Δήμητρα Χριστοφορίδου (Προς ανάμματα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2010)

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

Το πρώτο πράγμα που με εντυπωσίασε ξεφυλλίζοντας την πρώτη ποιητική συλλογή της Δήμητρας Χριστοφορίδου ήταν μία ασυνήθιστη τόλμη στη σύνθεση των εικόνων της. Εικόνων που αισθάνθηκα να ανταποκρίνονται άμεσα  στη συγκεκριμένη, κάθε φορά, πρόθεση και σε μιαν ιδιοσυγκρασιακά προσδιορισμένη οπτική γωνία της ποιήτριας απέναντι στον κόσμο που την περιβάλλει, συνθεμένων από περισσότερο ή λιγότερο -ή και καθόλου- επεξεργασμένο υλικό που της προσφέρει αυτός ο κόσμος. Διέκρινα επίσης μία εντονότατη σαρκαστική διάθεση μπροστά στην παντοιοτρόπως νομιμοποιημένη, θεσπισμένη, κοινωνική αναλγησία. Διάθεση εκφρασμένη με τρόπους κυμαινόμενους ανάμεσα στην αλληγορία και σε έναν ιδιότυπο συμβολισμό· ιδιότυπο, επειδή δεν αποσκοπεί στην υποβολή κάποιας διάθεσης ή μιας άποψης, αλλά στην ανατροπή της πραγματικότητας που υποπίπτει -όπως υποπίπτει- στην αντίληψή της, με προφανή ή τεκμαιρόμενο στόχο τη δημιουργία ενός απομυθοποιημένου και ανεστραμμένου ειδώλου της.

Συχνά μου δημιουργήθηκε η αίσθηση μιας υποδόριας σχέσης της ποιήτριας με τον υπερρεαλισμό. Όχι με τον υπερρεαλισμό στην ορθόδοξη εκδοχή του, αλλά κάπως παραλλαγμένο ή μεταλλαγμένο· έναν υπερρεαλισμό ο οποίος, έχοντας υποστεί τις διαβρωτικές συνέπειες του χρόνου, μοιάζει απόλυτα προσαρμοσμένος στα δεδομένα της εποχής μας, σαν να έχει ενστερνιστεί και αφομοιώσει τον παραλογισμό της.

Σε αρκετά ποιήματα αισθάνθηκα να της επιβάλλεται ένας ρυθμός ενδιάθετος, εντελώς προσωπικός, εσωτερικός, μία μουσική στενά συναρμοσμένη με τις σκέψεις και τα αισθήματά της, προσδίδοντας στον λόγο της  μιαν υφή ιδιότυπη, κάνοντάς τον να φαίνεται παιγνιώδης, ακόμα κι αν δεν φαίνεται να είναι κάτι τέτοιο μέσα στις αρχικές της προθέσεις. Γεγονός που μπορεί να οφείλεται στη γλωσσική ευλυγισία που τη χαρακτηρίζει και στην άνεση, με την οποία κινείται ανάμεσα στο λόγιο και στο καθημερινό και γλωσσικά τετριμμένο, ανάμεσα στο πραγματικό και στο ονειρικό, άλλο αν το τελευταίο διατηρεί εμφανείς τις καταβολές του από την πραγματικότητα. Μάλιστα, το όνειρο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην όλη ποιητική διεργασία και σύνθεση των ποιημάτων της Δήμητρας Χριστοφορίδου· όπως ομολογεί και η ίδια, κοιμάται «με την ίριδα σε τροχιά γύρω από την κόρη», στήνοντας «καρτέρι στο χειρότερο του ύπνου βάσανο» – ομολογία που τη συνδέει, έμμεσα έστω, με τον υπερρεαλισμό ή, καλύτερα, με μία υπερρεαλιστική εκδοχή της ποιητικής διαδικασίας.

Διακατέχεται, μονίμως σχεδόν, από μία έντονη διάθεση για επικοινωνία-συνομιλία. Το πρώτο πρόσωπο, που δηλώνεται άμεσα ή έμμεσα στα περισσότερα ποιήματα του βιβλίου, τείνει το χέρι του προς τον αναγνώστη, καλώντας τον να αφουγκραστεί το τιθασευμένο, υπάκουο στις επιταγές του ύφους της πάθος για έκφραση και για την κατάδειξη εκδοχών και σκηνών του αποσαθρωμένου περιβάλλοντος κόσμου. Που, ακριβώς επειδή τον αισθάνεται έτσι, αποσαθρωμένο, επιθυμεί διακαώς να τον αποδομήσει, καταφεύγοντας σε έναν λόγο επίσης αποδομημένο, κάτι που δηλώνει απερίφραστα: «Ήρθε η ώρα ν’ ανοίξω τα χαρτιά μου / Δεν γράφω για να δημιουργήσω / Γράφω για να αποδομήσω».

