Ανδρέας Καμπάς (1919-1964)

Ο Ανδρέας Καμπάς και η Μόνικα Πέην
Ο Ανδρέας Καμπάς και η Μόνικα Πέην

Ανδρέας Καμπάς (1919-1964)

Ο έφηβος του 1939

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

Ο Ανδρέας Καμπάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1919. Απόφοιτος του Αμερικανικού Κολλεγίου, πήρε μέρος στη Μάχη της Κρήτης (1941). Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’40 εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο όπου εργάστηκε ασχολούμενος με τα ναυτιλιακά. Πέθανε ξαφνικά παραμονές Χριστουγέννων του 1964 στο Μόντε Κάρλο. Στα Γράμματα εμφανίστηκε το 1939 με τη δημοσίευση ενός ποιήματος («Περιμέναμε») στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα και με τη δημοσίευση άλλων τεσσάρων ποιημάτων του στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα. Δημοσίευσε ακόμη τα πεζά: «Παλιές αναμνήσεις» (περ. Καλλιτεχνικά Νέα 21.1.1944),  «Η γυναίκα της Κρήτης» (εμπνευσμένο από την εμπειρία του της Μάχης της Κρήτης,  στο περ. Τετράδιο Πρώτο, 1945) και «Η ωραία και το κτήνος» (περ. Τετράδιο Τρίτο, 1945).  Ένα χρόνο μετά τον θάνατό του δημοσιεύτηκαν ποιήματά του με τίτλο Δέκα ποιήματα (Ίκαρος, 1966), με τη φροντίδα φίλων του από το Μόντε Κάρλο και του Μαρίνου Καλλιγά. Τα είχε στείλει ο ίδιος στον Νίκο Καρύδη, εκφράζοντας την επιθυμία του να εκδοθούν («…σου στέλνω, λοιπόν, δέκα κομμάτια τα οποία δεν νομίζω να υπερβαίνουν το ένα τυπογραφικό»).

«Παιδί του ελληνικού καλοκαιριού και της ζωής, χαλκόχυτο, γελαστό, με ανεμισμένα μαλλιά, με γέλιο θριάμβου, με δυνατά καλοσυνάτα μάτια, έτοιμο για τον έρωτα, για τη θάλασσα, για το μεθύσι του κρασιού, για την ποίηση, την κρυφή του ερωμένη, που αν και την παράτησε μόλις την είχε αγκαλιάσει, ουσιαστικά δεν την πρόδωσε ποτέ», γράφει για τον Ανδρέα Καμπά ο Αντρέας Καραντώνης (περ. Νέα Εστία, τεύχος 927, 1966, σελ. 259-261). Φίλος και συνομήλικος του Νάνου Βαλαωρίτη (μαζί πρωτοδημοσιεύουν ποιήματά τους στα Νέα Γράμματα), κινεί αμέσως το ενδιαφέρον των μελών της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής συντροφιάς που σύχναζε στο πατάρι του Λουμίδη· ιδιαίτερα όσων είχαν προσχωρήσει στις τάξεις του υπερρεαλισμού -και όχι μόνο αυτών-, κυρίως εξαιτίας της ικανότητάς του να οικειοποιείται και να αφομοιώνει φωνές από τον χώρο του ελληνικού αλλά και του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, δημιουργώντας έναν απολύτως προσωπικό τρόπο σύζευξης του παλιού με το καινούριο, με συνέπεια ο λόγος του να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις μιας νέας ευαισθησίας που επιζητούσε και επεδίωκε την οργανική, σχεδόν ερωτική ένωση του ευρωπαϊκού νεωτερισμού με το ελληνικό στοιχείο και τον εμπλουτισμό του ενός από το άλλο.

