Ο Παρισινός Ουράνης

Σελίδες παλιάς κριτικής

Γεώργιος Φτέρης (1892-1967)

Ο Παρισινός Ουράνης

 

Σ’ ένα παλιό σημειωματάριο με διευθύνσεις λησμονημένες, άχρηστες πια -που τις διατηρούμε ωστόσο γιατί καθώς δένονται με ολόκληρη ζωή ΄χουν γίνει τα μουσικά πλήκτρα της- αναζητήσαμε, όταν εμάθαμε το θάνατο του αξέχαστου φίλου, ένα τηλεφωνικό νούμερο. Έμενε καθαρά γραμμένο στο ψηφίο του. Και τότε με τη φαντασία, με τη νοσταλγία -γιατί εδώ βρισκόμαστε στη δική τους περιοχή- επήραμε από το Μπουλβάρ ντε Μπατινιόλ το ακουστικό για να τηλεφωνήσομε: Gutenberg 04.04.

            Από την άλλη μεριά του Παρισιού έφτασε σε λίγο η φωνή του, η βαθιά αχνώδης φωνή του αγαπητού Ουράνη, που τη συνόδευε πάντα κάτι από την ανάσα της δύσπνοιας και με τον αλαφρό βόμβο της ενομίζατε πως αφαιρούσε από τις λέξεις την άμεση σαφήνεια, ό,τι ήταν ωμά συγκεκριμένο για να τους δώσει εκείνη την υποβλητική ακουστική του θαμπού, του θολού, που ανταποκρινόταν στις λυρικές του ατμόσφαιρες. Έτσι επικοινωνούσαμε μαζί του πολύν καιρό. Ο τηλεφωνικός αριθμός που αναφέραμε είναι δικός του, μόνο που δεν υπάρχει το όνομα του δρόμου στο σημειωματάριο. Αλλά διατηρούμε ζωηρά στη μνήμη μας τη μορφή του σπιτιού. Ήταν ένα χαριτωμένο μικρό διαμέρισμα, ισόγειο, στο βάθος μιας παλιάς γαλλικής αυλής που θύμιζε σκηνικό του Μολιέρου. Πηγαίναμε αρκετά συχνά. Πηγαίναμε προπάντων όταν η βροχή του παρισινού χειμώνα, με το να συνεχίζεται μέρα νύχτα έπαιρνε στο τέλος έναν τόνο καταθλιπτικής, οριστικής μονιμότητας. Ενομίζατε ότι γύρω σας όλα άρχιζαν να σαπίζουν σιγά σιγά, να ρέβουν μέσα στο νερό, μέσα στη θανάσιμη υγρασία.

            Τότε ακουγότανε συνήθως το δικό μας τηλέφωνο -το περιμέναμε συνήθως. Και ξέραμε πάντα ποιος μας καλεί, μ’ έναν τρόπο μάλιστα αγωνιώδη, πάντα ανησυχητικό, σα να ζήταγε βοήθεια. Ήταν ο Ουράνης. Δεν μπορούσε να υποφέρει τη μοναξιά του, ιδίως όταν την ένιωθε διάβροχη, μέσα σε υγρό γενικό περιβάλλον, όσο και να ’ταν το διαμέρισμά του ευχάριστο. Αισθανότανε πλήξη, μια αλλιώτικη υγρασία που του περόνιαζε λίγο λίγο την ψυχή.

Όπως δείχνει ο τίτλος μας, αυτό το σχεδίασμα του Κώστα Ουράνη είναι τοποθετημένο μέσα στην κορνίζα μιας ορισμένης εποχής, της παρισινής, δεν έχει μ’α άλλα λόγια καμιά κριτική πρόθεση. Θα προσθέσομε μάλιστα ότι δεν πρόκειται να τον κρίνομε ποτέ, πρώτα πρώτα γιατί παίρνομε σαν ένα οριστικό, σαν ένα αδιάσειστο πια δεδομένο το ότι η ποίηση του Ουράνη έχει την καθαρότερη λυρική ποιότητα στο είδος της κι έπειτα γιατί η φιλία μας πάει παραπέρα από την κρίση. Κι όταν μιλάμε για τον παρισινό Ουράνη, εννοούμε μια φάση της ζωής του προγενέστερη από εκείνη που τον εγνωρίσαμε. Είναι αυτή που μεσολαβεί μεταξύ του 1910 και του 1914, το Παρίσι με τη μεγάλη φιλολογική δόξα, με τα ονόματα του Μπωντελαίρ, του Βερλαίν, του Ερεντιά, του Σουλλύ Πρυντόμ, που εγοήτευαν τα αθηναϊκά καφενεία. Και έκαναν τους νέους ποιητές να ζουν στη λατινική Συνοικία με τη φαντασία τους, ανυπόμονοι μάλιστα για ν’ αντικαταστήσουν τον Ζαν Μωρεάς.

