Στάθης Κουτσούνης (Στιγμιότυπα του σώματος, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2014)

Γιάννη Στρούμπα

 Ηδονή κι οδύνη

Στάθης Κουτσούνης, Στιγμιότυπα του σώματος, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2014, σελ. 48.

«Πάντα τὰ μὲν τοῦ σώματος ποταμός», σημειώνει «Εἰς ἑαυτόν» ο Ρωμαίος αυτοκράτορας και στωικός φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος· κι ο Στάθης Κουτσούνης, ορμώμενος από τη ρήση του φιλοσόφου, τη θέτει ως μότο στην ποιητική του συλλογή Στιγμιότυπα του σώματος, προϊδεάζοντας τον αναγνώστη για τον προσανατολισμό της θεώρησής του. Χειμαρρώδη πάθη, πόθους, ηδονές κι οδύνες πραγματεύεται ο Κουτσούνης στα ποιητικά του «στιγμιότυπα». Τα στιγμιότυπα αυτά, σαν συναισθηματικές εκδηλώσεις, σμιλεύουν με την ορμητικότητά τους σώμα και ψυχή, σχηματοποιώντας τα στο πέρασμα των εποχών και, γενικότερα, του χρόνου.

Τα σώματα στη θεώρηση του Κουτσούνη, διερχόμενα τις τέσσερις εποχές, σημαδεύονται έντονα από έναν διπλό έρωτα: εκείνον για τη σάρκα και τον άλλον για τη γραφή. Μάλιστα ο δεύτερος παρομοιάζεται με τον πρώτο, καθώς η σελίδα παρουσιάζεται να προσμένει την πένα και να αγωνιά γι’ αυτήν «σαν γυναίκα ερεθισμένη/ για τη στύση του εραστή της». Ο παραλληλισμός των δύο ερώτων, σε βαθμό σχεδόν μιας μεταξύ τους ταύτισης, ενισχύεται όχι μόνο από την ηδονή που προσφέρουν στους μύστες τους, μα κι από τον πόνο που τους συνοδεύει. Γι’ αυτό και η γέννηση, σαν αποτέλεσμα της ερωτικής πράξης, λογίζεται διαδικασία ανοίκεια, εχθρική, αφιλόξενη, μια διαδικασία έκπτωσης από τη ζεστασιά, από τον παράδεισο της μήτρας, σε μια επικράτεια όπου λυσσομανούν οι άνεμοι, κυριαρχεί το κρύο, ενώ και το χώμα απομυζά κάθε ικμάδα των όντων. Ακόμη κι «εξωτερικά» ιδωμένη, από τα μάτια ενός μικρού παιδιού που ακολουθεί τη μαμή σε γυναίκες ετοιμόγεννες, η γέννηση παραμένει εφιαλτική, με αίματα, έντερα, ξερατά κι ανεμοστρόβιλους. Το γυναικείο αιδοίο, «αρχή και τέλος» της γέννησης, αποδεικνύεται μια «μαύρη τρύπα», ένα πολλά υποσχόμενο μα καταστροφικό κουτί της Πανδώρας. Η πρώτη εποχή στην οποία καλούνται να επιβιώσουν οι έρωτες είναι, λοιπόν, ο παγωμένος χειμώνας.

Παρά την παγωνιά, ωστόσο, η ερωτική επιθυμία είναι τόσο ακατανίκητη, ώστε επιμένει, αψηφώντας τους κινδύνους: «σε κάθε τρύπα/ καρτέρι μου στήνουν οι μέλισσες», διαπιστώνει το ποιητικό υποκείμενο, επιβεβαιώνοντας πως το τρύγημα του μελιού, δη του μεταφορικού ερωτικού, εγκυμονεί πλήθος δηλητηριώδη κεντρίσματα. Η «Σωματογραφία i» του Κουτσούνη, πρώτη στη σειρά των σωματογραφιών του ποιητή, προσδιορίζει τον έρωτα ακριβώς σαν ακαταμάχητο μαγνήτη, που συχνά όμως οδηγεί σε σύρσιμο στη λάσπη.

Η επικινδυνότητα του έρωτα προεκτείνεται στον καρπό του, το νεογέννητο παιδί. Το πρώτο δώρο για το νεογέννητο είναι μια γατούλα, γεννημένη ταυτόχρονα με αυτό. Στην τρυφερή της ύπαρξη δεν περιλαμβάνεται μόνο το απαλό της τρίχωμα αλλά και το νύχι της, «που ωριμάζει». Να ’ναι η γατούλα τούτη, άραγε, μόνο το συμπαθές κατοικίδιο ή μήπως συμβολίζει και τη ναζιάρα γυναίκα, που πλάι στην ερωτική της φύση καλλιεργεί τα αγριότερα ένστικτα, από τη λατρεία και το πάθος ως την προδοσία και την εκδικητικότητα; Γι’ αυτό ίσως το ποιητικό υποκείμενο αισθάνεται τρόμο μπροστά στη γυναικεία «άδηλη όψη»: παρά τα όσα αφήνει η όψη, το πρόσωπο, να φαίνονται, παραμένει κατά βάθος άδηλη, δεν αποκαλύπτεται, προσποιείται και παραπλανά. Εξού κι ο γενικότερος τρόμος, που ρέει ήδη από το ποιητικό παρελθόν του Κουτσούνη στη συλλογή του Η τρομοκρατία της ομορφιάς.