«Έτσι άρχιζε το έτος 1940, που έμελλε να τελειώσει μέσα στους ήχους των σειρήνων και τους αλαλαγμούς του πολέμου. Κανείς δεν ξέρει ποια θα ήταν η εξέλιξη των πραγμάτων αν είχαμε την τύχη να μείνουμε ως το τέλος έξω από τη δοκιμασία του. […] Νέοι, νεαρότατοι ποιητές που μόλις είχανε βγάλει το σχολείο τη χρονιά εκείνη  (Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, «Το χρονικό μιας δεκαετίας», εκδόσεις Αστερίας, Αθήνα 1974, σελ. 309) ο Νάνος Βαλαωρίτης και ο Ανδρέας Καμπάς, εκδηλώνανε με κάθε τρόπο το ενδιαφέρον τους», ενώ, αναφερόμενος στα χρόνια της Κατοχής -ο Ελύτης- θυμάται: «Πριν περάσει χρόνος [(1942)], το πατάρι του Λουμίδη άρχισε να βουίζει από ένα παρδαλό μελίσσι, ποιητές χλωμούς και κοπέλες ξέμαλλες, που απελπίζανε τα γκαρσόνια κι εκτοπίζανε σιγά σιγά τους μαυραγορίτες κατά το κλιμακοστάσιο. Άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, εκείνοι που έχουνε σήμερα ένα όνομα και οι άλλοι που οι βιοτικές συνθήκες παρασύρανε μακριά, έκαναν τη θητεία τους σ’ αυτή την ανεπίσημη σχολή […]. Ο Νάνος Βαλαωρίτης (πριν ακόμη το σκάσει στην Αίγυπτο) ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Γιώργος Λίκος, η Ελένη Βακαλό, ο Δημήτρης Κόρσος, ο Δ. Παπαδίτσας, ο Γιάγκος Αραβαντινός, και λίγο αργότερα ο Τάκης Σινόπουλος, η Λύδια Στεφάνου, ο Νίκος Φωκάς, ο Γιώργος Μαυροείδης. Και ακόμη ο Αντώνης Βουσβούνης, ο Αλέξανδρος Ξύδης, ο Αλέξης Σολομός, ο Αντρέας Καμπάς, αυτοί που, μαζί με τη Μάτση Ανδρέου [μετέπειτα Χατζηλαζάρου], θα δημιουργούσανε αργότερα μια καινούργια ανεξάρτητη ομάδα γύρω από το περιοδικό ‘Τετράδιο’» (όπ. παρ. σελ. 316).

Την ίδια περίοδο πραγματοποιούνται τακτικές και θορυβώδεις συναντήσεις ποιητών και καλλιτεχνών και στο σπίτι του Εμπειρίκου· σ’ αυτές πρωτοδιαβάστηκαν κάποια από τα εμβληματικότερα έργα του ελληνικού μοντερνισμού, όπως η Αμοργός του Νίκου Γκάτσου, ο Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου, η Ursa minor  του Τάκη Παπατσώνη, ποιήματα της Μάτσης Ανδρέου (συζύγου τότε του Εμπειρίκου), του Νάνου Βαλαωρίτη και άλλων. Ώσπου το 1943, ρίχνεται η ιδέα της δημιουργίας ενός νέου, κατά κύριο λόγο λογοτεχνικού, περιοδικού, προκειμένου να καλυφθεί το κενό των Νέων Γραμμάτων, που η έκδοσή τους είχε διακοπεί λόγω του πολέμου. Την υλοποίησή της και την οργάνωση του υπό έκδοση περιοδικού αναλαμβάνουν η Μάτση Ανδρέου, ο Ανδρέας Καμπάς  ο  Αντώνης Βουσβούνης και ο Αλέξης Σολομός· σ’ αυτούς έρχεται να προστεθεί και ο Αλέξανδρος Ξύδης το 1944, αμέσως μετά την επιστροφή του από τη Μέση Ανατολή. «Γυρίζοντας από τη Μέση Ανατολή τον Οχτώβρη του 1944 -θυμάται ο Ξύδης- ξαναβρήκα φίλους συνομήλικους που είχαν ζήσει όλη την Κατοχή στην Ελλάδα, είχαν περάσει από κάθε είδους ταλαιπωρίες, δεν είχαν όμως εγκαταλείψει την τέχνη. […] Βρήκα τον Ανδρέα, που ήταν ο πιο στενός ‘προπολεμικός’ φίλος, τον Αντώνη και τον Αλέξη, μαζί με τη Μάτση Χατζηλαζάρου, τότε Ανδρέου, σύντροφο του Καμπά [με τον οποίο είχε ήδη συνδεθεί ερωτικά], να σχεδιάζουν ένα περιοδικό που το έβλεπαν φυσικά πρώτιστα λογοτεχνικό. Είχαν μάλιστα βάλει μπρος τη στοιχειοθεσία μερικών κειμένων που τα προόριζαν για το πρώτο τεύχος. Κάναμε πολλές συναντήσεις τον Οχτώβρη-Νοέμβρη 1944, τις περισσότερες στον ‘Τάφο του Ινδού’, το υπόγειο δωμάτιο του Ανδρέα και της Μάτσης στην Πατριάρχου Ιωακείμ 7, όπου τα βήματα των περαστικών αντηχούσαν στο πεζοδρόμιο πάνω απ’ τα κεφάλια μας, κι οι σκιές τους σκοτείνιαζαν το υπόγειο, καθώς περνούσαν πάνω απ’ τη γρίλια. Μεσολάβησαν τα ‘Δεκεμβριανά’ και σκορπίσαμε ο καθένας σε επείγουσες και πιεστικές ασχολίες» («Χρονικό του Τετραδίου», Τετράδιο, τόμος Α΄, Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1981, σελ. 9-14).

