Χρίστος Παπαγεωργίου (Κρύβε λόγια, Εκδόσεις Κίχλη, Αθήνα, 2014)

«Στα όρια της ποίησης»

(Χρίστος Παπαγεωργίου, Κρύβε λόγια, Εκδόσεις Κίχλη, Αθήνα, 2014)

Γιάννης Στρούμπας

 

Σ’ ένα σύγχρονο σκηνικό αμετροέπειας, το οποίο καλλιεργείται από τα αυτοσυστηνόμενα ως «αποκαλυπτικά» μέσα ενημέρωσης, ο ποιητής Χρίστος Παπαγεωργίου με τη συλλογή του Κρύβε λόγια και μέσω του εύγλωττου τίτλου της απευθύνει παραίνεση για την αντίθετη στάση της αυτοσυγκράτησης. Η συλλογή αποτελείται από τρία μέρη, τα οποία επιγράφονται, με τη σειρά της εμφάνισής τους, «Μπαράζ συλλήψεων», «Σκελετοί στην ντουλάπα» και «Λάσπη στον ανεμιστήρα». Πρόκειται για φράσεις-κλισέ ιδιαίτερα αγαπητές στον δημοσιογραφικό κόσμο. Στο περιβάλλον της ποιητικής συλλογής λειτουργούν αντιστικτικά με τον τίτλο της, καθώς, με την κενότητά τους, ενισχύουν την παραίνεση του τίτλου να περιορίζονται τα λόγια που μπορεί να εκθέσουν τον πομπό τους, και όχι μόνο αυτόν.

 

Ο Παπαγεωργίου εξαρχής αποκαλύπτει την πρόθεσή του για παιγνιώδη κι ανατρεπτικά σχόλια. Ο παιγνιώδης τρόπος εκφοράς των ποιητικών σχολίων, ωστόσο, δεν ορίζει μονοσήμαντα την εκπεμπόμενη διάθεση. Το κλίμα συχνά είναι ομιχλώδες, μουντό, και ο απορρέων από το λεκτικό παιχνίδι σαρκασμός πικρός, μελαγχολικός. Οι διαπιστώσεις τούτες επιβεβαιώνονται ήδη από το εναρκτήριο ποίημα της συλλογής με τον τίτλο «Γιορτή». Η αναμενόμενη απ’ την υπόσχεση του τίτλου γιορτή πνίγεται στο αφιλόξενό της περιβάλλον: ασφυκτικός «όγκος κατοικιών», κατάθλιψη, κορεσμός, καυσαέρια, απουσία καλοκαιρίας, υπονοούμενες ναρκωτικές ουσίες και βιασμοί. Τα ειλικρινή, θερμά συναισθήματα τελούν υπό εξαφάνιση: «Ανυπομονείς να σε σφίξω στην αγκαλιά σου», στη δική σου, όχι στη δική μου, εφόσον την αληθινή μου αγάπη δεν θα τη βρεις, μα ούτε κι εσύ τη θέλεις πραγματικά.

 

Η ζοφερή κατάσταση καθιστά τη «γιορτή» επίπλαστη, ειρωνική. Κι ο ποιητής επιμένει με νέα ειρωνεία: η δύσκολη γέννα προκαλεί εκ μέρους της μαμής την έκφραση ευχής, μα η ευχή πραγματώνεται μόνο ειρωνικά, αφού το παιδί γεννιέται τέρας. Πλάι στην ειρωνεία αξιοποιούνται οι αντιστροφές. Το γουργούρισμα της γάτας παραλληλίζεται με τον θόρυβο του ανελκυστήρα κατά την κίνησή του. Ο συνειρμός ωθεί το ποιητικό υποκείμενο να ευχηθεί την ανάπτυξη μιας σχέσης τρυφερότητας, η οποία επιζητά ως χαρακτηριστικά της το «ύψος του ζώου», δηλαδή της γάτας, και την «εξυπνάδα του κουτιού», δηλαδή του ανελκυστήρα, αντί για το αντίστροφο. Έτσι, η ποθούμενη τρυφερότητα ακυρώνεται εν τη γενέσει της, αφού η γάτα είναι χαμηλή κι ο ανελκυστήρας ένα άψυχο τεχνολογικό επίτευγμα χωρίς λογική.

