμένο, ψαύει τα ίχνη της φθοράς του, συνειδητοποιεί το αδιέξοδο του παρόντος του και, έντρομο μπροστά στο ιλιγγιώδες κενό, με έντονη την αίσθηση ότι βρίσκεται ανάμεσα σε δύο γκρεμούς, παραιτείται από τις ως τώρα κατακτημένες, πραγματικές ή νομιζόμενες βεβαιότητες, και αποδεχόμενο τους όποιους κινδύνους, αφήνεται στη δίνη της εσωτερικής περιπέτειας. Το γεγονός ότι η ενδιάθετη πίστη του στη ζωή το κάνει να πιστεύει, να διαισθάνεται ή ψευδαισθητικά να προσδοκά τη λύτρωση, να διακρίνει στην άκρη του σκοτεινού λαβύρινθου κάποιο, έστω αμυδρό, φως, δεν αμβλύνει την αιχμηρότητα των στιγμών, δεν απαλαίνει την οδύνη του• ίσως επειδή έχει βάσιμους λόγους να υποψιάζεται ότι η άνοδος-έξοδος κινδύνου δεν εξασφαλίζει το πέρασμα σε μία κατάσταση, σε έναν τόπο, ασφαλείας, αλλά σε έναν άλλο χωροχρόνο, άγνωστο και, ενδεχομένως, περισσότερο ανασφαλή. Σε μία τέτοια συγκυρία, οι διαστάσεις του χρόνου διασαλεύονται• το παρελθόν παρεισφρέει ασύστολα στο παρόν, ενώ το μέλλον διαφαίνεται απροσδιόριστο και ιδιαιτέρως επίφοβο ή, μάλλον, όλα είναι παρόντα: «Ο έρωτας, η επιθυμία, η στέρηση / η πλάνη, η απόγνωση, η προδοσία», όλα είναι εδώ «ντυμένα με την πυρκαγιά• / γιορτάζουν μες στον κίνδυνο».
Η απελπισμένη αναζήτηση ερεισμάτων μιας άλλης ζωής, γίνεται ταυτόχρονα με την αποφασισμένη, απολύτως συνειδητή, απεμπόληση όλων των ψευδεπίγραφων και ψυχοφθόρων, όπως αποδείχτηκε, «ασφαλειών» του παρελθόντος, που κρατούσαν την ποιήτρια δέσμια μιας επίπλαστης πραγματικότητας• που την προστάτευαν, ενδεχομένως, στις καθημερινές κοινωνικές συναλλαγές, υποσκάπτοντας, συνάμα, την πνευματική και την ψυχική της ακεραιότητα, αφήνοντάς την εκτεθειμένη στο ανοιχτό και χαώδες στόμα της φθοράς. Το αγγελικό και το δαιμονικό, ενωμένα και σχεδόν ομοούσια, στερεοποιημένα σε ένα, την καλούν στην εμπειρία του ύψους αλλά και της πτώσης• στην οδυνηρή και ταυτόχρονα ηδύπαθη διαδικασία της αλλαγής, στην οποία ανεπιφύλακτα προσφέρεται, έχοντας πριν, σαν σε όραμα, δεχτεί οδηγίες κατάκτησης μεθόδων αυτογνωσίας και τρόπων καταβύθισης στα όρια της ύπαρξης, εκεί όπου όνειρο και πραγματικότητα συνυπάρχουν και συνυφαίνουν τις προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση του «τόπου» που διακαώς επιθυμεί. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι η υπέρογκη αίσθηση της ανάγκης για αλλαγή, της δημιουργεί έναν άσβεστο πόθο φυγής και από το παρόν της γραφής, εν ονόματι μιας άλλης φωνής, που προς το παρόν δείχνει να ακροάζεται, χωρίς ακόμα να μπορεί να την ακινητοποιήσει στο πεδίο της έκφρασης• πιθανόν επειδή ακόμα αισθάνεται ότι βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κόσμους («πατώ στον ένα / Τον άλλο ποθώ») και συνειδητοποιεί την ύπαρξή της μόνο μέσω της οδύνης, χωρίς, ωστόσο, να παύει να οραματίζεται τη δυνατότητα, έστω, της ανόδου της στο φως, όπως προκύπτει από τα ποιήματα της τρίτης ενότητας του βιβλίου («Κατάδυση»).
Σ’αυτήν την ενότητα έχει κανείς την αίσθηση ότι ολοκληρώνεται το λυτρωτικό «παιχνίδι» της ανάβασης δια της καταβάσεως• γεγονός που προϋποθέτει τη συνειδητή εγκατάλειψη του ποιητικού υποκειμένου στη μετέωρη κίνηση μεταξύ υπάρξεως και ανυπαρξίας, μεταξύ ύψους και βάθους, των οποίων τα ορατά σύμβολα λειτουργούν ανεστραμμένα. Ο ουρανός μεταλλάσσεται σε βυθό και η γη αποκτά τα γνωρίσματα ενός απαρασάλευτου και απροσέγγιστου ύψους• ανάμεσά τους εναλλάσσονται οι εποχές, με προεξάρχουσα την άνοιξη, σαν αφυπνιστήριο έναυσμα, σαν υπενθύμιση στον πάσχοντα άνθρωπο, τον εγκλωβισμένο στην φθοροποιό της ψυχής καθημερινότητά του, ότι μπορεί να ελπίζει στο θαύμα, αρκεί να είναι έτοιμος να το διακρίνει και να το ψαύσει, με όποια μορφή κι αν αυτό συντελεστεί. Ενόσω διαρκεί αυτή η κατάσταση του μετεωρισμού και η συνακόλουθη υπαρξιακή ένταση, η ποιήτρια δεν παύει να διακατέχεται από μιαν εντονότατη απολογιστική και, εμμέσως, απολογητική διάθεση για την ως τώρα πορεία της, ψηλαφώντας τα αίτια που την οδήγησαν στο παρόν αδιέξοδο και στην ανάγκη διαφυγής της προς ένα μέλλον ενδεχομένως αβέβαιο, οπωσδήποτε όμως περισσότερο ανταποκρινόμενο στις έμφοβες, πλην όμως ενισχυτικές των ζωτικών της δυνάμεων, προσδοκίες. Στην ανάγκη διαφυγής της προς τα εκεί που πιστεύει ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια προσωπική λύτρωση, ή προς τα εκεί που διακρίνει, έστω αμυδρά, την αρχή της κλίμακας που θα την οδηγήσει στην επιθυμητή πραγματικότητα. Στην επικίνδυνη, ολισθηρή και αλλοπρόσαλλη κλίμακα της αληθινής ζωής, που την ανεβαίνει κανείς δια της καταβάσεως και το αντίστροφο και που σε κάποια από τις βαθμίδες της, ίσως στην πρώτη, ενεδρεύει ο έρωτας, στην κατάσταση του οποίου, μεταξύ οδύνης και ηδονής, εναλλάσσονται και ακαριαία ταυτίζονται το φως και το σκοτάδι. Κυρίως, μέσω του έρωτα, σε όλες τις εκφάνσεις του, επιχειρείται η επιστροφή στις ρίζες της ύπαρξης• εκεί όπου μπορεί να συντελεστεί το μέγιστο θαύμα της αυτογνωσίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής, αν όχι όλα, γράφτηκαν εν θερμώ• γι’ αυτό και τα διακρίνει, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, το στοιχείο μιας έντονης δραματικότητας. Συχνά η φωνή της ποιήτριας ακούγεται παλλόμενη από μία βαθιά συγκίνηση που όμως, παρά την οξύτητα των υπαρξιακών καταστάσεων που την προκάλεσαν, δεν υπερβαίνει το μέτρο• δεν φτάνει στην υπερβολή, δεν γίνεται μελοδραματική• αντιθέτως διακρίνεται από μία δωρική λιτότητα και αμεσότητα. Πράγμα που, κατά τη γνώμη μου, οφείλεται στην εν μέρει έμφυτη και εν μέρει κατακτημένη ικανότητα της Ειρήνης Ρηνιώτη να περιβάλλει τα αισθήματά της με μία γλώσσα νηφάλια και διαφανή, μέσα στη νηφαλιότητά της, επιτρέποντας στον αναγνώστη να διακρίνει και να αισθανθεί την ένταση των γενεσιουργών αιτίων της ποίησής της εν σιωπή. Κι αυτό δεν είναι λίγο.

(Τα Ποιητικά, τχ. 2, Ιούνιος 2011, σελ. 23)