Μετά τα Δεκεμβριανά, συγκεκριμένα τον Φεβρουάριο του 1945, η ίδια ομάδα επαναδραστηριοποιείται και περί τα τέλη του Μαρτίου εκδίδεται το πρώτο τεύχος του περιοδικού (Τετράδιο Πρώτο), με συνεργασίες, εκτός των φερομένων ως εκδοτών του, και άλλων, παλαιότερων συνεργατών του περ. Τα Νέα Γράμματα, αλλά και νεότερων (του Νίκου Εγγονόπουλου, του Οδυσσέα Ελύτη, του Γιώργου Σεφέρη, του Τίμου Μαλάνου κ. ά.), ενώ στα επόμενα τεύχη (άλλα δύο μέσα στα 1945, Τετράδιο Δεύτερο  και Τετράδιο Τρίτο και τρία μικρού μεγέθους, που κυκλοφόρησαν εντός του 1947) «θα στείλουν τη συνεργασία τους και οι: Νίκος Γκάτσος, Ανδρέας Εμπειρίκος, Τάκης Παπατζώνης, Μίλτος Σαχτούρης κ. ά. Οι δημιουργοί αυτοί, αν και απέχουν από το να χαρακτηριστούν ως μέλη μιας υπερρεαλιστικής ομάδας (κατά το προηγούμενο των Γάλλων σουρεαλιστών), συγκροτούν ένα πυρήνα πρωτοποριακών αναζητήσεων και οι περισσότεροι συνδέονται μεταξύ τους με φιλικές σχέσεις. Ως ομάδα αντιμετωπίζονται από τους επικριτές τους, αστούς συντηρητικούς διανοούμενους, αλλά και ‘ορθόδοξους’ αριστερούς» (Χρήστος Δανιήλ, …Ιούς, Μανιούς, ίσως και Aqua Marina. Μάτση Χατζηλαζάρου. Η πρώτη Ελληνίδα υπερρεαλίστρια, εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2011, σελ. 67). «Από το Δεκεμβριανό κίνημα και ύστερα τα πράγματα έμοιαζαν […] να κυλάνε κάπως στην τύχη τους. Με τα τυπογραφεία ξεχαρβαλωμένα, τους εκδοτικούς οίκους διαλυμένους, την οικονομία σε αναστάτωση, δε μπορούσε να γίνει σοβαρός λόγος για περιοδικό -γράφει στο «Χρονικό μιας δεκαετίας» ο Ο. Ελύτης-. Και πάλι καλά που όταν τα ‘Νέα Γράμματα’ άρχισαν να κάνουν νερά, ένα μικρό άγημα από τους νεώτερους συνεργάτες, είχε προφτάσει ν’ αποσπασθεί από το ναυάγιο και να κινήσει μ’ ένα πλεούμενο άλλης λογής, το τριμηνιαίο ‘Τετράδιο’. Τώρα για ένα-δύο χρόνια θα συνέχιζε αυτό την πορεία, με αέρα πιο νεανικό και δίχως καμιά πυξίδα, Ο Αντώνης Βουσβούνης, ο Αλέξης Σολομός, ο Αντρέας Καμπάς, η Μάτση Ανδρέου και ο Αλέξανδρος Ξύδης, που είχαν εγκαταστήσει τα γραφεία τους στο μπαρ του Απότσου, έδειχναν συνεχιστές αλλά μαζί και φορείς ενός νέου πνεύματος που, λίγο αν ο περίγυρος ο κοινωνικός βοηθούσε, είναι βέβαιο πως θα ’δινε καρπούς. Πώς όμως ν’ ανθίσει κλαρί όταν όλα προμηνούσαν την Τραγωδία που έμελλε ν’ ακολουθήσει; Εμείς οι ίδιοι, πρώτοι απ’ όλους, χωρίς να το θέλουμε, ακολουθούσαμε μια κεντρόφυγη φορά» (Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, όπ. παρ., σελ. 342).