Στα μεγάλα Μπουλβάρ έμενεν ακόμη κάτι από την ατμόσφαιρα της δεύτερης αυτοκρατορικής εποχής κι από την  περιπέτεια της Τρίτης Δημοκρατίας. Κάτι από τα χρόνια του Καφέ Αγγλαί, του Μπαρμπέ ντ’ Ωρεβιλλύ, του Τορτονί, του Γκονκούρ, του Ροσφόρ. Ο Μωρεάς εμεσουρανούσε, επήγαινε κάθε μέρα στη «Βασέτ» με τους ιδρυτές της «Εκόλ Ρομάν», με τον Ραινώ, με τον Μαιντρόν, με τον ντυ Πλεσσύς, με τον Σαρλ Μωρράς, με τις γνωστότερες τότε φιλολογικές προσωπικότητες. Στην «Κλοζερί ντε Λιλά», που κρατούσε πάντα την ανάμνηση του Μπωντελαίρ, του Σεζάν και του Μανέ, έκαναν την εμφάνισή τους η κόμισσα Άννα ντε Νοάιγ και η κυρία Λυσί Ντελαρύ Μαρντρύς, κρατώντας τον Ανρί Ρομπέρ από τα χέρια. Έπειτα έφτανε ο πρίγκιπας των ποιητών, ο Πωλ Φορ, που εδέσποζε τότε με τις Γαλλικές Μπαλάντες του, έτσι όπως χαιρετιστήκανε από την κριτική, σαν μια λυρική πράξη επιστροφής στην καθαρή ποιητική παράδοση της Γαλλίας.

Στο Μονπαρνάς, στη Ροτόντ, ο κόσμος εκοίταζε τον Ραποπόρ να κουβεντιάζει με τον Λουνατσάρσκυ. Οι εκδοτικοί οίκοι δεν επρόφταιναν να τοποθετούν στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων νέες ποιητικές συλλογές. Το σπίτι του Μαλλαρμέ, στη ρυ ντε Ρομ, εθεωρείτο ιερό, άδυτο. Όλες οι συζητήσεις είχαν για κύριο θέμα τους την ποίηση, τους παρνασσιακούς, τους συμβολιστές, τη φιλολογία. Οι νέοι έκαναν στο Καρτιέ Λατέν διαδηλώσεις, φωνάζοντας: «Κάτω ο Λαφόργκ! Ζήτω ο Ρεμπώ!». Τότε επήρε ο Κώστας Ουράνης την πρώτη άμεση επαφή του με τα γαλλικά Γράμματα. Για να γίνει σε λίγο Παρισινός. Ο Παπαντωνίου που τον εγνώρισε εκείνη την εποχή, μας μιλούσε μ’ ένα κρυφό θαυμασμό -έτσι καθώς ήτανε ο Παπαντωνίου επαρχιακά συνεσταλμένος από τη φύση του- γι’ αυτό τον νέο συμπαθητικό ποιητή, που με το ψηλό του καπέλο, με το κομψό του κοστούμι και με το μονύελο, έμπαινε στο «Ναπολιταίν», στο «Φρανσουά Πρεμιέ», στο «Καφέ Φλωρ», με την αρχοντικότερη άνεση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν ο πιο παρισινός, ο πιο γαλατικός Έλληνας που επέρασε από την πρωτεύουσα της Γαλλίας. Είχε σε κείνη την περίοδο κάτι από την έκφραση του διπλωματικού, του νέου της καριέρας που βγαίνει από καλή οικογένεια. Και του άρεσε πάντα η εκλεκτή ποιότης σ’ όλες τις εκδηλώσεις της, το καλό ρούχο, το καλό σπίτι, η καλή συνοικία, η καλή κουβέντα, το καλό ρεστωράν· κι οι μεγάλες ξένες πολιτείες, χωρίς ωστόσο ο κοσμοπολιτισμός του να ’χει τίποτε το αντιπαθητικό, το λεβαντίνικο.

Το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει. Μ’ όλο που ταξιδεύοντας συγκινήθηκε με ό,τι αποτελεί τη δόξα, το θρύλο και την ομορφιά του ευρωπαϊκού κόσμου, έμεινε στο βάθος βαθύτατα, εντονότατα Έλληνας. Το βλέπει κανείς στα Ταξίδια στην Ελλάδα που αν δεν κάνομε λάθος είναι το τελευταίο βιβλίο του. Δίνει μ’ έναν τρόπο πραγματικά εξαίρετο, τις ώρες της Ελλάδας, τις αποχρώσεις των ελληνικών ωρών, των ελληνικών εποχών απάνου στην ατμόσφαιρα. Τα φθινόπωρα, τη μελαγχολία που προκαλούν τα παλιά ερειπωμένα πράγματα, την ψυχή της ελληνικής νύχτας, το θαύμα της ελληνικής ανατολής. Το στεγνό, το λασπερό, το έρημο, η βρύση που τρέχει με τα λυγμώδη της νερά, τα κάστρα, ό,τι έμεινε από τους αιώνες της ιστορίας, από τους Φράγκους, από τους Καταλανούς, από τους Τούρκους, ξαναπαίρνει τη λαλιά του. Ξαναβρίσκει την υποβολή του, με το λυρικό τόνο αυτού του ποιητή που αγάπησε εντούτοις τόσα και τόσα πράγματα σε τούτο τον κόσμο. Αυτό θα πει πως ήτανε κάτι περισσότερο από ποιητής. Ένας άνθρωπος, ένας καθολικός άνθρωπος.

 (1953)