Βισουάβα Σιμπόρσκα

ΒΙΣΟΥΑΒΑ ΣΙΜΠΟΡΣΚΑ

­Μετάφραση-Εισαγωγή: Βασίλης Καραβίτης­

Η Βισουάβα Σιμπόρσκα (1923-) είναι ίσως η κορυφαία ποιήτρια που μαζί με τους Ρουζέβιτς και Χέρμπερτ (1924-1988) αποτελούν την λαμπρότερη καταξιωμένη τριάδα στη μεταπολεμική πολωνική ποίηση. Για το ποιητικό της έργο (μέχρι το 1993) τιμήθηκε, μεταξύ άλλων διακρίσεων, και με το Νόμπελ της ποίησης στα 1996 (ολιγογράφος, είχε μέχρι τότε γράψει μόλις εννέα ποιητικές συλλογές).
Τα ποιήματα που ακολουθούν αποτελούν μία προσωπική μου επιλογή απ’ την νεότερη ποιητική παραγωγή της (2005-2009), που περιέχεται κυρίως στη συλλογή της με τίτλο Εδώ. Στα 2009 μεταφράστηκαν στ’ Αγγλικά από τους πιο δοκιμασμένους και αξιόπιστους αγγλομαθείς μεταφραστές της Clare Cavanach και Stanislaw Baranczak (δόκιμου Πολωνού ποιητή) τα είκοσι επτά της παραπάνω συλλογής της (και ορισμένων άλλων) και η σχετική συγκεντρωτική έκδοση κυκλοφόρησε στα 2010 με τίτλο Here από τον εκδοτικό οίκο «Houghton Miffin Harcourt» (Βοστώνη-Νέα Υόρκη).
Με βάση την παραπάνω αγγλόφωνη έκδοση επιχειρείται σήμερα η ανάλογη απόδοσή τους στα Ελληνικά (με όλες τις επιφυλάξεις του εγχειρήματος, πάντοτε). Για τον φιλέρευνο αναγνώστη υπενθυμίζω ότι μια εκτεταμένη επιλογή μου από το προηγούμενο (μέχρι τα 1993) έργο της, κυκλοφόρησε στην Ελλάδα σε δική μου ανθολόγηση στα 2003 (εκδόσεις Σοκόλη), όπου και εισαγωγή, πρόλογος, σχόλια κ,ά.
Και μια τελευταία επισήμανση. Το ύφος της Σιμπόρσκα απηχεί τώρα μια διακριτή μεταλλαγή. Υποχωρούν οι παιγνιώδεις αποστροφές και οι κατάφορτες από κρυφά νοήματα λυρικές αποχρώσεις. Τα ποιήματά της εδώ, πολύ συχνά, διασπώνται συνειδητά σε μικρές, μάλλον απογυμνωμένες και αυτονομούμενες ενότητες, όπου κυριαρχεί μια πικρή αποδοχή των αντιφάσεων της ζωής και του επικείμενου θανάτου με υπόρρητους αλλά και φανερούς δραματικούς τόνους (ας θυμηθούμε, στο σημείο αυτό, τηρουμένων των αναλογιών, φυσικά, τις δύο τελευταίες ποιητικές συλλογές του Ελύτη).

ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟ ΚΑΘΕ ΠΟΙΗΜΑ

Στην πραγματικότητα κάθε ποίημα
Θα μπορούσαμε να το αποκαλούμε «Στιγμή».

Είναι αρκετή μια φράση
σε χρόνο ενεστώτα
αόριστο και μέλλοντα ακόμη•

Είναι αρκετό επομένως καθετί
που στηρίζεται σε λέξεις όταν
αρχίζει να θροϊζει, να σπινθηροβολεί
να πεταρίζει, να επιπλέει
ενώ δείχνει να μένει αμετάβλητο
αλλά με μια μετακινούμενη σκιά•

Είναι αρκετό ότι υπάρχει συνομιλία
κάποιου πλάι σ’ έναν άλλο
ή κάποιου κοντά σε κάτι•

Συνομιλία για την Σάλλυ που έχει ένα γατάκι
ή δεν το έχει πια•

Ή για τα άλλα γατάκια της Σάλλυ
γατάκια και μη
σε άλλα αλφαβητάρια
αναμαλλιασμένα απ’ τον άνεμο•

Είναι αρκετό αν μέσα σ’ ένα οπτικό πεδίο
ένας συγγραφέας στήνει εφήμερους λόφους
και χειροποίητες πεδιάδες•

αν σ’ αυτή την περίπτωση
υπαινίσσεται έναν ουρανό
φανερά σταθερό και ανθεκτικό.