Στις 21 Δεκέμβριο του 1945 η Μάτση Χατζηλαζάρου, έχοντας εξασφαλίσει υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου, φεύγει με τον σύντροφό της Ανδρέα Καμπά για το Παρίσι, αν και το πιθανότερο είναι να έχουν ήδη χωρίσει. «Ο χωρισμός τους φαίνεται να έχει συντελεστεί ίσως και πριν την αναχώρησή τους» (Χρήστος Δανιήλ, όπ. παρ., σελ. 79). Απόδειξη ότι η Χατζηλαζάρου συνάπτει σχέσεις με τον ζωγράφο Χαβιέρ Βιλατό, ανιψιό του Πικάσο, και ζει μαζί του ως το 1954. Κάπου εκεί χάνονται και τα λογοτεχνικά ίχνη του Καμπά· θα τον ξανασυναντήσουμε περίπου μια δεκαετία αργότερα (1956) στο Λονδίνο, απ’ όπου στέλνει  τέσσερα ποιήματά του («Άνοιξη», «Καλοκαίρι», «Φθινόπωρο», «Χειμώνας»), για να δημοσιευτούν στο περ. Νέα Εστία, κάτω από τον γενικό τίτλο «Ένας απόδημος ποιητής», προλογισμένα από τον φίλο του Τ. Παπατσώνη, με τις προτροπές του οποίου και τα έγραψε ή, εν πάση περιπτώσει, τα ολοκλήρωσε ως ενότητα. «Ένα ένα, καθώς τα ’γραφε -γράφει προλογίζοντας ο Τ. Παπατσώνης-, μου τα ’στελνε και, καθώς έβλεπα να έχουν τόσο στενό δεσμό με τη φύση και τις εναλλαγές των εποχών, του υπόβαλα τη σκέψη να τα ολοκληρώσει, ώστε να συμπεριλάβει ολόκληρο το χρόνο». Και συνεχίζει: «Θα εκτιμήσει ο αναγνώστης την αγνότητα αυτών των ποιημάτων, το πόσο ανεπηρέαστα είναι από κάθε μίμηση, πόσο προορίζονται να εκφράζουν την προσωπικότητα αποκλειστικά του ποιητή τους, πόσο σεμνά και απέριττα κι ευγενικά. Συγχρονισμένα μορφικά, αποφεύγουν όμως την κάθε περίτεχνη εκζήτηση, το κάθε εντυπωσιακό τέχνασμα ή πυροτέχνημα και την αφόρητα προσωπική ισοπέδωση που παρουσιάζουν πολλά νέα ποιήματα, ενώ εκφράζουν την απόλυτη ψυχικότητα και την μέχρι αγωνίας ανήσυχη και μελαγχολική διάθεση, που την σφραγίζει κάποια μοιρολατρεία, ένας παραδομός στο αμείλικτο πεπρωμένο. Όλα κραυγάζουν νοσταλγία για την Ελληνική γη και θάλασσα. Διακρίνει κανείς μέσα στις περιγραφές αγγλικών τοπίων και αγγλικής φύσης, να διαγράφονται και να μπλέκουν με τα θαυμάσια παιχνίδια μνήμης και τέχνης τοπία ελληνικά, σε μια σύνθεση που, μαζί με τη διαχυμένη νοσταλγική μελαγχολία, προκαλούν, λόγω της αγνής τους ποιητικότητας, μεγάλη αισθητική χαρά. Αλλά και στέκονται ένα φωτεινό δίδαγμα Ήθους για τους νέους. Αυτόν τον λεπτό ποιητή μας, θέλησα ν’ ανασύρω από τη λησμονιά» (Νέα Εστία, τεύχος 704, 1956, σελ. 1447-1448).

