Μαρία Κυρτζάκη

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου
Κατά πρώτο λόγο για πρακτικούς και κατά δεύτερο για λόγους ουσιαστικούς, θα επιχειρήσω τη σύντομη περιδιάβασή μου στην ποίηση της Μαρίας Κυρτζάκη ξεκινώντας από τη συλλογή της Η γυναίκα με το κοπάδι (1982), όπου για πρώτη φορά συγκεκριμενοποιείται και ανάγεται στο επίπεδο της θεότητας, μιας θεότητας ατομικής, ο «αιφνίδιος λόγος». Δηλώνεται η αμετάκλητη απόφαση της ποιήτριας να παραδοθεί, αν όχι αμαχητί πάντως ανεπιφύλακτα, στη σκοτεινή γοητεία του• στις σαγηνευτικά εκμαυλιστικές υποσχέσεις του. Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα τι ακριβώς σημαίνει αυτό -πόσο βέβαιος μπορεί να είναι κανείς μιλώντας για τέτοια ζητήματα- αισθάνομαι ωστόσο ότι οι ανά πάσα στιγμή αναμενόμενες ανατρεπτικές συνέπειες της ευκταίας εμφάνισής του συνέβαλλαν στη διαμόρφωση μιας νέας στάσης απέναντι στη ζωή και την τέχνη και, πάνω απ’ όλα, στη διαμόρφωση, στην οριστική εδραίωση μάλλον μιας ιδιότυπης, ακραία ερωτικής, σχέσης με τη σώμα της γλώσσας.
Μια σχέση που επισπεύδει ζωτικής σημασίας συνειδητοποιήσεις, όπως είναι η συνειδητοποίηση του δικαιώματος στην άκρα υποκειμενικότητα, καθώς και η σχεδόν έντρομη συνειδητοποίηση της αδηφαγίας των λέξεων, τις οποίες η ποιήτρια αισθάνεται ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει διαφορετικά, παρά μόνο υποτασσόμενη στην υπέρογκη δύναμή τους και με κάθε τρόπο εξευμενίζοντάς τες. Θα έλεγε κανείς ότι από τη συλλογή αυτή και ύστερα η ποίηση της Μαρίας Κυρτζάκη γίνεται, ολοένα και εμφανέστερα, μία ποίηση ιδιοτύπως γλωσσοκεντρική, χωρίς ωστόσο η ενδιάθετη μέριμνά της για τη γλώσσα να αποβαίνει εις βάρος της εκάστοτε ποιητικά εναυσματικής κατάστασης ή βιώματος, χωρίς να καθιστά τον λόγο της αυτοαναφορικό. Η γλώσσα είναι, για τη Μαρία Κυρτζάκη, φορέας μνήμης και συνάμα το νήμα που την οδηγεί, με την ίδια επίφοβη ασφάλεια, στους χώρους της εγρήγορσης αλλά και του ύπνου, εκεί όπου το όνειρο δεν είναι απλώς απείκασμα της πραγματικότητας, αλλά ένας ξεχωριστός και οικείος, ακόμα και όταν είναι εφιαλτικός, κόσμος («Όχι, ο ύπνος μου δε μηρυκάζει. / Με κυριεύει απόλυτα σαν βάρκα / που καταπίνει θαλασσινό πηγάδι», λέει). Και είναι αυτή η σχέση της με τη γλώσσα που την κάνει να αισθάνεται τη βαρύτητα της γραφής, κάτι σαν δυσκαμψία που κάνει δυσπρόσιτα και απροσπέλαστα την πένα και το χαρτί, όταν, περιγράφοντας τις εσώτερες διεργασίες της σιωπής, επιθυμεί διακαώς να τη μετατρέψει σε ποίηση. Κάθε ποίημα, κάθε ποιητική ενότητα της Μ. Κ. είναι προϊόν μιας εκστατικά βιωμένης με το σώμα, το πνεύμα και τον λόγο ερωτικής εμπειρίας, με τον «αιφνίδιο λόγο» να διαδραματίζει τον ρόλο του εγερτήριου εναύσματος.
