Στέργια Κάββαλου

(Πλαστική άνοιξη, Εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα 2013)

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

Από παντού εκτεθειμένη σε όλα όσα την περιβάλλουν -πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις- η νέα ποιήτρια (η Πλαστική άνοιξη είναι το πρώτο της βιβλίο), δεν βρίσκει άλλον τρόπο να αντιδράσει -να αμυνθεί σε πραγματικές και σε νομιζόμενες επιθέσεις- παρά καταφεύγοντας σε μεθόδους, το «υλικό» για την ενεργοποίηση των οποίων -λόγω ηλικίας αλλά και λόγω της ενδιάθετης τάσης της αντιπαρατεθεί σε οτιδήποτε θεωρεί αντιπροσωπευτικό του «βολεμένου» κόσμου των μεγάλων- απορρέει από την ειρωνική και σαρκαστική της διάθεση. Ο φόβος της μήπως εντέλει μοιάσει με ό,τι φοβάται και απορρίπτει (φόβος που έχει τις ρίζες του στην εν μέρει συνειδητά και εν μέρει διαισθητικά σχηματισμένη άποψη ή υποψία ότι η εναλλαγή των ηλικιών και των συνακόλουθων νοοτροπιών είναι, εντέλει, μία επιβαλλόμενη από τη φύση τελετουργική επανάληψη) την κάνει συχνά να καταφεύγει σε μαγικές εκφράσεις παιδικών παιχνιδιών ή σε κατακερματισμένες νοηματικά φράσεις, με απώτερο στόχο την απομυθοποίηση του σοβαροφανούς κόσμου που την περιβάλλει και την απειλεί.
Η ανατρεπτική -και αυτοανατρεπτική-, εν γένει, διάθεση του ποιητικού υποκειμένου, η διαρκής ανησυχία, ο φόβος εγκλωβισμού στα γρανάζια ενός ισοπεδωτικού συστήματος, το ωθεί στη δημιουργία παραποιημένων εικόνων της φύσης και της πραγματικότητας, που δεν οφείλονται, όπως θα μπορούσε να πιθανολογήσει κανείς, σε κάποιες υπερρεαλιστικές καταβολές ή επιδράσεις, αλλά στην έντονη αίσθηση του παραλόγου που το διακατέχει ακόμα και όταν έρχεται αντιμέτωπο -το ποιητικό υποκείμενο- με τις πλέον αυτονόητες πτυχές της καθημερινότητάς του. Σαν διχασμένη ηλικιακά, η ποιήτρια, προσπαθεί, άλλοτε με αγωνία, άλλοτε με παιγνιώδη διάθεση και άλλοτε παιγνιωδώς αγωνιώσα, να συνδυάσει μνήμες των παιδικών της χρόνων και να θωρακιστεί, συναισθηματικά και νοητικά, ερχόμενη αντιμέτωπη με τον άγνωστο και επίβουλο κόσμο των ενηλίκων. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι ο ηλικιακός διχασμός που τη διακρίνει και, κυρίως, τα έντονα διατηρούμενα μέσα της στοιχεία -και όχι απλώς υπολείμματα- της παιδικής της ηλικίας συμβάλλουν τα μέγιστα στη διαμόρφωση και στην ενίσχυση των ποιητικών της δυνατοτήτων.
Ό,τι καθιστά την Στέργια Κάββαλου ποιήτρια ή, εν πάση περιπτώσει, τη στέργει στην αντιμετώπιση ενός κάθε άλλο παρά ευφρόσυνου ή απλώς ανεκτού παρόντος, οφείλεται στην άρρηκτη και διαφυλαγμένη ως κόρη οφθαλμού σχέση της με το προσωπικό της παιδικό παρελθόν αλλά και με την παιδικότητα γενικώς. Γι’ αυτό και κάποτε ο λόγος της υπερβαίνεται από εκφραστικές χειρονομίες και πόζες εντυπωσιασμού• γι’ αυτό κι ενίοτε υποβόσκει μία διάθεση ναρκισσιστική, με συνέπεια ο «άλλος» να υπάρχει απλώς για την επιβεβαίωση ή τη συναισθηματική οριοθέτηση του ποιητικού υποκειμένου. Πράγματα που κάθε άλλο παρά ελαττώνουν τη βαρύτητα και την επάρκεια του όλου εγχειρήματος, αφού η τολμηρότητα της έκφρασης, η ικανότητα συναρμολόγησης θνησιγενών εικόνων από παραδοσιακώς νομιζόμενα στέρεα υλικά και η διάχυτη αίσθηση ενός καθημερινού θανάτου μέσα στα επίσης νομιζόμενα σταθερά -πλην όμως κατά βάθος σαθρά- δεδομένα της καθημερινότητας αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός ιδιαιτέρως αξιόλογου ποιητικού πυρήνα.