Τα τέσσερα αυτά ποιήματα φαίνεται πως δεν άρκεσαν, όπως εξάλλου ήταν φυσικό, να ανακινήσουν το ενδιαφέρον -όπως δεν άρκεσαν και τα οκτώ ποιήματά του που δημοσιεύτηκαν στο περ. Καινούρια Εποχή το 1958- για έναν λεπταίσθητο και αισθαντικό ποιητή,  που λόγω αποστάσεως αλλά και λόγω ιδιοσυγκρασίας (για «κούραση από τη βιοπάλη,  για κάποια έμφυτη νωχέλεια και για ένα είδος φετιχισμού», έκανε λόγο ο φίλος του Νάνος Βαλαωρίτης) στάθηκε έξω από το πεδίο των ιδεολογικών συγκρούσεων που ταλάνισαν πολλούς -ίσως και τους σημαντικότερους- εκπροσώπους της γενιάς του, της Πρώτης Μεταπολεμικής, παραμένοντας μέχρι τέλους πιστός στα νεανικά του ποιητικά οράματα, αυτά που του επέβαλλαν να κρατήσει την ποίηση μακριά από οποιαδήποτε σκοπιμότητα, υπόλογη μόνο στη λυρική της ουσία. Μάλιστα, κατά μια περίεργη συγκυρία, θα μπορούσε ίσως να πει κανείς ότι ο Καμπάς, από ένα σημείο και ύστερα (από το 1957 οπότε εγκαθίσταται στο Λονδίνο) πληρώνοντας «με τη λήθη της ποιητικής του ιδιότητας την ενασχόλησή του με τα ναυτιλιακά στο Λονδίνο, το Μόντε Κάρλο του Ωνάση, όπου πέθανε δύο μέρες πριν τα Χριστούγεννα» (Αντρέας Καραντώνης, «Θάνατοι ποιητών, Γ. Σ. Δούρας – Ανδρέας Καμπάς», περ. Νέα Εστία, τεύχος 927, 1966, σελ. 259-261), ήταν, όπως και ο παλαιότερος συνεπώνυμός του Νίκος Καμπάς, «μόνον δια της λύπης» ποιητής. Μπορεί επειδή με τον πόλεμο και όλα όσα δραματικά ακολούθησαν «η ποιητική νιότη του» διαπεράστηκε και νοθεύτηκε από την απογοήτευση που ένιωσε βλέποντας «θολωμένα τα κάτοπτρα της ομορφιάς και του έρωτα» και, κυρίως, από τον φόβο ενός μέλλοντος που δεν θα είχε τίποτα να του προσφέρει, καταλήγοντας να μιλήσει, χωρίς το ιδεολογικό έρεισμα άλλων συνοδοιπόρων του, για το γενικότερο δράμα του μεταπολεμικού ανθρώπου· αν και στην περίπτωσή του θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για μιαν ενδιάθετη ηττοπάθεια -ή και διαίσθηση για όλα όσα θα ακολουθούσαν- κρυμμένη πίσω από την κάποτε αστραφτερή επιφάνεια των υπερρεαλιστικών εικόνων της ποίησής του. Απόδειξη το πρώτο από τα τέσσερα ποιήματά του που δημοσιεύτηκαν  στα Νέα Γράμματα (Ιούλ. – Δεκέμβρης 1939, χρόνος Ε΄, αριθ. 7-12, σελ. 249), όπου με οδύνη και εντυπωσιακή ευστοχία μιλάει ποιητικά «για την πρόωρη ήττα μιας ολόκληρης νιότης –σα να προμηνούσε μια ήττα καθολική (Αντρέας Καραντώνης, όπ. παρ.).

Κατεβήκαμε στο στίβο νικημένοι

                        Κι έπρεπε να τρέξουμε, έπρεπε να τρέξουμε,

                        Οι φλύαροι προπονητές για να μας ενθαρρύνουν

                        Όλο παραδείγματα απ’ τους προγόνους φέρναν

                        Πως είχανε παλαίψει, οι τότε νέοι, πως είχανε νικήσει

                        Δε νοιώθανε πως είμαστ’ αδειανοί χωρίς ιδανικά, χωρίς ψυχή.

