Νίκος Ερηνάκης

(Ανάμεσα σε όσα πέφτει η σκιά, εκδόσεις Γαβριηλίδης)

Τιτίκα Δημητρούλια

Η πρώτη ποιητική συλλογή του Νίκου Ερηνάκη με είχε ξαφνιάσει με τον τίτλο της: Σύντομα όλα θα καίγονται και θα φωτίζουν τα μάτια σου (2009). Στη συνέχεια με ξάφνιασαν τα ίδια του τα ποιήματα. Μαρτυρούσαν μια γνήσια ποιητική φωνή, που ψαχνόταν ακόμη, πολλά υποσχόμενη, αναζητώντας επίμονα την ομορφιά στο χάος, την καταστροφή, την ένωση των αντιθέτων, τη μουσική, στο κενό και τη σιωπή, τον έρωτα και τον λόγο, αναζητώντας μια ταυτότητα εκεί που μόνο σπαράγματα και θραύσματα επιτρέπει η πραγματικότητα. Ακολούθησε μια μετάφραση, του Γκέοργκ Τρακλ, ενδιαφέρουσα και οδηγητική για την ανάγνωση της ποίησής του, και σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά, μια συλλογή που δικαιώνει απολύτως όλες τις υποσχέσεις: μια συλλογή μυστική, που μετρά τον άνθρωπο μέσα στον κόσμο, τη ζωή μέσα από τον θάνατο και τον έρωτα, τον ποιητικό λόγο μέσα από τη φαντασία και τη αρμονία που δημιουργεί το πέμπτο σφυρί, «το πιο ανήσυχο», αυτό που χτυπά ο Διόνυσος κι ο Πυθαγόρας δεν μπορεί να ορίσει, αυτό που αγκαλιάζει όσα δεν μετριούνται και δεν υποτάσσονται στους νόμους και τους κανόνες, όσα δεν αναπαρίστανται, ως δυσαρμονικά και αγέρωχα απέναντι σε ό,τι τα γεννά κι ό,τι τα καταστρέφει.
Από τους πρώτους κιόλας στίχους των συνθέσεών του προβάλλει το αίτημα της ιερότητας με όρους ορφισμού. Ο δικός του Ορφέας δεν είναι εκείνος της Ευρυδίκης, είναι ο Ορφέας των τελετουργιών της διαρκούς αναγέννησης, είναι ο Ορφέας του μυστικισμού που δίνει τη σκυτάλη στους Πυθαγόρειους και, όπως ωραία επισημαίνει ο Μπερξόν, οδηγεί στον πλατωνισμό και τον νέο-πλατωνισμό, στον Μαρτσίλιο Φιτσίνο, αλλά και στις ανατολικές θρησκείες, περνώντας από τον Όμηρο και την Αποκάλυψη. Αν στην πρώτη του συλλογή το ζήτημα της ταυτότητας μιας γενιάς συνοψιζόταν στην υποκειμενική διερώτηση, τώρα ο χώρος και χρόνος ανοίγονται σε διαστάσεις άπειρες, η ζωή απλώνεται στον θάνατο και τον εμπεριέχει, ο θάνατος φέρνει τη ζωή, η φωτιά το νερό, το ένα το δύο και καταλήγουν όροι για μια αγωνιώδη αναζήτηση όχι της αλήθειας, αλλά της μουσικής καθαυτήν, της καθαρτήριας φαντασίας και μιας αληθινής ζωής που δεν γνωρίζει το πρόσωπό της. Η διερώτηση γίνεται όχι απλώς διυποκειμενική, μέσα από τον έρωτα που επιμένει και τη «μικρή» που παραμένει, αλλά συμπαντική, κοσμική, απόκρυφη και μαζί καθημερινή.
Η πρώτη σύνθεση θέτει τη βάση για μια ανάγνωση του κόσμου και της ποίησης με άλλα μέτρα, παλιά και μαζί νέα, σε ένα μέλλον ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, ένα μέλλον που αποτελεί τη μόνη μυθική εποχή, όπως προεξαγγελτικά δηλώνει ο Ερηνάκης, για να το πολιορκήσει στη συνέχεια, προσπαθώντας να χαράξει τα περιγράμματά του. Ένα μέλλον που η μόνη του αλήθεια είναι στο παρόν, μέσα στον κόσμο. Αλλάζει ο τόνος στις επόμενες, η ιερότητα περνά στον καθ’ ημέραν βίο, και τον μετατονίζει. Ανάμεσα στο Λονδίνο και το Μοναστηράκι, ανθίζουν διαδρομές εσωτερικές που φωτίζουν το κρυφό στις μυστικές του κρύπτες, τις χειρονομίες, τα αρώματα, τις λάμψεις και τις κραυγές, φωτίζουν τον μύθο που σκέπει τον ρυθμό, έστω και ερήμην του, του έρωτα, του λόγου και της απουσίας του, των επαναστάσεων που κυοφορούνται και είναι πολλαπλές κι αμφίσημες, σαν τη φύση. Ανάμεσα σε όσα πέφτει η σκιά, καθώς το σκοτάδι και το φως αντιπαλεύουν, ανάμεσα στη σιωπή και τον λόγο που ηχεί ρυθμικός στην τελετουργία της διαρκούς ανακάλυψης του εαυτού και του κόσμου, της ίδιας της ποίησης που ζητά να γίνει σώμα. Μάσκες μισές, δαίμονες κουτσοί και αποκαλυψιακές εικόνες, θυσίες μυθικές και οικείες και ο ποιητής νεόφαντος μύστης που προκρίνει την ενόραση και την ιερή μανία, που αλλάζει μαζί με τις εικόνες που δημιουργεί. «Αποτελούμε την αστική ιεροτελεστία / Μας οδηγεί μια άγρια φιλοσοφία // και μικρή / ξέρεις / εδώ πονάμε».
Χάος, κίνηση, μανία του πανικού, σπαθιά που δεν ξεθηκαρώνεται, η μνήμη και οι λέξεις της, οι μοιραίοι κύκλοι, η μακριά διαδρομή με τα νεκρά πράγματα που τη στοιχειώνουν και πάλι ο κύκλος πίσω από τον χρόνο να μάχεται τις πανίσχυρες αντιθέσεις και μια αθωότητα διάφανη πίσω από διακηρύξεις δύσκολης ενηλικίωσης, άρνηση της ζωής, άρνηση της ποίησης υπέρ των λόγων των άλλων. Η φωνή του Ερηνάκη είναι ιερατική και μαζί γεμάτη δροσιά νεανική, πάλλεται από αντιθέσεις κι αντιφάσεις και καταφάσκει σε ένα μέλλον που μόνο να το πενθήσει μπορεί, σε μια ποίηση που γεννιέται με όρους απορίας. Γιατί η φοβερή εποχή του Ρεμπώ είναι το παρόν πριν από το μυθικό μέλλον κι αγάπη της ομορφιάς δεν αποκρύπτει τη στιφάδα της. Η απαγγελία των ποιημάτων του (http://www.nikoserinakisunddiehaken.com) αναδεικνύεται στη μυητική τους διάσταση, ως σπάραγμα ενός ανέφικτου αυτοπροσδιορισμού στα όρια μιας πραγματικότητας με νύχια και με δόντια λύκου, φορτωμένη τη φρίκη της αναμονής της ομορφιάς και μιας νέας ηθικής. Ένας ιδιαίτερος, στοχαστικός λυρισμός που συντονίζεται με τις πιο κρυφές συγχορδίες της σύγχρονής μας αγωνίας.