Γιάννης Βαρβέρης (Ζώα στα σύννεφα, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2013)

Άλκηστις Σουλογιάννη

 

Γιάννης Βαρβέρης

«όσο μπορώ/ θα λάμπω»

Γιάννης Βαρβέρης, Ο άνθρωπος μόνος

 

«Αυτές οι νότες/ που σας στέλνω με την άνωση/ …/

Το πιάνο μου κι εγώ/ είμαστ’ εδώ πολύ καλά»

Γιάννης Βαρβέρης, Πιάνο βυθού

 

 

Η δημιουργική γραφή του Γιάννη Βαρβέρη ως ευρηματικός συνδυασμός αποκλινόντων από την κοινή χρήση θεματικών και υφολογικών δεδομένων συνεχίζει να προσφέρει νέες ευκαιρίες για την εξέλιξη ενός προσωπικού διαλόγου που διατηρεί με αυτήν ο αποδέκτης μέσα σε ένα εκτενές τοπίο χρόνου και σημασιών, κατά τη διάρκεια τόσο της ζωής όσο και κυρίως της μεταζωής (όπερ σπουδαιότερο) του Γ. Βαρβέρη.

Εννοώ ότι η παρουσία του Γ. Βαρβέρη ως δημιουργού μέσα στην κοινότητα των αποδεκτών της τέχνης του παραμένει ισχυρή ανεξάρτητα από τη διακοπή της φυσικής επαφής του με την αντικειμενική ή εξωτερική πλευρά του κόσμου.

Στο πλαίσιο αυτό, ως άμεσο τεκμήριο της διαρκούς και δυναμικής συμμετοχής του Γ. Βαρβέρη στην αγορά της δημιουργικής ανάγνωσης λειτούργησε η έκδοση της ποιητικής συλλογής Βαθέος γήρατος (2011), λίγους μόνον μήνες μετά την αποχώρησή του από την υλική πραγματικότητα.

Τώρα το βιβλίο με τον τίτλο Ζώα στα σύννεφα, ως τακτοποιημένη σύνθεση ογδόντα πέντε ποιημάτων από τα κατάλοιπα του συγγραφέα (όπως αναφέρεται σε σχετικό προλογικό σημείωμα), έρχεται να δηλώσει με τον παραστατικότερο τρόπο μια συνεπή δημιουργική συμπεριφορά ενός συνειδητού καλλιτέχνη, ο οποίος εκμεταλλεύεται στο έπακρο τον φυσικό χρόνο που του αναλογεί.

Στην προκειμένη περίπτωση ο Γ. Βαρβέρης έχει χρησιμοποιήσει έμβια όντα της φύσης ως προσωπεία και ανθρωπομετρικούς διαύλους για τη διεκπεραίωση σημαινομένων, σε ατομικό και σε κοινωνικό επίπεδο, αφήνοντας και μια υπόνοια ότι ανταλλάσσει επιχειρήματα επάνω σε κείμενα ομόλογης θεματικής με συγγραφείς όπως είναι ο Μάνος Ελευθερίου (η ποιητική συλλογή Ο νοητός λύκος) ή ο Γιώργος Βέης (οι ποιητικές συλλογές Χρυσαλλίδα στον πάγο, Ν όπως Νοσταλγία, Μετάξι στον κήπο).

Κυρίως ζώα: ο λύκος, οι ελέφαντες, τα σκυλιά, οι γάτες, το ελάφι, η αλεπού, ο λαγός, η αρκούδα, ο λύγκας, οι ύαινες, οι γαζέλες, ο κροκόδειλος, τα άλογα, οι καμηλοπαρδάλεις, οι καμήλες, οι χελώνες, ο ιαγουάρος, οι ταύροι, το λιοντάρι, οι πίθηκοι, το φίδι, οι στρουθοκάμηλοι, η τίγρις, οι ζέβρες, ο ασβός, το πρόβατο, ο ιπποπόταμος, αλλά και σκελετοί δεινοσαύρων, και επίσης πουλιά: τα περιστέρια, οι πάπιες, ο αετός, ο κόνδορας, το αηδόνι, ο παπαγάλος, το γλαροπούλι, η κουκουβάγια, ο πελαργός, οι κότες, ο πετεινός, επίσης ο κόσμος της θάλασσας: ψάρια, χταπόδια, το δελφίνι, η φάλαινα, ο πιγκουίνος, επίσης: μέλισσες, σκουλήκια, τζιτζίκια, μυρμήγκια, καθώς διασταυρώνονται με το ανθρώπινο είδος, αποδίδουν το συνδηλωτικό αντίκρισμα καταστάσεων της αντικειμενικής πραγματικότητας κάτω από την οπτική της υποκειμενικής πρόσληψης του συγγραφέα.