                                                                                                            […]

Τελευταία έντυπη παρουσία του τα μεταθανάτια εκδοθέντα Δέκα ποιήματα (1966), με ποιήματα επιλεγμένα από τον ίδιο και τη δηλωμένη επιθυμία του να εκδοθούν. Με άλλα να θυμίζουν ανακρεόντειους ύμνους στο κρασί και στην ανατρεπτική του δύναμη αλλά και στον έρωτα, στην πιο παρθενική, παγανιστική και συγχρόνως σκοτεινή εκδοχή του· και άλλα να αποτελούν το πεδίο σκληρών, πλην λυρικά απαλυμένων, αντιπαραθέσεων ενός πρωτογενούς ερωτικού πάθους με μιαν άλλοτε σαγηνευτική και άλλοτε επιθετική και αχαλίνωτη ομορφιά. Με συχνά μιαν ελεγχόμενη από το μέτρο και τον κυρίαρχο ρυθμό παιγνιώδη διάθεση και με ακόμα συχνότερα περάσματα -στον ρόλο γοητευτικών υπογραμμίσεων- υπερρεαλιστικών, διοχετευμένων σε φόρμες του δημοτικού τραγουδιού, ακουσμάτων. Ο ποιητής, ανήκοντας σ’ αυτούς που «με τα μούτρα ρίχνονται / να πιούνε τη ζωή, χωρίς να υπολογίζουνε / μήτε σπατάλη, μήτε χάρο», με επίγνωση ότι «το πάθος» και η «έχθρα» είναι από πάντα κρυμμένα στην κιβωτό της ανθρώπινης μοίρας «χωμένα μεσ’ στην κούνια μας, / στο γάλα που θηλάζουμε, στον καθαρόν αγέρα», αφήνεται στη δίνη του μεθυσιού και του έρωτα, επιχειρώντας με επιτυχία δεκαπεντασύλλαβους εναγκαλισμούς των πιο αβρών και των πιο τολμηρών αισθημάτων.

*

«Μαθαίνουμε πως ο φίλος ποιητής κ. Τάκης Παπατσώνης, κρατάει στα χέρια του με αγάπη όλα τα χειρόγραφα και τις ποιητικές δοκιμές του Ανδρέα Καμπά, και πως η οικογένεια του τόσο ελπιδοφόρου ποιητικά έφηβου του 1939, πρόκειται να τα εκδώσει σύντομα, σ’ ένα τόμο. […] Μια τέτοια έκδοση, θα παραμέριζε τα παραπετάσματα της σιωπής και ποιος ξέρει! Ίσως ο λόγος που δεν ακούστηκε για τον θάνατο του Ανδρέα Καμπά, να γραφόταν τώρα, στρογγυλός, δίκαιος, και αποκαλυπτικός». Αυτά έγραφε ο Αντρέας Καραντώνης το 1966 νεκρολογώντας τον ποιητή (Νέα Εστία, όπ. παρ.). Σήμερα, πενήντα χρόνια μετά, το αρχείο Ανδρέα Καμπά βρίσκεται στα χέρια των συγγενών του. Ας ελπίσουμε ότι δεν έγινε τότε να γίνει τώρα. Θα είναι μια πράξη δικαιοσύνης στον άνθρωπο και στο έργο του.

Ανέκδοτα ποιήματα του Ανδρέα Καμπά*

 

2 ΕΠΟΧΕΣ (2 SΑΙSONS)

Βαθειά μέσα στα μάτια σου

εκεί που σβύνεται η μοίρα μου

κοντά στον πρώτο πόθο τον παρθενικό

εκεί που δεν ακούγεται μήτ’ ο σφυγμός της γης

(αντίκρυσα τα χείλη τα δακρυσμένα)

Και δίψασα για μια φωνή.

Λίγο πιο πάνω απ’ τους βράχους

μέσα στα σκοίνα, πεσμένοι στα πρινάρια

ήπιαμε τον αέρα το γαλάζιο

ήπιαμε την ανάμνηση

κι ύστερα ήπιαμε το πικρό νερό

που ’μοιαζε με τη γεύσι απ’ τα φιλιά, που είδαμε

με το μαντήλι που κουνιότανε

πίσ’ απ’ τα δέντρα και τους στύλους

με τη φωνή του αιχμαλώτου

που έσκαβε την άσφαλτο μέρες και μέρες

Ύστερα βγήκαμε να ψηλαφήσουμε την πόλη

που ’ταν σα παραμύθι άγνωστο

μ’ αυτές τις συνοικίες τις περίεργες

και με τους μιναρέδες τους λυπητερούς

βγήκαμε μαζί αλλά συ χάθηκες

μαζί με τις ματιές των φίλων

που πήγανε στη ζέστη

χάθηκες μαζί με τις πληγές τους

κι έμεινα μόνος.