 

Η διαφαινόμενη ευφορία από το διαρκές παιχνίδισμα του Παπαγεωργίου, με την ειρωνεία, τις αντιστροφές και το αιφνιδιαστικό παράλογο, είναι μάλλον πλαστή, αφού οι τεχνικές του ποιητή εντέλει καταδεικνύουν και τονίζουν τη φθορά. Έτσι διατυπώνεται φυσιολογικά το αίτημα: «Ποθώ ένα ποτό στο γυάλινο ποτήρι / Και μια αγάπη γνήσια στο κέλυφός της.» Η ποιότητα και η συναισθηματική γνησιότητα είναι, όμως, στόχοι δυσεπίτευκτοι. Το κέλυφος της αγάπης εύθραυστο. Τα αισθήματα «πλιατσικολογούνται». Ενσκήπτει «καιρός άγριος όσο ποτέ». Ο ναός καθίσταται άντρο αμαρτίας. Ο «λύκος» λυμαίνεται το πιο αγνό φυσικό περιβάλλον. Γι’ αυτό ο ποιητικός ήρωας ονειρεύεται στον ύπνο του «Αντάρτες των βουνών και των πόλεων / Μαχητές […] της Δημοκρατίας», εφόσον απ’ τον κόσμο του απουσιάζουν η μαχητικότητα και η δημοκρατία, ενώ κυριαρχούν η νύχτα και τα «σικέ απογεύματα».

Φορείς αντίστοιχων συναισθημάτων είναι και τα ποιήματα του τρίτου μέρους της συλλογής («Λάσπη στον ανεμιστήρα»). Ιδίως τα αφηγηματικά ποιήματα του Παπαγεωργίου διαποτίζονται από μια πίκρα βίαια καταχωνιασμένη στα ενδότερα. Το συλλογικό δράμα υφέρπει στο ποίημα «Η απόλυση»: ο εξόριστος θείος απολύεται από την εξορία κι επιστρέφει στο χωριό. Ο ψυχισμός της οικογένειας διαμορφώνεται από την εξορία του θείου κι απ’ την αναπηρία της αδερφής του ποιητικού υποκειμένου, ενός κοριτσιού κωφάλαλου. Ο πατέρας και οι συγχωριανοί διακινούν μια επίπλαστη χαρά για την επιστροφή του θείου, που συννεφιάζει στην αμήχανη και προβληματισμένη σιωπή τόσο των παιδιών όσο και της μάνας, μιας μάνας με σαφή συναίσθηση πως «τώρα αρχίζουν τα δύσκολα». Η επίγνωση των επερχόμενων δυσκολιών οδηγεί τους ήρωες σε βαθύτερο εγκλεισμό στον εαυτό τους.

 

Το συναίσθημα της πίκρας το διαπραγματεύεται και το νοσταλγικό «Τιμόνι». Ο συνοικιακός δρόμος των παιδικών παιχνιδιών είναι φραγμένος απ’ τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, πλάι στα οποία αναγκαστικά «παρκάρει» και το παιχνίδι, καθώς υποχρεώνεται να διακοπεί, να καταργηθεί. Εδώ εγείρεται η αντίδραση του ποιητικού αφηγητή, ο οποίος διεκδικεί το στρίψιμο του τιμονιού, την αλλαγή πορείας («Κόφτο όλο αριστερά») και, κατ’ επέκταση, μιαν άλλη ποιότητας ζωής. Στο ξόρκισμα της πίκρας με την αλλαγή κατεύθυνσης φαίνεται ότι αποσκοπεί και η «συχωρεμένη» στο ομότιτλο ποίημα, όταν στη διερευνητική ερώτηση γεροντοπαλίκαρου εάν είναι άγαμη, εκείνη απαντά «γαμημένη». Η δραστικότητα της απάντησής της υπερβαίνει την ετοιμολογία, την ευφυΐα, το χιούμορ της, που προκαλεί το γέλιο μέσα από την αντιστροφή της κατάστασης κι απ’ τον απρόβλεπτο χαρακτήρα της· υπερβαίνει, επίσης, την προκλητικότητά της, που μέσα από την αναίδειά της ουσιαστικά αποπέμπει το γεροντοπαλίκαρο σαν να του δηλώνει επιτακτικά «άδειαζέ μας τη γωνιά»· οφείλεται, πολύ περισσότερο, στην εκπεμπόμενη πίκρα, απόρροια μιας ζωής που δεν στεφανώθηκε απ’ τον έρωτα, την οικογένεια, την απόκτηση παιδιών, και γι’ αυτό ακριβώς προσδιορίζεται μεταφορικά «γαμημένη», δηλαδή συνθλιμμένη, συντριμμένη.