Στο πλαίσιο αυτό αναγνωρίζεται η αξιοποίηση της μεταφοράς σε ευρύτατο φάσμα, π. χ.: «Τα βράδια οι ύαινες/ μαζεύονται όλες …/ και στο Θεό προσεύχονται/ …/ … το πρωί/ … οι ύαινες …/ αμίλητες και μελαγχολικές/ …/ … φεύγουνε ξανά/ για το κυνήγι του θανάτου», «Μια τίγρις τό ’σκασε από τσίρκο/ κι έπινε τώρα ήσυχη το εσπρεσάκι της/ με το μπισκότο/ στα Ηλύσια Πεδία./ …/ Αυτός είναι πολιτισμός, είπε θλιμμένα./ Όταν κανείς δεν τρώει/ ό,τι του αναλογεί», «Μην ακούτε τα περί λέοντος./ Στη ζούγκλα κάθε μήνα βασιλεύει/ κι άλλο ζώο …/ Δεν έχει εδώ κινήματα/ Επτά επί Θήβας/ Ετεοκλή και Πολυνείκη», «Ο σκύλος μάς μαθαίνει τη φιλία/ αλλά η γάτα/ μάς μαθαίνει τον κόσμο».

Ο Γ. Βαρβέρης πραγματεύεται γενικά θέματα, όπως είναι ο εσωτερικός και ο κοινωνικός άνθρωπος, η ζωή, ο θάνατος και τα πέραν αυτού, ο φόβος, ο κίνδυνος, η μοίρα, η φιλία, η αγάπη και ο έρως, η υποταγή, η αλήθεια και το ψέμα, με τη συνδρομή και των ιδιαιτέρως ευρηματικών γραμματικών εικόνων.

Ειδικότερα η πρόσληψη των γραμματικών εικόνων διευκολύνει την επίσκεψη σε κείμενα, τα οποία εκ πρώτης όψεως φαίνεται να διατηρούν κλειστές τις σημασιολογικές διόδους προσπέλασης.

Ο παραβολικός, στοχαστικός, αφοριστικός, ανατρεπτικός, σαρκαστικός, απροσδόκητος, πρωτίστως πνευματώδης λόγος του Γ. Βαρβέρη συνδυάζει την αφηγηματικότητα με τον ιδιαίτερο ρυθμό ως αποτέλεσμα ποικίλων παρηχήσεων και παραδοσιακών ηχητικών σχημάτων, στο πλαίσιο της οργάνωσης των ποιημάτων σε ποικίλης έκτασης συνδυασμούς στίχων, όπου εντοπίζεται και μια διευρυμένη όσο και ευρηματική εκδοχή της μορφής χαϊκού: «Το πιο βασανισμένο αμφίβιο/ είναι το κύμα/ της ακτής».

Σημαντικό παράγοντα δομής των ποιημάτων αποτελεί η διακειμενικότητα, όπου εντάσσονται στοιχεία από το κλασσικό δράμα, από τις απαρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας, από τις λαϊκές και τις θρησκευτικές παραδόσεις, από τη σύγχρονη τέχνη σε όλες τις μορφές της, με ρητή αναφορά στον Κ. Π. Καβάφη και στον Γιώργο Ιωάννου, ενώ εντοπίζεται και ένα στοιχείο αυτοδιακειμενικότητας (η ποιητική συλλογή Πιάνο βυθού).

Η απουσία επιμέρους τίτλων για τα ποιήματα (ανεξάρτητα από τους εξωκειμενικούς λόγους που ευθύνονται) φαίνεται να δηλώνει τη σταδιακή ροή συνειδησιακού υλικού που συνθέτει την υπο-/κειμενική πραγματικότητα ως ενιαία περιοχή σημαινομένων χωρίς διαχωριστικά σήματα. Με αυτή την προϋπόθεση η υπο-/κειμενική πραγματικότητα, αυτάρκης και πλήρως αποδεσμευμένη από τον αντικειμενικό κόσμο, φαίνεται να αιωρείται σε μακρινόν ορίζοντα σημασιών και συναισθημάτων, ενώ παράλληλα οδηγεί και στην ανάγνωση του τίτλου του βιβλίου ως συνόλου.

Με τον τρόπο αυτόν ο Γ. Βαρβέρης, κατά σταθερή παραβίαση της φυσικής απουσίας του, συνεχίζει τη δημιουργική και συνεπή επικοινωνία του με την πολιτισμική αγορά προσφέροντας υλικό για τον περαιτέρω εμπλουτισμό μιας παρακαταθήκης σε ό,τι αφορά τον χαρακτήρα, το περιεχόμενο και κυρίως την αισθητική της δημιουργικής γραφής.

(Τα Ποιητικά, τχ. 10, Ιούνιος 2013, σελ. 9)