Αν εκεί εμφανίζεται κάτω από ένα
χέρι που γράφει
τουλάχιστον ένα πράγμα
που το θεωρούμε έργο κάποιου•

Αν στο μαύρο πάνω στο άσπρο
τουλάχιστον στη σκέψη,
για κάποια σοβαρή ή ανόητη αιτία
εντοπίζονται ερωτηματικά
και αν σ’ απάντηση βλέπουμε
μία άνω και κάτω τελεία:


ΕΦΗΒΗ

Εγώ• μια έφηβη;
Αν ξαφνικά στεκόταν εδώ τώρα μπροστά μου
θα χρειαζόταν να της συμπεριφέρομαι
όπως σε μια στενή κι αγαπημένη φίλη
παρόλο που είναι ξένη για μένα και μακρινή;

Να χύσω ένα δάκρυ, να φιλήσω το μέτωπό της
για τον απλούστατο λόγο
ότι μοιραζόμαστε μια ημερομηνία γέννησης;

Τόσες πολλές ανομοιότητες μεταξύ μας
που μόνο τα οστά μας είναι πιθανόν τα ίδια,
ο κρανιακός θόλος, οι οφθαλμικές κόγχες.

Κι εφόσον τα μάτια της είναι λίγο μεγαλύτερα
τα ματόκλαδά της κάπως μακρύτερα,
είναι πιο ψηλή
κι ολόκληρο το σώμα της είναι ερμητικά προφυλαγμένο
σ’ ένα απαλό, ακηλίδωτο δέρμα.

Συγγενείς και φίλοι μάς συνδέουν,
είναι αλήθεια,
αλλά στον κόσμο της περίπου όλοι είναι ζωντανοί
ενώ στον δικό μου δεν επιβιώνει σχεδόν κανείς
απ’ αυτό τον μοιρασμένο κύκλο.

Διαφέρουμε τόσο βαθιά
μιλάμε και σκεφτόμαστε για εντελώς
διαφορετικά πράγματα.

Δεν ξέρει σχεδόν τίποτα
αλλά μ’ ένα πείσμα που δικαιούται βαθύτερες αιτίες.
Ξέρω πολύ περισσότερα –
αλλά όχι στα σίγουρα.

Μου δείχνει ποιήματα
γραμμένα πάνω σ’ ένα καθαρό και φροντισμένο χαρτί
που δεν χρησιμοποιώ για χρόνια τώρα.

Διαβάζω τα ποιήματα, τα διαβάζω.
Λοιπόν, αυτό το ένα
αν ήταν μικρότερο
και δουλεμένο σε δύο μέρη
Τα υπόλοιπα δεν υπόσχονται κάτι καλό.

Η συζήτηση σκοντάφτει.
Για την συγκινητική προσοχή της
Ο χρόνος είναι ακόμα φτηνός και άστατος.

Τίποτα όταν χωρίζουμε, ένα καθηλωμένο
χαμόγελο. Και καμιά συγκίνηση.

Μόνο όταν εξαφανίζεται,
αφήνοντας πίσω της βιαστική, το φουλάρι της.

Ένα φουλάρι από γνήσιο μαλλί
με χρωματιστές ρίγες
πλεγμένο με βελονάκι
απ’ τη μητέρα μας.

Ακόμα το κρατώ.



ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΓΑΛΜΑ

Με τη βοήθεια των ανθρώπων και των άλλων στοιχείων
ο χρόνος δεν έκανε κακή δουλειά πάνω του.
Πρώτα απομάκρυνε τη μύτη, μετά τα γεννητικά όργανα,
στη συνέχεια, ένα προς ένα, τα δάχτυλα στα πόδια
και τα χέρια,
τον αριστερό μηρό, τον δεξιό,
τους ώμους, γοφούς, κεφάλι και γλουτούς,
και οτιδήποτε διασκορπίστηκε έχει από τότε
καταρρεύσει σε κομμάτια
σε μπάζα, χαλίκι και άμμο.

Όταν κάποιος ζωντανός πεθαίνει μ’ αυτό
τον τρόπο
το αίμα ρέει σε κάθε χτύπημα.

Όμως τα μαρμάρινα αγάλματα
πεθαίνουν λευκά
και όχι πάντοτε εντελώς.

Από το άγαλμα που συζητάμε μόνο
ο κορμός χρονοτριβεί
και μοιάζει με μιαν ανάσα συγκρατημένη
με μεγάλη προσπάθεια,
αφού τώρα πρέπει
να προσελκύσει στον εαυτό του
ακέραιη την χάρη και την βαρύτητα
απ’ αυτό που χάθηκε.

Και τα προσελκύει.

Και τα προσελκύει,
για την ώρα το κατορθώνει,
το κατορθώνει και καταυγάζει
καταυγάζει και διαρκεί.

Εδώ ο χρόνος δικαιούται κάποιο χειροκρότημα
αφού σταμάτησε το έργο του νωρίς
και άφησε ένα μέρος του γι’ αργότερα.


ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΟΥ Μ’ ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΝΤΑΙ
ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΥΣΥΧΝΑΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

Πρόσωπα,
Δισεκατομμύρια πρόσωπα στην επιφάνεια της γης.
Το καθένα τους διαφορετικό, έτσι μας είπαν,
απ’ όσα υπήρξαν και θα υπάρξουν.
Όμως η Φύση – ποιος κι από πότε την κατανοεί;
μπορεί να έχει κουραστεί απ’ τον αδιάκοπο μόχθο της
και γι’ αυτό επαναλαμβάνει προηγούμενες ιδέες
και μας προμηθεύει
με προ πολλού φαγωμένα απ’ τον χρόνο πρόσωπα.

Αυτοί οι περαστικοί θα μπορούσαν να είναι
ο Αρχιμήδης φορώντας jeans
η μεγάλη Αικατερίνη καλυμμένη μ’ ένα
ύφασμα για μεταπώληση
κάποιος Φαραώ με χαρτοφύλακα και γυαλιά.

Επίσης η χήρα ενός ανυπόδητου τσαγκάρη
από μία ακόμα μπυρόβια Βαρσοβία
ο μάστορας απ’ τη σπηλιά της Αλταμίρα
καθώς οδηγεί τα εγγόνια του στον ζωολογικό κήπο,
ένας δασύτριχος Βάνδαλος στην πορεία του
για το μουσείο, με κομμένη την ανάσα όταν
αντικρίζει τους παλιούς μάστορες.

Οι έκπτωτοι εδώ και διακόσους αιώνες,
πέντε αιώνες πριν,
μισόν αιώνα πριν.

Τον ένα τον έφεραν εδώ σε μια χρυσαφένια άμαξα,
Έναν άλλο τον μετέφεραν σε μια αποστολή εξολόθρευσης.

Ο Μοντεζούμσι, ο Κομφούκιος, ο Ναβουχοδονόσορας
οι νταντάδες πλύστρες τους και η Σεμίραμις
που μιλάει μόνο Αγγλικά.

Δισεκατομμύρια πρόσωπα πάνω στην επιφάνεια
της γης.
Το δικό μου πρόσωπο, το δικό σας, ποιου άλλου
δεν θα μάθετε ποτέ.
Ίσως η φύση πρέπει να μας ευτελίσει
και για να συνεχίσει να καλύπτει τη ζήτηση,
ανασύρει, ψαρεύοντας ό,τι είναι βυθισμένο
στον καθρέφτη της λήθης.


Η ΕΛΛΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ

Προσευχήθηκε στο Θεό
μ’ όλη την καρδιά της
να την κάνει ένα ευτυχισμένο
λευκό κορίτσι.
Κι αν είναι πολύ αργά για τέτοιες αλλαγές,
τότε τουλάχιστον, Θεέ και Κύριε,
κοίταξε πόσο ζυγίζω,
αφαίρεσε τουλάχιστον το μισό από μένα.
Αλλά ο καλός Θεός απάντησε Όχι.
Μονάχα έβαλε το χέρι του στην καρδιά της,
τσεκάρισε το λαιμό της, κεραυνοβόλησε
το κεφάλι της.
Κι όταν όλα είχαν τελειώσει -πρόσθεσε-
θα μου προσφέρεις χαρά όταν
φτάσεις κοντά μου
μαύρη μου παρηγοριά, καλλικέλαδο
κούτσουρό μου.


ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

Ένα δυνατό μελτέμι
απογύμνωσε όλα τα δέντρα
από φύλλα στη χθεσινή νύχτα
εκτός από ένα φύλλο
που αφέθηκε
να λικνίζεται σόλο πάνω σ’ ένα
γυμνωμένο κλαδί.

Μ’ αυτό το παράδειγμα
η βία καταδείχνει
ότι μάλιστα, βεβαίως-
αρέσκεται κατά καιρούς
στο μικρό της αστείο.


ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

Υπήρξε και χάθηκε.
Υπήρξε και γι’ αυτό χάθηκε.
Στην ίδια αναπότρεπτη τάξη
γιατί τέτοιος είναι ο κανόνας γι’ αυτό
το προκαθορισμένο παιχνίδι.
Ένα τετριμμένο συμπέρασμα που δεν αξίζει
τον κόπο να γραφεί
αν δεν ήταν ένα αναμφισβήτητο γεγονός
για πάντοτε και πάντα,
για ολόκληρο τον κόσμο, όπως υπάρχει
και θα υπάρχει,
ότι κάτι υπήρξε πραγματικά
ωσότου χάθηκε,
ακόμα και το γεγονός
ότι σήμερα δοκίμασες μια μερίδα
τηγανητές πατάτες.

(Τα Ποιητικά, τχ. 2, Ιούνιος 2011, σελ. 1)