Νίνα Γιαννοπούλου (Συλλέκτης κίτρινων αχιβάδων και άλλες ποιητικές ιστορίες, Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2010)

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

Η Νίνα Γιαννοπούλου πραγματοποιεί την πρώτη της εμφάνιση στα γράμματα, σε ηλικία σχετικά ώριμη, έχοντας υπερβεί αισθητά τον συνήθη ηλικιακό μέσο όρο των πρωτοεμφανιζόμενων, που κυμαίνεται ανάμεσα στα είκοσι και στα τριάντα. Διαβάζοντας τα ποιήματά της, αναρωτήθηκα τι μπορεί να ήταν εκείνο που τη φόβιζε, την ανέστελλε και την έκανε να αναβάλλει τη δημοσίευσή τους. Και κάνοντας διάφορες υποθέσεις, κατέληξα στην άποψη ότι εκείνο που, περισσότερο απ’ όλα, θα πρέπει να την έκανε διστακτική, ήταν μία αίσθηση ευθύνης, σε συνδυασμό με έναν ενδόμυχο φόβο έκθεσης. Μου ήταν δύσκολο να σκεφτώ κάτι άλλο, τη στιγμή που τα ποιήματα του βιβλίου πρόδιδαν μία επιμελημένη και σοβαρή θητεία στα ποιητικά μας πράγματα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που, διαβάζοντάς τα, άκουγα ή διαισθανόμουν περάσματα σημαντικών φωνών της ποίησής μας, διαπίστωνα γόνιμες συνομιλίες με κείμενα και πρόσωπα του παρελθόντος, αλλά και συγκαιρινά μας. Όλ’ αυτά ενίσχυαν την άποψή μου ότι η Νίνα Γιαννοπούλου, όλον αυτό τον καιρό της έντυπης αφάνειάς της, προετοιμαζόταν υπεύθυνα και με σοβαρότητα, ώστε εμφανιζόμενη να είναι σε θέση να καταθέσει μία δική της, προσωπική πρόταση, όσο γίνεται περισσότερο ανταποκρινόμενη στην ιδιοσυγκρασιακή της ιδιαιτερότητα.

Αλλά νομίζω ότι ήρθε η στιγμή να αναφερθώ στα ίδια τα ποιήματα, παραθέτοντας σκόρπιες σημειώσεις που κράτησα διαβάζοντάς τα. Σημειώσεις που νομίζω ότι παρουσιάζουν περισσότερο ενδιαφέρον από μία συνολική αποτίμηση του βιβλίου· αφενός γιατί είναι ειλικρινείς και ανεπεξέργαστες αντιδράσεις ενός εθισμένου αναγνώστη και αφετέρου γιατί, έτσι, μπορεί να προκύψει αμεσότερα η αναγνωστική και, συνάμα, διαισθητική, επικοινωνία μεταξύ δύο ομοτέχνων: Αρχίζω: Υπάρχουν στο βιβλίο ποιήματα ποιητικής, πράγμα καθόλου συνηθισμένο για έναν πρωτόπειρο ποιητή· ποιήματα ενδεικτικά μιας αγωνίας για έκφραση, αλλά και για επικοινωνία, ταυτόχρονα όμως ενδεικτικά και μιας διείσδυσης του ποιητικού υποκειμένου στο υπέδαφος του ποιητικού γίγνεσθαι. Αυτά είναι που με έκαναν να αναρωτηθώ και να αναζητήσω αυτό που, περισσότερο απ’ όλα, ενεργοποιεί την ποιήτρια και την ωθεί προς την ποιητική έκφραση. Κι έτσι, ασυναίσθητα σχεδόν, κατέληξα στο, ενδεχομένως επισφαλές, χρήσιμο ωστόσο, για μιαν ουσιαστικότερη επικοινωνία με την ποίηση της Γιαννοπούλου, συμπέρασμα, ότι αυτό που, κυρίως, την ενεργοποιεί είναι εικόνες, γεγονότα και καταστάσεις που ανταποκρίνονται στην διάθεση και στην ενδιάθετη πρόθεσή της να εισχωρήσει και να βυθιστεί στα ενδότερα. Εκεί όπου η σιωπή υπερισχύει του καθημερινού θορύβου και της δίχως νόημα και ουσία φωνασκίας, εκεί όπου τα πράγματα, ευχάριστα, δυσάρεστα, κάποτε και τραυματικά, περιβάλλονται με την αχλύ μιας υποδόριας, σαγηνευτικής, ενίοτε και εκμαυλιστικής μουσικής.

Συχνά μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ενός δειλού, προσεκτικού βηματισμού, σαν από φόβο να μην ταραχτεί και να μην ακουστεί το συντελούμενο στο βάθος της ποιητικής διεργασίας. Με άλλα λόγια να μην προδοθεί το γενεσιουργό αίτιο, να μην έρθουν στο φως και γίνουν απροκάλυπτα τα καλά κρυμμένα, τα μυστικά και τα μύχια της ψυχής. Παράλληλα, διέκρινα μία σε μόνιμη εγρήγορση ευρισκόμενη ονειρική διάθεση η οποία έχει τη δυνατότητα άλλοτε να επικαλύπτει και άλλοτε να αμβλύνει τις αιχμηρές, κάποτε οδυνηρές, κορυφές των σκέψεων και των συναισθημάτων.