Στο πάρκο είχε αίματα

πίσω απ’ τις γρίλιες είχε δάκρυα.

Ήμουνα τόσο μόνος.

(1943;)

Ετούτο το φετεινό καλοκαίρι το ονομάσαμε γαρούφαλο.

Και θέλαμε να το καρφιτσώσουμε στο στήθος σου

γιατί σου πάει τόσο πολύ.

Και τ’ ονομάσαμε φιλί

και κόκκινα χείλια ζεματιστά.

Κι ανοίξαμε τους πόρους μας τούτο το καλοκαίρι

για να ’μπη όλη η ζέστα

Και τα καυτά μεσημεράκια

Κι η ώρα 3

κι η ώρα 4

οι τόσο ηδονικές.

Κι ανοίξαμε πλατειά το στήθος μας, να μπης

εσύ μες στα εγκαύματα που έκανε ο ήλιος.

Και δε γυρίσαμε το κεφάλι μας αλλού γιατί

μέσα στα μάτια σου είν’ η γητειά

και πίσ’ απ’ τη γητειά στέκετ’ ο έρωτας

κι είπαμε να βγούμε πια απ’ το πετσί μας

και να πιάσουμε τα χρυσά φτερά του.

Και ν’ αγκαλιάσουμε το κορμί σου το γυμνό

και να σε κρατήσουμε ολόσωμη μέσα στην

αγκαλιά μας, έστω και για λίγα λεπτά.

Πολλές φορές σκοντάψαμε στη λέξη καθήκον

κι άλλες πάλι φορές σπαταλίσαμε πολλές δυνάμεις

μπροστά στη λέξι τιμή

και μπροστά στο πεπρωμένο

και δειλιάσαμε λιγάκι, όταν ακούσαμε  για το μυστήριο

και μπροστά στην άλλη έννοια την πιο μεγάλη

σ’ αυτή που λέγεται δημιουργία.

Μα όταν άνοιξε η εικόνα και χωρίστηκε στα 4

είδαμε πως το σύνολο ήσουν εσύ.

Γιατί και πέρσι τέτοια εποχή είχα κιόλας ένα

κομμάτι από σένα μες στα χέρια μου.

Και το φθινόπωρο με τόση απαντοχή, εσένα

είδα μες στη βροχή, και η δική σου η ανάσα

έβγαινε απ’ το χώμα και μου θύμιζε το μούστο.

Και ο χειμώνας ο τόσο πολύ κουραστικός

είχε σε μερικές στιγμές μια θαλπωρή

τελείως παρμένη απ’ τα δικά σου μάτια.

Όμως δε σε ήξερα ακόμα

μόνο διαιστανόμουνα πως έχεις μιαν ικανότητα

παράξενη, να φοράς τα κοχύλια

γύρω στο λαιμό σου

και να μιλάς για τα ταξείδια και για τ’ άσπρα

τα θαλασσινά πουλιά.

Γι’ αυτό, το φετεινό γαρούφαλο

το βγάλαμε με τ’ όνομα το δικό σου

γιατί σου μοιάζει και στη φαντασία

και στον τρόπο που φοράς τα κόκκινα

και τα χρωματιστά.

Και σε κείνη τη λέξι

που άλλοτες τη λέμε πόνο

και άλλοτες τη λέμε πάθος

και άλλοτες τη λέμε μαγκανεία

Κι εσύ μας έδωσες κάτι πιο πολύτιμο

ακόμα απ’ την παρθενιά του σώματος

κι από τον πρώτο το σπασμό

μας έδωσες την παρθενία των ματιών σου

κι έτσι ο έρωτας ο δικός σου, είναι

αφάνταστα μεγάλος.

Είναι αυτό που λένε γόνιμος

γιατί ξαίρεις να σπρώχνης και με τα χέρια σου

και με κείνη την κραυγή την άναρθρη

και με το απαλό χαμόγελο

που μοιάζει τόσο, με βαθυκόκκινο

κρασί

και με μια σταγόνα αίμα απ’ τη μεγάλη

αρτηρία της καρδιάς.