Αυτό γίνεται ακόμα προφανέστερο στις επόμενες ποιητικές συλλογές της (Περίληψη για τη νύχτα, 1986 και Ημέρια νύχτα,1989), ιδίως στη δεύτερη, όπου η ποιήτρια μοιάζει να προσδοκά τον «αιφνίδιο λόγο», προκειμένου να καταστεί δυνατή η ποιητική γονιμοποίηση του ώριμου για κάτι τέτοιο προποιητικού-βιωματικού υλικού της. Στην οποία ποιητική γονιμοποίηση, το σώμα είναι που κυριαρχεί σε όλες τις πιθανές καταστάσεις του: το σώμα που ασπαίρει από τον πόθο και την ακατασίγαστη επιθυμία ικανοποίησης του πόθου του• το σώμα ως ύλη αλλά και ως πνεύμα, ως πηγή ζωής αλλά και ως προάγγελος του θανάτου. Όλες οι θεματικές πτυχές της ποίησης της Μ. Κ., εξάλλου, συνδέονται άμεσα με το σώμα: οι φάσεις και οι αποχρώσεις του έρωτα, ο θάνατος, ο χρόνος σε όλες τις διαστάσεις του, η επελθούσα και η επερχόμενη φθορά. Και η γλώσσα δεν είναι παρά ένας οργανισμός σωματικά προσδιορισμένος και ψαύσιμος σχεδόν• ένας οργανισμός θρεμμένος από όλες τις περιόδους της ελληνικής γλώσσας, ανθηρός, τολμηρός και πάντα διεκδικητικός του ενιαίου της καταγωγής του. Μάλιστα στη συλλογή Σχιστή οδός (1992), που θα μπορούσε να πει κανείς ότι αποτελεί μία προσωπική μαρτυρία του τρόπου με τον οποίο η ποιήτρια οδεύει προς το ποίημα, διασχίζοντας τα σκοτεινά όσο και ολισθηρά τοπία του συναισθήματος, γίνεται προφανές ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μιαν απλή εξιστόρηση του οδοιπορικού της, αλλά και με μια απόπειρα καταγραφής της παράλληλης με τη δική της πορείας της γλώσσας, μέχρις ότου πραγματοποιηθεί η πολυπόθητη ένωση των σωμάτων τους και προκύψει σε μια στιγμή, αιφνίδια, το αενάως κυοφορούμενο ποίημα.
Για τη Μαρία Κυρτζάκη ο κόσμος συνέχεται και αναδημιουργείται από μια προϋπάρχουσα και στη σιωπή βυθισμένη, πλην όμως άγρυπνη, γλώσσα, που εκτός των άλλων επιβεβαιώνει τον ποιητή για την ύπαρξη ζωής• τον επιβεβαιώνει -και αυτοεπιβεβαιώνεται- την απειροελάχιστη στιγμή που συμβαίνει το αιφνίδιο, όταν το διαρκές κρυφό αιματοκύλισμα του μέσα με τον έξω κόσμο φανερώνεται και προδίδεται απροσδόκητα εντελώς. Μάλιστα, μέσα από την αποκάλυψη της ζωής επιβεβαιώνεται και το αναπόφευκτο του θανάτου, που μόνο εν ζωή εξυφαίνεται στο διηνεκές. Και όλ’ αυτά, με δεδομένη την ύπαρξη μιας μνήμης των λέξεων απύθμενης, αστείρευτης και ανεξερεύνητης κι ενός ομφάλιου λώρου απεριόριστου, ώστε να μπορεί η αγωνιούσα συνείδηση να βυθίζεται στα βαθύτερα στρώματα της ιστορίας, εκεί που θερμαίνονται οι έννοιες και τα αισθήματα. Στη Σχιστή οδό αλλά και σε όλη την ποίηση της Μ. Κ. η γλώσσα