Θάνος Φωσκαρίνης (Χους, Εκδόσεις Οδός Πανός, Αθήνα, 2012)

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

«Γράφω για να υπομείνω την τρέλα των ανθρώπων / γράφω για να μην πάψω ν’ αγαπάω τους ίσκιους / και την ηχώ που σβήνει». «Πολεμάω τη φθορά / που είναι τρομερή που είναι ανελέητη / σχολειό μου η δυστυχία η φτώχεια κι η αρρώστια / οι αργοί θάνατοι τόσες φορές πριν τον οριστικό». «Ο πόνος είναι ο άγγελος θεός μου». Στίχοι όπως αυτοί, παντοιοτρόπως επαναλαμβανόμενοι, προδίδουν, νομίζω, την επώδυνα παγιωμένη στάση του ποιητή απέναντι σε όλα όσα θα μπορούσε να πει κανείς ότι διαμορφώνουν και συνέχουν την έννοια της ζωής• της δικής του ζωής και της ζωής γενικά. Στίχοι όπως αυτοί συμβάλλουν στη στερεοποίηση, στη σταθεροποίηση μιας κατ’ αρχάς διάχυτης και απροσδιόριστης ατμόσφαιρας λύπης, πένθους, ματαίωσης και απόλυτης μοναξιάς. Παράλληλα, καθορίζουν το ποιητικό-σκηνικό πλαίσιο, στο κέντρο και στις παρυφές του οποίου διαδραματίζονται σκηνές και διαμορφώνονται καταστάσεις που δικαιολογούν και επεξηγούν την οδυνηρή απόφανση ότι η ζωή του καθενός δεν είναι, εντέλει, παρά ένας πόνος λαξευμένος ισοβίως από εναλλαγές χαράς και λύπης, με την τελευταία να υπερτερεί συντριπτικώς.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα ποιήματα της συλλογής, με τον χαρακτηριστικό τίτλο Χους, χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: στην πρώτη ανήκουν εκείνα που, όπως επισημάνθηκε ήδη, συνθέτουν μιαν ατμόσφαιρα άμεσα ανταποκρινόμενη στον ψυχισμό και στην εν γένει διάθεση του βαθύτατα πάσχοντος ποιητικού υποκειμένου, καθώς ακατάπαυστα καταλήγει σε οδυνηρές διαπιστώσεις. Η διαπίστωση, λ.χ., ότι το στοιχείο που τον συνδέει με τη ζωή και τον διδάσκει τρόπους αντιμετώπισής της είναι ο πόνος• η διαπίστωση, ακόμα, ότι το να ζει κανείς δεν σημαίνει κιόλας ότι υπάρχει («η έκπληξη να ζω /κι όμως να μην υπάρχω») και, τέλος, η διαπίστωση και η νηφάλια παραδοχή της «ανικανότητάς» του να συγκατατεθεί και να αποδεχτεί τους όρους μιας απάνθρωπης και τραυματικής καθημερινότητας, στην οποία δεν έχει να αντιπαραθέσει παρά μόνο την ευαισθησία και τη καλλιεργημένη φαντασία του. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα ποιήματα-ελεγείες στην εκλιπούσα μητέρα. Πρόκειται για ποιήματα με έντονο το αφηγηματικό στοιχείο, ενδεχομένως απαραίτητο για την άμβλυνση της εντονότατης συναισθηματικής και συγκινησιακής φόρτισης του «ποιητή-αφηγητή», ο οποίος έντρομος διαπιστώνει την οριστική αποκοπή του ομφάλιου λώρου που τον συνέδεε με ό,τι θα μπορούσε να τον ενισχύσει στην προσπάθειά του να υπάρξει.
Τα ποιήματα της μιας και της άλλης κατηγορίας απαρτίζουν, εντέλει, ένα ιδιαιτέρως ενδιαφέρον, ποιητικά, προσωπικό ημερολόγιο, στις ιδιότυπες «εγγραφές» του οποίου εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς την εντονότατη ανάγκη του ποιητή για μιαν εκ βαθέων εξομολόγηση όλων όσα τον στιγμάτισαν στο παρελθόν, προδιαγράφοντας το παρόν και το μέλλον του: Για την αδυναμία του να συγκατατεθεί στο μεγάλωμα της ηλικίας, για την οδυνηρή αίσθηση της αναντιστοιχίας ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα του, για την απάνθρωπη σκληρότητα του κόσμου στον οποίου «κλήθηκε» να ζήσει, τολμώντας συχνά σαδομαζοχιστικές, σχεδόν τελετουργικές, αναπαραστάσεις καταστάσεων και σκηνών που μετατρέπουν τη μνήμη σε ανοιχτή πληγή και καθιστούν τη συνείδηση της ύπαρξης -έστω της αδικαίωτης ύπαρξης- σωστό μαρτύριο, όπως συμβαίνει λ.χ. στο ποίημα που αναβιώνεται η μετακομιδή των οστών της μητέρας του.

(Τα Ποιητικά, τχ. 7, Σεπτέμβριος 2012, σελ.19)