Δημήτρης Χαλαζωνίτης

(Σφαίρες, Εκδόσεις Θεμέλιο, 2011, σελ. 124)

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

«Μία σφαίρα λέει πάντα αλήθεια», αποφαίνεται προκαταβολικά ο ποιητής, υπονοώντας, ενδεχομένως, την πρόθεση και τον διακαή πόθο του να έχει ο λόγος του την αμεσότητα, την ευθύτητα και την αποτελεσματικότητα ενός αναπάντεχου πυροβολισμού. Εκφράζοντας, εμμέσως πλην σαφώς, την επιθυμία του να στοχεύσει απ’ ευθείας, χωρίς ρητορικούς περισπασμούς, στη συναισθηματοποιημένη κοινωνική και υπαρξιακή αγωνία του αναγνώστη-αποδέκτη των μηνυμάτων του, με απώτερο στόχο να τον απεμπλέξει από τα καθηλωτικά στη χαμέρπεια γρανάζια της καθημερινότητας και να τον καταστήσει κοινωνό και ρέκτη ενός πνεύματος ανατρεπτικού, απροσδιόριστα επαναστατικού και, σε κάθε περίπτωση, αφυπνιστικού της προσωπικής και της κοινωνικής του ευθύνης, καθώς και της ιστορικής του συνείδησης, κάνοντάς τον συχνά να αισθάνεται ότι βρίσκεται στο σημείο εκείνο όπου διασταυρώνονται κάθε άλλο παρά τυφλά ποιητικά πυρά. Πυρά, που το μεγαλύτερο ποσοστό της εκτοξευτικής τους δύναμης το οφείλουν στην αγωνιώδη προσπάθεια του ποιητικού υποκειμένου να αντισταθεί, να απαγκιστρωθεί από τις αντίξοες και, κυρίως, απάδουσες προς τα νεανικά του οράματα συνθήκες της περιρρέουσας πραγματικότητας.
Η ιδέα της σφαίρας επιβάλλει έναν συγκεκριμένο τρόπο έκφρασης• συμβάλλει στη συμπύκνωση των σκέψεων και των συναισθημάτων, επιτείνοντας, παράλληλα, το στοιχείο της κοινωνικής, αλλά και της εξίσου έντονης, υπαρξιακής υφής, αγωνίας του ποιητή, απώτερος στόχος του οποίου είναι η απερίστροφη κατάδειξη πτυχών της πραγματικότητας. Παράλληλα, του εμφυσά την ιδέα ενός επί ματαίω, πλην όμως εσωτερικά δικαιωμένου, μαχόμενου δι’ εαυτόν αλλά και ως εκπρόσωπος όλων όσοι όπως αυτός προσμετρούν τα κατάλοιπα των ιδεολογικών τους ερεισμάτων, διακατεχόμενοι από την αίσθηση των «ελεύθερων απελπισμένων», αντιμετωπίζοντας με θυμωμένη νηφαλιότητα, με πλήρη επίγνωση της ανθρώπινης μοίρας, της φθοράς και του παντού ελλοχεύοντος τέλους, στερημένοι ή συνειδητά έχοντας απεμπολήσει κάθε φυσική ή μεταφυσική παραμυθία, το «κραυγαλέο τίποτα» της ζωής.
Από στίχο σε στίχο, από ποίημα σε ποίημα, συντίθεται, ισχυροποιείται και προβάλλεται, με αυξανόμενη ένταση, ο φόβος της καταβαράθρωσης του ονείρου, της τελικής συντριβής του στους υφάλους του εφιαλτικού σύγχρονου κόσμου• της καταστροφικής διασάλευσης των ορίων του χρόνου, που θα έχει σαν αποτέλεσμα την κατάργηση της τελετουργικής -και επιβεβαιωτικής της ύπαρξης- εναλλαγής της νύχτας με τη μέρα, με συνέπεια τα συμβάντα της μιας να αντηχούν στην καρδιά της άλλης, οπότε «κι ο φόβος, αγουροξυπνημένος θάνατος». Ο φόβος, αλλά και η τραυματική αίσθηση μιας απροσδιόριστης προδοσίας, συντελεσμένης απρόσμενα και ερήμην του ποιητικού υποκειμένου• μιας προδοσίας που έγινε και δρα ως άτεγκτος ρυθμιστής του παρόντος, ενίοτε και του μέλλοντός του, και ως μόνιμος υπενθυμιστής των παντοειδών απωλειών του. Άλλο αν, σαν υποκινημένος από μία σκοτεινή ανάγκη πνευματικής επιβίωσης, αλλά και ενδυναμωμένος από την αγάπη, αυτό «άλυτο θεώρημα, παρά τους αμέτρητους διαλαλητές της», αφήνεται στην παραμυθητική ψευδαίσθηση στιγμιαίων, έστω, εκλάμψεων μιας πίστης και μιας εγκαρδιότητας προς το πραγματικό.
Λόγος λιτός, άμεσος, τρυφερός και συνάμα καταγγελτικός, κάποτε εξομολογητικός, σαρκαστικός κι ωστόσο συχνά λυρικός, ανιχνευτικός των βαθύτερων αιτίων της σύγχρονης ιδεολογικής ένδειας και του συνακόλουθου πνευματικού-υπαρξιακού κενού που ταλανίζει τον σημερινό άνθρωπο. Λόγος διεισδυτικός στα έγκατα της απόγνωσης• απόρροια μιας βαθύτατης, ιδεολογικών καταβολών, αγωνίας, η οποία με την πάροδο του χρόνου τείνει να πάρει ολοένα και εντονότερες, υπαρξιακών αποχρώσεων, διαστάσεις. Μένουν, ωστόσο, κάποιες αμετακίνητες βεβαιότητες, ενισχυτικές μιας ενδιάθετης ροπής προς την ελπίδα• γιατί, όσο και αν ο θάνατος, μονίμως παρών ή ωσεί παρών, δαγκώνει «το λιγοστό στερέωμα της αθανασίας σου», υπάρχει ο έρωτας, η μοναδική, ίσως, δυνατότητα υπέρβασης του καθημερινού και του τετριμμένου, παρ’ όλες τις θνησιγενείς ορμές του. Όπως υπάρχει πάντα ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας εξέγερσης, έστω προδοτικής ή προδομένης («Η εξέγερση. Είναι ζωή. / Υπόσχεση ουρανού και ανέμου»)• η ιδέα της εξοστρακίζει τον φόβο μήπως γίνει η ζωή, οριστικά και αμετάκλητα, μία χυδαία συναλλαγή• ένα μνημείο εξαγοράς και συναλλαγής, υψωμένο στο κενό που άφησαν όσοι προσέφεραν τους εαυτούς τους θυσία στο όραμα μιας άλλης πραγματικότητας. Γι’ αυτό και ο ποιητής δεν παύει να διατρανώνει την ελπίδα και την πίστη του στο παράλογο κάθε εξέγερσης, που είναι, εντέλει, «η άλλη αρχιτεκτονική του θανάτου».

(Τα Ποιητικά, τχ. 3, Σεπτέμβριος 2011, σελ. 23)