Εμφανής είναι η προσπάθεια της ποιήτριας να αυτοοριοθετηθεί, να προσδιορίσει την ανθρωπογεωγραφία, την πανίδα και τη χλωρίδα ενός απολύτως προσωπικού χώρου, πράγμα που κάνει ακινητοποιώντας, με μία ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτη τεχνική, αεικίνητες και μονίμως εναλλασσόμενες εκδοχές τόπου και χρόνου· σαν να βρίσκεται, για να θυμηθούμε τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε τον ποιητή ο Τ.Σ. Έλιοτ, στο ακίνητο σημείο ενός τόπου που ολοένα γυρίζει.

Η ποίηση, για τη Νίνα Γιαννοπούλου, είναι, όπως τιτλοφορεί ένα της ποίημα, Διαδικασία αποδελτίωσης του χάους· μία διαδικασία ερμηνείας των σκοτεινών και απροσδιόριστων συναισθημάτων· ο λόγος είναι γι’ αυτήν η σχεδία που την οδηγεί, άλλοτε με νηνεμία και άλλοτε με κλυδωνισμούς, στις νησίδες των περισσότερο ή λιγότερο καθαρών νοημάτων.

Αρκετά συχνά δείχνει να διακατέχεται από μία διάθεση, θα έλεγα, αφηγηματική. Υπάρχουν ποιήματα με σαφή αφηγηματικό χαρακτήρα· σ’ αυτά παρατηρείται ένα, εκ πρώτης όψεως επιφανειακό, άπλωμα μορφών, εικόνων, συναισθημάτων και καταστάσεων, που όμως αιφνίδια διακόπτεται από βιαστικές, όσο κρατάει η ανάσα, καταβυθίσεις στο πίσω από την επιφάνεια θερμαινόμενο κοίτασμα της ψυχής. Παράπλευρα με την αφηματική διαδικασία, κάποτε εκδηλώνεται και μία διάθεση περιγραφική· μία διάθεση, θα τολμούσα να χαρακτηρίσω μάλλον αυτοπεριγραφική, η οποία οδηγεί την ποιήτρια σε στέρεες απεικονίσεις ατομικών θαυμάτων· μικρών θαυμάτων που μόνο στη δική της αντίληψη υπέπεσαν, προοιωνιστικών της ικανότητάς της να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα με τα έκπληκτα μάτια ενός παιδιού· του παιδιού που οφείλει να είναι ένας ποιητής, η ειδική ευαισθησία του οποίου προσμετράται από τα ποσοστά παιδικότητας που καταφέρνει και διατηρεί μέσα του απρόσβλητα από τους ρύπους και τη συναλλαγή της καθημερινής πραγματικότητας. Προς επίρρωση αυτής της της βεβαιότητας, της πίστης της, έρχεται η λεπτή και υποσκαπτική ειρωνεία του ποιήματος Απρόσκοπτα, όπου σχολιάζεται η υποτακτική στάση και συμπεριφορά των ενηλίκων στις αδήριτες επιταγές της πραγματικότητας, η συμβολή τους στην απρόσκοπτη λειτουργία του συστήματος.

Ακόμα, περιορίζομαι να επισημάνω: την ειλικρίνεια του τρόπου, με τον οποίο η ποιήτρια εκφράζει τον φόβο της για το ενδεχόμενο της αιφνίδιας ανατροπής της ισορροπίας τρόμου επάνω στην οποία στηρίζεται το φως και το σκοτάδι της κάθε ημέρας. Τον κατακτημένο τρόπο, με τον οποίο τείνει να δείξει, ψαύοντας το πρόσωπό της, την ίδια στιγμή που, σαν μετανιωμένη, σπεύδει να το κρύψει, δημιουργώντας έναν δραστικό ποιητικά μετεωρισμό. Τα ποιήματα της συλλογής χαρακτηρίζονται από μία αξιοσημείωτη θεματική ποικιλία. Μία ποικιλία ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο η ποιήτρια ενεργοποιείται, κάθε φορά, ποιητικά. Του τρόπου με τον οποίο αφήνεται, με σχετική εμπιστοσύνη, στα εσωτερικά ή εξωτερικά εναύσματα-ερεθίσματα που αισθάνεται ότι θέτουν σε δοκιμασία την πνευματική, ψυχική, ακόμα και την αισθητική της ισορροπία· που αισθάνεται ή διαισθάνεται ότι μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να αποτελέσουν το υλικό, τον πηλό του υπό εκκόλαψη ποιήματος.

(Τα Ποιητικά, τχ. 1, Μάρτιος 2011, σελ. 19.)