λειτουργεί και πορεύεται όπως της το υπαγορεύουν οι περιστάσεις• λειτουργεί και πορεύεται σαν πρόσωπο υπαρκτό, σαν άλλη Αριάδνη ή σαν η «Φεγγαροντυμένη» του Κρητικού, ακολουθώντας τους ήχους της: κάτι ήχους και φθόγγους και «ακρούλες» λυγμών. Πορεύεται διασχίζοντας έναν τόπο φρικτά συλημένο, μια χώρα που εβρώμισε, απ’ όπου: «Αέρας περνώντας την πνοή του εβρώμισε Μαργαρίτες ως κόρες μ’ ανοιχτά τα εικονίσματα βρέθηκαν και τα τέμπλα αγίων αδειανά για καυσόξυλα επιπλέαν σε βάρβαρα δάχτυλα». Η Γλώσσα, στην προκειμένη περίπτωση, αξιώνοντας πατρίδα, σαν ιστορία από τα κόκαλα βγαλμένη, βαδίζει προς την άγνωστη γη, που είναι το ποίημα. Το οποίο παλεύοντας με τα γράμματα ψεύδη χτυπιέται – ώσπου αναδύεται. Η πορεία της γλώσσας διαρκεί ως την αιφνίδια ένωσή της με το σώμα της ποίησης -ή το σώμα της ίδιας της ποιήτριας, αν θέλετε- και είναι από την ένωση αυτή που αρχίζουν να υπάρχουν τα πράγματα, περιβεβλημένα και συγκρατημένα με/από τις λέξεις, αυτές τις σανίδες σωτηρίας. Και είναι κάπως έτσι που, μέσα στη μοναξιά, υψώνεται ο πλαστουργός της λέξης, ο έρωτας, χωρίς τον οποίο η λέξη φθείρεται μέσα στην τύρβη των πολλών και μέσα στη συνάφεια του χωρίς δικό του πρόσωπο κόσμου. Φθείρεται και γίνεται απλό αμάξωμα εννοιών.
Είναι φορές που η Μαρία Κυρτζάκη, στην ώριμη περίοδο τής -όσο κι αν φαίνεται απίστευτο- σχεδόν σαραντάχρονης ποιητικής της πορείας, μοιάζει να θέλει, θα τολμούσα να πω περιδεής, να ιχνηλατήσει την προσωπική της πορεία προς το ποίημα, κάτι που είπα ήδη με διαφορετικό τρόπο, αξίζει ωστόσο τον κόπο να το επαναλάβω. Μοιάζει να θέλει να ιχνηλατήσει την πορεία της προς το ποίημα παράλληλα με την ανεξάρτητη πορεία της γλώσσας, ως το καίριο σημείο που πραγματοποιείται η ένωσή τους. Ως το φοβερό σταυροδρόμι, όπου το ποίημα υψώνεται ως ανάσταση των λέξεων. Εγχείρημα οπωσδήποτε δύσκολο και επικίνδυνο, αν σκεφτεί κανείς ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μιαν εκ του ασφαλούς περιγραφή-καταγραφή των φάσεων της ποιητικής πράξης, αλλά για μιαν εκ των έσω προσπάθεια να εννοηματωθεί και να καταδειχθεί η επώδυνη και συχνά ακατανόητη πλαστουργία του ποιήματος. Θέλω να πω την ίδια στιγμή που συντελείται το ποίημα, καταμεσής εκεί όπου ο αιφνίδιος λόγος οιακίζει το στερέωμα του νου, προοικονομώντας, με εντελώς δικά του μέτρα και σταθμά, το ποίημα. Αυτό το ποίημα που πλάθεται και την ίδια στιγμή, σαν μπροστά σε καθρέφτη, βλέπει τον εαυτό του πλαθόμενο. Που, μολονότι αθεμελίωτο, αιωνίως θεμελιώνει, χωρίς αυτό ποτέ του να θεμελιώνεται.