Η ποιήτρια δεν είναι καθόλου σοβαροφανής. Όταν της το επιτρέπουν οι περιστάσεις, δεν χάνει την ευκαιρία να φανερώσει τη σχεδόν μόνιμη παιγνιώδη, περιπαικτική και υποσκαπτική της πραγματικότητας, διάθεσή της. Έχοντας εμπιστοσύνη στο γλωσσικό της ένστικτο, αφήνεται στη ροϊκότητα των λέξεων, χωρίς να ξεστρατίζει, χωρίς να υπερβαίνει τα όρια του νοήματος και του θέματος του κάθε ποιήματος· χωρίς να νοθεύει τον διαφορετικό, κάθε φορά, θεματικό πυρήνα. Η πρόθεσή της να κατακερματίσει λέξεις και νοήματα, να συμπλέξει μεμονωμένους ήχους, είναι καθοριστική του ύφους της. Παρεμβαίνει στις λέξεις, τις διασπά, τις επανενώνει, τις εκβιάζει προκειμένου να αποδώσουν το νόημα που επιθυμεί, όχι από έλλειψη σεβασμού προς αυτές, αλλά από υπερβολικό σεβασμό προς το εκάστοτε ποιητικό έναυσμά της. Σ’ αυτό τη βοηθούν οι εντονότατες υπερρεαλιστικές καταβολές της, σε συνδυασμό με την ενδιάθετη ανατρεπτική στάση της μπροστά στις παντοιοτρόπως παγιωμένες, κοινωνικά και ιδεολογικά, καταστάσεις.

Επιζητώντας να κυριολεκτήσει, επιθυμώντας να αποδώσει αυτό που την ενεργοποιεί πρώτα πνευματικά και, εν συνεχεία, ποιητικά, με τρόπο άμεσο, αδιαμεσολάβητο, δεν διστάζει να φτάσει σε ακραία γλωσσικά σχήματα, κάποτε μάλιστα και αυθαιρετώντας. Αυθαιρετώντας με πλήρη επίγνωση, γιατί, διδαγμένη από την ισπανόφωνη ποίηση της Νότιας Αμερικής ή, καλύτερα, από μία ισχυρή τάση αυτής της ποίησης, δεν θέλει αυτό που προτίθεται να πει να περιορίζεται στους τοίχους ενός δωματίου, αλλά να ακουστεί δυνατά, έχοντας σπάσει τα περιοριστικά δεσμά του γλωσσικού καθωσπρεπισμού. Τεντώνει λοιπόν τα νήματα των νοημάτων που επιθυμεί να κοινοποιήσει στον αποδέκτη της ποίησής της και δημιουργεί συνθήκες και προϋποθέσεις αμφισημίας λέξεων και φράσεων, αποδεχόμενη το ενδεχόμενο να αυθαιρετήσει γλωσσικά, φτάνει να είναι συνεπής στις ποιητικές της προθέσεις. Το νήμα, εξάλλου, που την καθοδηγεί στην πραγματοποίηση αυτών των προθέσεών της, συντίθεται, πλέκεται μάλλον, με την τεχνική του νοηματικού και, περισσότερο, του ηχητικού συνειρμού των λέξεων· ξεκινώντας από την αίσθηση ότι η παραδεδομένη γλώσσα είναι, κατά κάποιο τρόπο, αλυσοδεμένη και δεσμευτική για τους χρήστες της, προσπαθεί να απελευθερωθεί από τα δεσμά της, άλλοτε με θάρρος και άλλοτε με θράσος. Αισθάνεται κάτι σαν απέχθεια για τον κοινότοπο, τον μηρυκασμένο λόγο, τον εγκλωβισμένο στα καλούπια των γραμματικών, των συντακτικών και των κοινωνικών επιταγών («Όταν η λήγουσα είναι μακρά η προπαραλήγουσα δεν τονίζεται / και πώς να τονιστεί με μονό κασετόφωνο / και μπαταρίες ντούρασελ να κρατούν το τροπάρι»). Δηλώνοντας έτσι, εμμέσως πλην σαφώς, την πίστη της στον ανεπίσημο και ακατάπαυστα διαμορφωνόμενο προφορικό-σωματικό λόγο των απλών ανθρώπων, τον περιφερόμενο ελεύθερα στους δρόμους, εκεί που σφύζει η πραγματικότητα.

(Τα Ποιητικά, τχ. 1, Μάρτιος 2011, σελ. 1.)