(1943;)

Η ΠΡΩΤΟΤΑΞΕΙΔΗ

Με ασφοδέλια, και με κρινάκια του αγρού

και με χαμόγελο στο στόμα

Με τ’ αστέρια μπερδεμένα στα μαλλιά σου

ήρτες ήσυχα

ήρτες τότες, που μονάχος στην παγωμένη στράτα

περίμενα απ’ το κρύο να μου γλύψει τις πληγές.

***

Με το μικρό το μπάτη μέσα στα φουστάνια σου

με το μάη στα στήθη σου

και με μια χούφτα δύναμι, ανάμεσα στα πόδια σου

ήρτες ήσυχα

ήρτες τότες, που με τη βιά

μου ’χανε πάρει

και τη γυναίκα

και το φίλο τον αγαπητό

και τον ήσυχο τον ύπνο.

***

Μ’ ένα χωράφι έρωτα

και με την αγκαλιά γεμάτη από φιλάκια

με τα χέρια ανοιχτά

με τους φλώκους φουσκωμένους

στα μάτια σου τα χρυσοπράσινα

ήρτες ήσυχα

και με πήρες

για τη μεγάλη άνοιξι

για το πρωτόφαντο ταξείδι

μακρυά, στο άλλο νησάκι.

(17.2.1944)

Θέλω να κλάψω γοερά

στο ήσυχο λιβάδι με τους μενεξέδες.

Θέλω να πέσω και να κοιμηθώ

ξεκούραστα μαζί με τ’ αγγελάκια

και τους πιο φτωχούς ανθρώπους

που δε ντραπήκανε να πάρουν

και δε διστάσανε να δώσουν.

Πλατειά η ψυχή τους, σαν το αγέρα

που σαλεύει τα κουρέλια τους

βαθύς ο πόνος τους

ωσάν την απληστία του κόσμου.

Μα εγώ θα πάω μαζύ τους να ξαπλώσω

γιατ’ είν’ αμίλητοι, και δε ζητάν

παρηγοριά.

Εκεί θα πάω και θα κλάψω

γοερά.

Λονδίνο, 8 Ιουλίου ’48

Φώτα πολλά σε στόλισαν

Εικόνες που τρεμόσβυναν

Μια πράσινη μυρουδιά του χόρτου και του χαμομηλιού

Κάτι σαν Πάσχα, σαν αρχαίος ναός

Ένα φωτοστέφανο από μέρες παληές

από φιλιά

Φωνές που έχουν ξεχαστεί

Ακρογιαλιές που γλύφουν απαλά το καλοκαίρι

και μια γεύσι αρμύρας

που δεν ξαίρεις αν είναι δάκρυα

ή κυματάκι άσπρο

Όλα αυτά κι εσύ χαμογελούσες

Όλη η άνοιξις πάνω στο γιορτερό σου το φουστάνι

Κι εσύ κατέβαζες τα βλέφαρα για να μη μπη ο έρωτας.

Στο διπλανό δωμάτιο οι άνθρωποι χορεύανε

Νύχτες και νύχτες τώρα

Οι κοπέλες είχανε γίνει ένα με τα φιλιά

Ένα με το φτερό της πεταλούδας

Είχανε γίνει ένα με το γυαλιστερό παρκέ

Ξεχαστήκανε στις γωνιές μ’ ένα ποτήρι στο δεξί

τους χέρι

Γεμάτο χυμούς και καταπιεσμένες λαχτάρες

Όλο το καλοκαίρι ήτανε πάνω στο γυμνό σου στήθος

Κι εσύ έκανες την ανήξερη

Κι έψαχνες το κλειδί

Κι έψαχνες μες στη σιωπή

Κι έψαχνες να βρης την έκφρασι της μαργαρίτας

λίγα λεπτά πριν μαραθούν

Όλη αυτή η εποχή ήτανε κάπου μέσα σου

Κι εσύ έκλεισες τα μάτια σου

Κι όλα γίνανε μια σταγόνα αίμα

Βαθυκόκκινη σαν τη λησμονιά

Όλα γίνανε μια μακρόσυρτη στριγκλιά ανίας

Θα ξεπέσει ο μπερντές.

*Ευχαριστούμε θερμά την οικογένεια του ποιητή (Ανδρέα Μ. Καλλιγά, Παύλο Μ. Καλλιγά και Ελένη Καλλιγά) για την ευγενική παραχώρηση των ανέκδοτων ποιημάτων και του φωτογραφικού υλικού.