Σωτήρης Κακίσης (Πανσέληνος στο δάσος, Εκδόσεις Αιγαίον, Λευκωσία, 2012)

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

Διαπραγματεύσεις και επαναδιαπραγματεύσεις των όρων της φθοράς και του θανάτου πραγματοποιεί στην παρούσα συλλογή ο Σωτήρης Κακίσης, πατώντας στέρεα, ωστόσο, στο έδαφος όπου μονίμως συντελείται και αυτοεπιβεβαιώνεται το θαυμαστό φαινόμενο της ζωής. Κάτω από το ψυχρό φως της σελήνης, που όχι μόνο δεν καταργεί, αλλά, αντιθέτως, επιτείνει την αίσθηση της ερημιάς του «δαντικού» δάσους («το μαύρο [γίνεται] πιο μαύρο με το φως») -που αισθάνεται κανείς ότι διασχίζει στα μέσα της ζωής του ή, εν πάση περιπτώσει, όταν συνειδητοποιεί ότι έχουν πληρωθεί οι απαραίτητες για την εσωτερική του ωρίμανση προϋποθέσεις-, ο ποιητής αναρριχάται σε επίπεδα αυτογνωσίας, ατομικής και φυλετικής ιστορικής αυτοσυνειδησίας, ενώ, παράλληλα, «αφήνεται» με εμπιστοσύνη στην καθοδήγηση της κατασταλαγμένης, με τον καιρό, αίσθησης -που τείνει να γίνει βεβαιότητα- σχετικά με την τυχαιότητα που διέπει τα ανθρώπινα.
Όλα όσα συνθέτουν την αντιλήψιμη ή ιδεατή πραγματικότητα της κάθε μέρας λειτουργούν, στο πεδίο της ποίησης, με τη μορφή οικείων συμβόλων κι έτσι, συμβολοποιημένα, γίνονται μικρά εφαλτήρια επαναπροσέγγισης της ζωής που πέρασε, αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να μετατραπεί σε αμιγές παρελθόν. Παρελθόν κατά βάση ατομικό, σημαδεμένο από βιώματα και εμπειρίες προσωπικές, που όμως συχνά τείνει, ανεπιγνώστως, να πάρει ευρύτερες διαστάσεις και να γίνεται, με την αφύπνιση μιας μνήμης μάλλον φυλετικής, παρελθόν ιστορικά αναγνωρίσιμο («Παρελθόν ολοζώντανο μέσα στο παρόν σαν ευθυμία, σαν πίκρα, σαν άνεμος ενδοφλέβιος, ψυχή, πώς σε λένε; ψύχα!»). Κι εκτός αυτού, δεν ήταν λίγες οι φορές που, διατρέχοντας τα ποιήματα της συλλογής, συνέλαβα, ας μου συγχωρεθεί η έκφραση, μια «κοσμοπολίτικη εντοπιότητα», έναν ιστορικό, κατά βάθος, κοσμοπολιτισμό, με υπέδαφος εμφανώς διαβρωμένο από εκπομπές της ιστορίας του τόπου και επιμέρους περιοχών του• έναν κοσμοπολιτισμό, τέλος, ελληνοκεντρικό, σε συνάρτηση με μια πολυπολιτισμική ελληνικότητα.
Υπάρχει ακόμα, πανταχού παρούσα, με διακριτικότητα ωστόσο εκδηλωνόμενη, η αίσθηση του θανάτου και όλων όσα μπορούν να τον υποδηλώσουν. Η διάσπαρτη πληθώρα των συμβόλων του, όμως, συμβάλλει στην εξοικείωση της ιδέας και στην άμβλυνση της αγωνίας μπροστά στο ενδεχόμενο της έλευσής του, δίνοντάς του τις διαστάσεις ενός απλού φυσικού και αναπόφευκτου συμβάντος. Λύπη ζωής και όχι θανάτου χαρακτηρίζει τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής• ο ποιητής δρα, στο ποιητικό πεδίο, ως φορέας ζωής και όλων των εκδοχών της• ο θάνατος, αν και πανταχού παρών, είναι, προσώρας, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, απών. Καιροφυλακτεί, ανίσχυρος ωστόσο να επιβληθεί, παρά την αναπόφευκτη, τελικά, επικράτησή του. Έτσι, η υπαρξιακή αγωνία του ποιητικού υποκειμένου είναι ενισχυτική της έννοιας της ζωής και όχι του θανάτου• είναι, ακόμα, ενισχυτική της πίστης στην παντοδυναμία της ζωής και της βεβαιότητας ότι η έκπτωση των σωματικών δυνάμεων προοιωνίζει την υπέρτατη πνευματική ευδαιμονία. Παρόλ’ αυτά, τίποτα δεν μπορεί να διαψεύσει τη μόνη βεβαιότητα του τελικού συγκερασμού των σημείων της αρχής και του τέλους. Το διαρκές πλησίασμα της ανυπαρξίας, με προειδοποιητικούς ενδιάμεσους σταθμούς τους οικείους, για τον καθένα, νεκρούς. Εντέλει, η Πανσέληνος στα δάσος αποτελεί άλλη μία απόδειξη ότι ο Σωτήρης Κακίσης έχει μπει για τα καλά στην περίοδο της πνευματικής και, κατ’ επέκτασιν, της ποιητικής του ωριμότητας.

(Τα Ποιητικά, τχ. 7, Σεπτέμβριος 2012, σελ. 18)