Τον χειμώνα τον διαδέχεται η άνοιξη. Το άνοιγμα του καιρού συνοδεύεται από την επέλαση του φωτός, το οποίο αντανακλάται στο απλωμένο για να στεγνώσει «φρεσκοπλυμένο ασπρόρουχο», καθιστώντας έτσι ακόμη εντονότερη την εντύπωση της φωτεινότητας. Όμως η αισιόδοξη προοπτική δεν κατισχύει εντελώς, γιατί πάντα παραφυλάει η σκόνη στο πιθανό ξύπνημα του ανέμου που «λαγοκοιμάται». Ο υφέρπων κίνδυνος της σκόνης επαναφέρει στο προσκήνιο την επικινδυνότητα του έρωτα. Στη δεύτερη σωματογραφία του Κουτσούνη («Σωματογραφία ii») ο ερωτικός πόθος εκ νέου αναφλέγεται και καπνίζει, μα κι εκ νέου απειλεί να κατασπαράξει όποιον τυλιχτεί στα δίχτυα του. Γι’ αυτό η γυναίκα-«λύκαινα», αγριεμένη απ’ τον χιονιά, «κατεβαίνει στην πόλη λιμασμένη». Έρωτας και θάνατος βαδίζουν αντάμα. Η μελαγχολία κυριεύει εύλογα το ποιητικό υποκείμενο, ώστε στα «δάχτυλα φίδια» να μην ενθυμείται μόνο το σεξουαλικό παιχνίδι, αλλά να σχηματίζει και την εικόνα του σηπόμενου νεκρού σώματος, στην αποσύνθεση του οποίου συμμετέχουν τα φίδια.

Η είσοδος στο καλοκαίρι συνοδεύεται από την παρακμιακή εικόνα της «Επαρχίας», όπου η απεγνωσμένη γεροντοκόρη με τα εξώγαμα παιδιά της, στην απελπισία της, τα τινάζει «από πάνω της ψείρες». Το άχθος είναι ανυπόφορο, η ζωή ατελέσφορη, η γενικότερη διάψευση των προσδοκιών σφραγίζει την παρακμή. Η ακόλουθη τρίτη σωματογραφία («Σωματογραφία iii») επιβεβαιώνει τη συνύπαρξη ηδονής κι οδύνης στον έρωτα, με τον συνακόλουθο περιορισμό της ευεργετικής του επίδρασης στον άνθρωπο, εφόσον το γυναικείο σώμα με τα κάλλη του δεν είναι μοναχά χρυσάφι αλλά και σφαγείο: «Τα χείλη σου χίλιοι σφαγμένοι», όπως σχολιάζεται στην πρώτη υποενότητα με τον τίτλο «Αίμα» της τρίτης σωματογραφίας.

Ο κεντρικός δομικός σχεδιασμός του Κουτσούνη ολοκληρώνεται στη συλλογή του με την έλευση της τελευταίας εποχής στην προηγηθείσα σειρά, δηλαδή του φθινοπώρου. Το φθινόπωρο επιφέρει «τη βία του ανέμου/ το τράνταγμα των κλαδιών και την άλωση», διαιωνίζοντας το παρακμιακό κλίμα. Το ποιητικό υποκείμενο υποκύπτει στη φθορά και προσαρμόζεται «ανάμεσα στα πεσμένα φύλλα» που περιμένουν τη σήψη τους.

Η μελαγχολική διάθεση στη συλλογή, ως απότοκο της αξιολόγησης μουντών καταστάσεων, συνοψίζεται σε τρία βαθιά θλιμμένα ποιήματα, που συνιστούν ύμνο συμπόνιας στον άνθρωπο: την «Ψηλοτάκουνη γόβα» και την ενότητα «Το σφύριγμα της βάρκας μες στη νύχτα», με τα δύο ποιήματα για τον αναχωρούντα προς τον άλλο κόσμο πατέρα. Τόσο η θλίψη της οικιακής βοηθού, που δοκιμάζει τα ρούχα της κυρίας της στα κρυφά, όσο κι η θαμπωμένη μορφή του πατέρα ανασυνθέτουν τον καταπιεσμένο κόσμο των ανθρώπων μιας ευρείας ταξικής ομάδας δίχως όνειρα, που στον απολογισμό της ζωής τους απομένουν να αξιολογούν τον βίο τους σαν «φορτηγά που σκούριασαν/ κολλημένα στην άμμο». Γι’ αυτό, ίσως, κι η κάθοδος στον Άδη τού πατέρα επιζητείται από τον ίδιο σαν γλιτωμός από την κούραση των εγκοσμίων: «μη με χασομεράς/ […] δεν έχω τώρα καιρό» («Τα κέρματα»).

Ο Κουτσούνης, χωρίς να εγκαταλείπει την παρελθούσα θεματολογία του προδίδοντάς την, την προεκτείνει συνειδητά, με τις τεχνικές της ποιητικής του επεξεργασίας εντελέστερα επεξεργασμένες. Η μεταφυσική του περιβάλλοντος, με τα στοιχεία του που αποκτούν σώμα και ζωή, ριζώνει ιδίως στην προηγούμενη συλλογή Έντομα στην εντατική. Όμως καί στην παρούσα συλλογή τα ίδια στοιχεία αποκτούν την οργανική τους θέση, εφόσον, σαν σώματα, ενσωματώνονται στα στιγμιότυπα που πραγματεύεται ο ποιητής. Ο έρωτας με ποδοσφαιρικούς όρους, η αποκόλληση της ψυχής από το σώμα και η θέασή του από ψηλά, υπό τη μουσική συνοδεία μιας «φούγκας», συμπληρώνουν τα στιγμιότυπα του ποιητή, συνδυάζοντας την παράδοση των προηγούμενων συλλογών με τις προεκτάσεις της νέας για την ανάγκη της κατίσχυσης του φωτός απέναντι στον ζόφο και της τελικής συμφιλίωσης των όντων προς την υπέρβαση των δεινών («Αν δεν ήμουν/ δεν θα ήσουν»).