Μολονότι ήδη το είπα, θα το ξαναπώ: η ποίηση της Μαρίας Κυρτζάκη είναι μία ποίηση βαθύτατα ερωτική και κατ’ επέκτασιν σωματική. Οι σκέψεις, τα αισθήματα, τα συναισθήματα και οι μνήμες, στην περίπτωσή της, για να υποστασιοποιηθούν ποιητικά, πρέπει να υποστηρίζονται από συγκεκριμένες, σωματικά προσδιορισμένες, αντιστοιχίες. Το σώμα είναι το πεδίο της αδιάλειπτης σύγκρουσης και εναλλαγής των αντιθέτων, η αντιπαλότητα των οποίων αμβλύνεται εξαιτίας της σχεδόν τελετουργικά, λατρευτικά, επαναλαμβανόμενης αντιπαράθεσής τους. Το ερωτευμένο σώμα είναι το πεδίο όπου το κάθε αντιπαρατιθέμενο σκέλος δεν είναι απλώς προϋπόθεση του άλλου, αλλά εμπεριέχεται, κιόλας, στην ουσία του. Η ηδονή και η οδύνη αντιμάχονται η μία την άλλη, κατά βάθος, ωστόσο, δεν είναι απλώς αδιαχώριστες, αλλά αλληλοπροϋποτίθενται. Ίσως γιατί στον έρωτα η ηδονή πάντα διεκδικεί το μερτικό της στην οδύνη. Το σώμα, κάποτε ακόμα κι ερήμην του, κατοικείται από τον έρωτα• επειδή όμως ο έρωτας είναι μονίμως εκτεθειμένος στο ενδεχόμενο της μοναξιάς, η μοναξιά αποτελεί τη μονιμότερη εκδοχή του σώματος. Θα τολμούσα να πω ότι ο έρωτας, στην ποίηση της Μ.Κ., αυτή η ένσαρκη εκδοχή της μεταφυσικής, κανοναρχεί το σώμα• το βρίσκει αφύλαχτο, ενόσω αυτό είναι παραδομένο στη μνήμη μιας άλλης ζωής, και το αποικεί. Κι αυτό το έτσι κατακτημένο, αποικημένο και κατοικημένο σώμα, όταν ερημωθεί, όταν δεν απομένουν πια παρά τα άυλα σύνεργα του έρωτα, ήχοι και λόγια, φωνές πνιγμένες, κραυγές και ψίθυροι, δάκρυα που κύλησαν ή που δεν κύλησαν γιατί έμειναν ασχημάτιστα, ακόμα και τότε νοσταλγείται σαν χαμένη, αγαπημένη πατρίδα.
Η ανελέητη μνήμη όλων αυτών είναι εκδικητική και συνάμα διεκδικητική του παρόντος. Στη διαβρωτική υγρασία της σωματοποιούνται και αποκτούν υπέρογκες διαστάσεις άδεια σχήματα της απουσίας, μετέωρες χειρονομίες, ακόμα και αισθήσεις κι αισθήματα κι έτσι, όλα σωματοποιημένα, συμβάλλουν στην αναβίωση συμβάντων, καταστάσεων, ήχων και οσμών που, όλα μαζί, επαναδιεκδικούν τον έρημο τόπο, το ακατοίκητο σώμα, κατερειπώνοντάς το. Και όλ’ αυτά με μια κυμαινόμενη νηφάλια εκφορά των αισθημάτων, των σκέψεων και των συναισθημάτων, με έναν λόγο εναργή, παρά την κρυπτικότητά του• ίσως εξαιτίας της σωματικής ιδιοσυστασίας του και, βέβαια, εξαιτίας του γεγονότος ότι η ποιήτρια, όπως επανειλημμένως έχει επισημανθεί, διατηρεί μονίμως ακμαίο και ατσαλάκωτο το αποδεικτικό στοιχείο της γλωσσικής της ιθαγένειας, της στοιχειοθετημένης από τον πολύριζο οργανισμό της ελληνικής γλώσσας.
(Τα Ποιητικά, τχ. 10, Ιούνιος 2013, σελ. 13)

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Μαρία Κυρτζάκη