 

Κι όπως συμβαίνει στη δραματική ποίηση ήδη από την κλασική αρχαιότητα, όπου μεταξύ των επεισοδίων που κορυφώνουν την τραγικότητα ο ποιητής παρεμβάλλει τα στάσιμα σε ρόλο «αποσυμφορητικό» αλλά και καλλιέργειας ψεύτικων προσδοκιών που θα διαψευστούν, έτσι κι ο Παπαγεωργίου παρεμβάλλει, σαν «στάσιμο», μεταξύ των δύο άλλων μερών της συλλογής του, το δεύτερο και μεσαίο τμήμα της με τον τίτλο «Σκελετοί στην ντουλάπα». Το τμήμα αυτό της συλλογής, σαφώς περιπαικτικό, μοιάζει με ανάλαφρο ιντερμέδιο μεταξύ των δύο άλλων «μουντών» τμημάτων. Περιέχει ποιήματα δομημένα με τρόπο παρεμφερή: όλα τους εξάστιχα ή οκτάστιχα, διακρίνονται σε δύο ισομεγέθη μέρη, εκ των οποίων το πρώτο συνιστά τη «θέση», ενώ το δεύτερο την «άρση» ή την αντιστροφή του πρώτου. Έτσι, στο ποίημα «Ομίχλη», το αρτιότερο του δεύτερου τμήματος της συλλογής, η ομίχλη, προσλαμβάνοντας μεταφορική έννοια, περιγράφει την αβεβαιότητα που συχνά συνοδεύει την εκδήλωση των αισθημάτων. Με την ακόλουθη, όμως, αντιστροφή, το πέρασμα απ’ την ομίχλη σε συνθήκες ορατότητας αποδεικνύεται εξίσου προβληματικό, αφού τα συναισθήματα που θα διευκολύνονταν ίσως στην εκδήλωσή τους από κάποιο «παραπέτασμα καπνού», υποχρεώνονται σε απώθηση.

Οι «Σκελετοί στην ντουλάπα» υπηρετούν τη χοντροκομμένη φάρσα, σε μια συνειδητή, ωστόσο, επιλογή του ποιητή, που τη διευκρινίζει άλλωστε το εισαγωγικό μότο «Ο Έλληνας δεν κάνει χιούμορ, σπάει πλάκα». Κι η «πλάκα» εδώ, εκτός από την αρχική λειτουργία της «αποσυμφόρησης», καταδεικνύει και μια βαθύτερη αιτία των δεινών: την επιπόλαιη προσέγγιση των καταστάσεων στο πλαίσιο της «πλάκας» και την επακόλουθη διολίσθηση λόγω της εσφαλμένης εκτίμησης των πραγμάτων και της σοβαρότητάς τους.

 

Η αιρετική ματιά του Παπαγεωργίου, η συχνά «προκλητική», θα έθετε, άραγε, τον ποιητή «εκτός ορίων»; Την απάντηση τη δίνει το επιλογικό ποίημα της συλλογής: «Ο εκτός ορίων ποιητής έγραψε εκτός ορίων ποιήματα μέχρι του σημείου που τα όρια διευρύνθηκαν τόσο πολύ ώστε να χωρούν τα πάντα μέσα. Έτσι οι κριτικοί ποίησης αποφάσισαν πως ο εκτός ορίων ποιητής ασφαλώς και είναι μέσα στα όρια της ποίησης άρα μπορούν να τον κρίνουν να τον εντάξουν σε ανθολογίες και να μεταφράσουν τα εκτός ορίων ποιήματά του που τώρα ήταν απλώς μέσα στα όρια.» Ο Παπαγεωργίου, όντας, εκτός από ποιητής, καί κριτικός, καταθέτει το αποτελεσματικότερο αυτοσχόλιο ποιητικής αυτογνωσίας. Ένα αυτοσχόλιο, άλλωστε, που, υπερβαίνοντας τον εαυτό του, ερμηνεύει και την εκπόνηση της παρούσας κριτικής προσέγγισης.

 

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Χρίστος Παπαγεωργίου (Κρύβε λόγια, Εκδόσεις Κίχλη, Αθήνα, 2014)

  1. Παράθεμα: ΝΕΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ |