Άλλο ένα υπερρεαλιστικό μανιφέστο: Διακαλλιτεχνικότητα και πρωτοπορίες

Άλλο ένα υπερρεαλιστικό μανιφέστο:

Διακαλλιτεχνικότητα και πρωτοπορίες

Μανιφέστο των υπερρεαλιστών με αφορμή την ταινία του Λουίς Μπουνιούελ Χρυσή Εποχή, 1930

Μετάφραση: Τιτίκα Δημητρούλια­

eikona_prwtoselidoΗ Χρυσή Εποχή του Λουίς Μπουνιουέλ είναι η πρώτη από τις τρεις υπερρεαλιστικές ταινίες του (οι άλλες δύο είναι ο Ανδαλουσιανός σκύλος και το Γη χωρίς ψωμί), οι οποίες παρέμειναν επί μακρόν στην αφάνεια. Το σενάριο του βωβού Ανδαλουσιανού σκύλου (1929) το έγραψαν σε έξι μέρες ο Μπουνιουέλ μαζί με τον Νταλί, φίλοι από το Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης και την περίφημη Φοιτητική Εστία της, αποτυπώνοντας με ελεύθερο συνειρμό τα όνειρα που είδαν ένα βράδυ και διηγήθηκαν ο ένας στον άλλον. Εκείνη την εποχή, ο Μπουνιουέλ δεν γνωριζόταν ακόμη με την υπερρεαλιστική ομάδα, της οποίας παρακολουθούσε ωστόσο τις δραστηριότητες και γνώριζε τις θέσεις. Γνωρίστηκαν με αφορμή τον Ανδαλουσιανό σκύλο, τον οποίο οι υπερρεαλιστές πήγαν να παρακολουθήσουν με δυσπιστία, για να ενθουσιαστούν στη συνέχεια όσο δεν παίρνει και να ανακηρύξουν τον Μπουνιουέλ επίσημο σκηνοθέτη της ομάδας. Εξίσου επιφυλακτικός απέναντί τους, ο Μπουνιουέλ είχε γεμίσει τις τσέπες του με χαλίκια, όπως διηγείται στη συνέχεια, για να τους τα πετάξει αν τον γιούχαραν, έτσι όπως στεκόταν πίσω από τη σκηνή για να φροντίσει τον ήχο.

Μανιφέστο της απόλυτης καλλιτεχνικής ελευθερίας που προκάλεσε μεγάλο σκάνδαλο, ο Ανδαλουσιανός σκύλος περιγράφεται το 1934 από τον Μπουνιουέλ ως πρόσκληση στη βία και το έγκλημα, αλλά δεν περιέχει καμία κοινωνική κριτική, σε αντίθεση με τη Χρυσή Εποχή, όπου κατακρίνεται με δριμύτητα η αστική ηθική, όπως εκφράζεται από τους κοινωνικούς θεσμούς – το τρίπτυχο πατρίς-θρησκεία-οικογένεια. Η ταινία χρηματοδοτήθηκε από τον υποκόμη ντε Νοάιγ, γνωστό μαικήνα των υπερρεαλιστών. Την πρώτη την είχε χρηματοδοτήσει η μητέρα του και την τρίτη θα τη γυρίσει χάρη σε ένα λαχείο που κέρδισε ένας φίλος του. Και σ’ αυτή την ταινία, ο Μπουνιουέλ ξεκινά να γράφει το σενάριο μαζί με τον Νταλί, αλλά η συνεργασία τους είναι δύσκολη, εξ αποστάσεως και με πολλές συγκρούσεις.

Οι υπερρεαλιστές θα χαρακτηρίσουν την ταινία «ένα από τα μεγαλύτερα προγράμματα διεκδικήσεων που έχουν ως σήμερα προταθεί στην ανθρώπινη συνείδηση». Γυρίστηκε από τον Μάρτιο ως τον Μάιο του 1930 και η προβολή της τον Νοέμβριο του 1930 συνοδεύτηκε από μεγάλες αποδοκιμασίες και επεισόδια, μέχρι του σημείου να προβάλλεται με αστυνομική προστασία ως την οριστική απαγόρευση, τον Δεκέμβριο. Το κοινό θα δει την ταινία τελικά το 1981 (www.youtube.com /watch?v=RDbav8hcl5U), διαπιστώνοντας πόσο η συγκεκριμένη ταινία, μαζί με τον Ανδαλουσιανό σκύλο και το Γη χωρίς ψωμί που ακολούθησε, αποτελούν «το θεωρητικό, αισθητικό, πολιτικό πρόγραμμα πάνω στο οποίο θα αναπτυχθούν οι επόμενες, μοναδικές δημιουργίες του μεγάλου Ισπανού», όπως σημείωνε ο Μιχάλης Δημόπουλος στο αφιέρωμα στον Μπουνιουέλ που συνεπιμελήθηκε με τον Μπάμπη Ακτσόγλου το 2000 (Καστανιώτης), όπου και πρωτοδημοσιεύτηκε το μανιφέστο αυτό των υπερρεαλιστών, μαζί με μια σειρά άλλα σημαντικά κείμενα για την ίδια ταινία και το έργο του Μπουνιουέλ εν γένει. Το μανιφέστο σχολιάζει σε εξηρμένο τόνο την ταινία ως έκφανση του «τρελού έρωτα», ο οποίος μόνος αυτός μπορεί να καταλύσει τη συμβατική ηθική και τους καταναγκασμούς της.

Το δημοσιεύουμε σήμερα εδώ ως συνεισφορά στη συζήτηση για το κατά πόσο ο υπερρεαλισμός αποτελεί παρελθούσα ιστορική εμπειρία ή ζώσα δύναμη, αλλά και για την διακαλλιτεχνικότητα σήμερα – θεωρώντας ότι το κείμενο αυτό δεν είναι πολύ γνωστό στην Ελλάδα, παρά τη δημοσίευσή του στον εν λόγω τόμο, ενώ αντίθετα μπορεί να λειτουργήσει πολύ γόνιμα στις ποιητικές και αισθητικές αναζητήσεις της εποχής.

Τ.Δ.

Μανιφέστο των σουρεαλιστών σχετικά με τη Χρυσή Εποχή

Από την Τετάρτη 12 Νοεμβρίου και εφεξής, εκατοντάδες άνθρωποι θα προσέρχονται καθημερινά σε μια κινηματογραφική αίθουσα, ο καθένας για τους δικούς του ιδιαίτερους λόγους, πολύ διαφορετικούς και σφόδρα αντικρουόμενους με αυτούς των υπολοίπων, λόγους που, σε μια ευρύτερη κλίμακα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι κυμαίνονται από τους καλύτερους ως τους χειρότερους· οι άνθρωποι αυτοί δε γνωρίζονται, ούτε διατηρούν μεταξύ τους κοινωνικές σχέσεις, όλοι τους όμως συνεργούν, εκόντες ή άκοντες, συνηγορούντος του σκότους, της κλιμακωτής τους διάταξης και της ώρας, κοινής για όλους, υπέρ της ευόδωσης ή της αποτυχίας της Χρυσής Εποχής του Buuel και, δι’ αυτής, υπέρ της ευόδωσης ή της αποτυχίας ενός προγράμματος διεκδικήσεων από τα σημαντικότερα που έχουν ποτέ υποβληθεί στην ανθρώπινη συνείδηση· καλά θα κάνουμε, λοιπόν, δεδομένων όλων αυτών, να μην αφεθούμε απλώς στην απόλαυση που αισθανόμαστε επειδή, επιτέλους, παρακολουθούμε την ολοκληρωτική καταστρατήγηση των απελπιστικών εκείνων νόμων που φιλοδοξούσαν να καταστήσουν ακίνδυνο το έργο τέχνης μέσα στο οποίο φωλιάζει μια κραυγή, ενώ εμείς κάνουμε το κατά δύναμιν, με την υποκρισία μας, ώστε να το βλέπουμε, εν ονόματι του κάλλους, σαν φίμωτρο· δεν υπάρχει αμφιβολία, λοιπόν, ότι καλά θα κάνουμε να καθίσουμε και να μετρήσουμε, όσο το δυνατόν ακριβέστερα, το πέταγμα αυτού του αρπακτικού που εντελώς αναπάντεχα εμφανίστηκε σήμερα στον ουρανό που χαμηλώνει, στον ουρανό τής Εσπερίας που χαμηλώνει: της Χρυσής Εποχής.

Το σεξουαλικό ένστικτο και το ένστικτο του θανάτου

Το λιγότερο που μπορούμε να ζητήσουμε από τους σημερινούς καλλιτέχνες, είναι να περιοριστούν στην -ευφυή κατά τα λοιπά- διαπίστωση ότι η εξαγνισμένη ενέργεια που κρυφοκαίει εντός τους, θα τους παραδίδει εσαεί, δεμένους χειροπόδαρα, στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και ότι τα μοναδικά θύματα της εν προκειμένω ενέργειας θα είναι αυτοί οι ίδιοι. Είναι, νομίζουμε, στοιχειώδες καθήκον τους να υποβάλλουν τη δραστηριότητα που προκύπτει από αυτήν τη μυστηριώδους προελεύσεως έξαρση σε δριμεία κριτική, και προ ουδεμιάς φανερής υπερβολής να ορρωδούν, εφόσον το σημαντικότερο όλων είναι να χαλαρώσει το φίμωτρο που προαναφέραμε. Όχι μόνο δικαιούνται, αλλά και, πολλώ μάλλον, οφείλουν, με όλο τον κυνισμό που ένα τέτοιο εγχείρημα εμπεριέχει, να αναζητήσουν επίμονα τα μέσα τους και να γνωστοποιήσουν στους υπολοίπους όλες τις κρυμμένες κλίσεις τους, μια αρκετά επιπόλαιη πτυχή των οποίων είναι η καλλιτεχνική συνιστώσα. Είναι λοιπόν αποκλειστικώς και μόνον δικό τους καθήκον, πέραν αυτής της εξάρσεως την οποία βιώνουν και η οποία μόνον από μυστικιστικής απόψεως θα μπορούσε να θεωρηθεί εντελέχεια, να υποβάλουν στην κρίση της επιστήμης έναν νέο όρο (φυσικά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους αυτή την έξαρση). Σήμερα, είναι τόσο μεγάλες οι προσδοκίες μας από τον καλλιτέχνη, ώστε απαιτούμε από αυτόν να γνωρίζει τη θεμελιακή μηχανορραφία στην οποία οφείλει την καλλιτεχνική του ιδιότητα, και να μην τον αναγνωρίζουμε ως αληθινό καλλιτέχνη, όπως αξιώνει, παρά μόνο όταν βεβαιωθούμε ότι έχει πλήρη συνείδηση αυτής της μηχανορραφίας. Εξετάζοντας ανιδιοτελώς τις συνθήκες μέσα στις οποίες επιλύεται -ή τείνει να επιλυθεί- το πρόβλημα, μαθαίνουμε ότι ο καλλιτέχνης (εν προκειμένω, ο Buuel) δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα πεδίο μάχης το οποίο βρίσκεται εδώ δίπλα μας και στα πέρατα του οποίου συγκρούονται συνεχώς δύο ένστικτα αλληλένδετα, παρ’ όλα αυτά, σε κάθε άνθρωπο: το σεξουαλικό ένστικτο και το ένστικτο του θανάτου.

Δεδομένου ότι όλοι οι άνθρωποι, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου, διάκεινται εχθρικά προς το δεύτερο ένστικτο και ότι η μόνη διαφορά στην αντιμετώπισή τους έγκειται απλώς στον τρόπο με τον οποίο ο καθένας από αυτούς εκδηλώνει την εχθρότητά του· δεδομένου ότι, στη σημερινή αστική κοινωνία μας, κάποιοι καθαρά οικονομικοί λόγοι εμποδίζουν τους ανθρώπους να ικανοποιήσουν πλήρως αυτή την εχθρική τους διάθεση, ενώ, παράλληλα, οι ίδιοι αυτοί λόγοι συνιστούν μιαν αστείρευτη πηγή συγκρούσεων, οι οποίες εκπορεύονται από τη δυνατότητα ύπαρξης άλλων συγκρούσεων και τις οποίες δικαιούμαστε να εξετάσουμε, γνωρίζουμε, λοιπόν, ότι η ερωτική συμπεριφορά, με όλο τον εγωισμό που προϋποθέτει και με όλες τις πολύ πιο αξιόλογες ευκαιρίες πραγμάτωσης που διαθέτει, είναι, εκ των δύο, αυτή η οποία ανέχεται με μεγαλύτερη ευκολία το φως του πνεύματος. Εξ ου και αυτή η άθλια αντιμετώπιση της τέχνης ως καταφυγίου, όπως την αποκαλούν εδώ και αιώνες με κολακευτική διάθεση, εξ ου και η τεράστια ανοχή που επιδεικνύουμε απέναντι σε όλα τα πράγματα τα οποία, παρ’ όλους τους θρήνους και τους οδυρμούς, συμβάλλουν στο να αναδειχθεί η ερωτική συμπεριφορά ως υπέρτατη αρχή.

Όπως επίσης είναι εξίσου αλήθεια, στο επίπεδο της διαλεκτικής, ότι οι συμπεριφορές αυτές έχουν αξία για τον άνθρωπο όταν αλληλοσυμπληρώνονται, ότι τα δύο αυτά ένστικτα αυτοσυντήρησης, όπως πολύ σωστά τα έχουν ονομάσει, τα οποία τείνουν να αποκαταστήσουν μια κατάσταση που διαταράχθηκε με την εμφάνιση της ζωής, εξισορροπούνται τέλεια σε κάθε άνθρωπο, τη δε ευθύνη για την ανάδυση του Αντί-’Ερωτος, εχθρού του Έρωτος, τη φέρει ακέραιη η κοινωνική δειλία. Εξίσου αληθές είναι και το ότι, από τη σφοδρότητα με την οποία ένας άνθρωπος βιώνει το ερωτικό πάθος, μπορούμε να κρίνουμε την ικανότητα του να ανθίσταται, και, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη μας την προσωρινή αναστολή που, ενδεχομένως, του επιβάλλει η αγωγή του, μπορούμε να εξάγουμε κάποια πιο στέρεα συμπεράσματα σχετικά με τη στάση του απέναντι στην επανάσταση.

Πάντως, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, αρκεί το ερωτικό πάθος να έχει μια εικόνα για τις ίδιες του τις προθέσεις, αρκεί να οπλιστεί με αγκάθια που σταλάζουν σταγόνες αίμα από το αντικείμενο του πόθου μας ή, ενίοτε, του έρωτά μας, αρκεί να μοιραστεί αυτή την παράφορα, την τόσο συκοφαντημένη, άνευ της οποίας καμιά μορφή τέχνης δεν είναι έγκυρη για μας τους σουρεαλιστές, και τότε, ο συμβιβασμός τον οποίο κάνει κάθε άνθρωπος και στον οποίο πρώτοι εμείς και τελευταίοι έχουμε συναινέσει, απ’ τη στιγμή που γράφουμε ή ζωγραφίζουμε, χωρίς καμία περαιτέρω πληροφόρηση (ως περαιτέρω πληροφόρηση μπορεί να οριστεί Η Χρυσή Εποχή), τότε, λοιπόν, αυτός ο συμβιβασμός θ’ αποκτήσει ένα νέο και δραματικό όριο.

Αλλάζει η ίδια η μυθολογία

Σήμερα είναι σίγουρα η πιο ευνοϊκή στιγμή για την ψυχαναλυτική έρευνα, η οποία επιδιώκει να προσδιορίσει την καταγωγή και τη δημιουργία των ηθικών μύθων· πιστεύουμε, λοιπόν, ότι μπορούμε, διά της απλής επαγωγής και χωρίς καμία φιλοδοξία επιστημονικής ακρίβειας, να συμφωνήσουμε ότι μπορεί να υπάρξει ένα κριτήριο, το οποίο θα εξαχθεί, με συγκεκριμένο τρόπο, από το σύνολο όλων ανεξαιρέτως των επιδιώξεων που συνθέτουν τη σουρεαλιστική σκέψη, και το οποίο, από βιολογικής απόψεως, θα είναι το προϊόν μιας συμπεριφοράς αντίθετης από εκείνην βάσει της οποίας αποδεχόμαστε ότι οι διάφοροι ηθικοί μύθοι που υπάρχουν, είναι κατάλοιπα κάποιων πρωτόγονων ταμπού. Διαφωνώντας ριζικά με αυτή τη λογική των καταλοίπων, θεωρούμε (όσο παράδοξο κι αν φαίνεται κάτι τέτοιο) ότι μια υπόθεση απαξιωτική όσον αφορά σ’ αυτούς τους μύθους θα μπορούσε να διατυπωθεί στο πεδίο που έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε, περιορίζοντάς το, κληρονομικότητα και ότι, σύμφωνα με αυτήν την υπόθεση, η θεοποίηση και η μυθοποίηση ορισμένων φετιχιστικών παραστάσεων ηθικού περιεχομένου (η μητρότητα, το γήρας κ.ά.) είναι ένα φαινόμενο το οποίο, δεδομένης της συνάφειάς του με το συναίσθημα και δεδομένου του μηχανισμού εξωτερίκευσης και προβολής που διαθέτει, θα μπορούσε να θεωρηθεί μια ιδιαζόντως σύνθετη περίπτωση συλλογικής μεταφοράς, στην οποία ο εκφαυλισμός διασφαλίζεται από ένα ισχυρό και βαθύ αίσθημα αμφισημίας.

Οι ψυχολογικές δυνατότητες της συχνά ολοκληρωτικής εκμηδένισης ενός τεράστιου μυθικού συστήματος σε ατομικό επίπεδο συνυπάρχουν με μιαν άλλη γνωστή δυνατότητα του ανθρώπου, την οποία συναντάμε εξίσου συχνά: τη δυνατότητα του να ξαναβρίσκει, μετά την πάροδο κάποιων ετών και με τη διαδικασία της παλινδρόμησης, προϋπάρχοντες αρχαϊκούς μύθους. Αυτό σημαίνει πως αφ’ ενός μεν αποδεχόμαστε ότι η ασυνείδητη σκέψη διαθέτει κάποιες συμβολικές σταθερές, αφ’ ετέρου δε ότι αυτή η σκέψη είναι ανεξάρτητη από κάθε μυθικό σύστημα. Τα πάντα, λοιπόν, ανάγονται στο επίπεδο της γλώσσας: με την ασυνείδητη γλώσσα μπορούμε να επανασυνδεθούμε με ένα μύθο, καίτοι γνωρίζουμε πολύ καλά ότι οι μυθολογίες αλλάζουν κι ότι μια νέα ψυχολογική δίψα, παρανοϊκού χαρακτήρα, υπερβαίνει, ευκαιρίας δοθείσης, όλα τα συχνάκις άθλια αισθήματά μας.

Δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε την ψευδαίσθηση που δημιουργεί η έλλειψη μέτρου σύγκρισης, ανάλογη μ’ αυτήν που έχουμε όταν βρισκόμαστε σ’ ένα σταματημένο τρένο και νομίζουμε ότι προχωρά επειδή ένα άλλο τρένο περνά δίπλα μας, και, στο ηθικό πεδίο, όταν θεωρούμε ότι τα πράγματα ρέπουν προς το Κακό: λες και δεν μεταβάλλονται τα γεγονότα, όπως ισχύει στην πραγματικότητα, λες και, αντιθέτως, πράγμα πολύ πιο σοβαρό, αλλάζει η ίδια η μυθολογία.

Στις μελλοντικές ηθικές μυθολογίες θα συμπεριλαμβάνονται, με απόλυτη φυσικότητα, οι γλυπτές αναπαραστάσεις διαφόρων αλληγοριών, και οι πιο χαρακτηριστικές από αυτές θα είναι το ζεύγος των τυφλών που αλληλοκατασπαράσσονται, και ο έφηβος με το νοσταλγικό βλέμμα που «για λόγους ευχαρίστησης και μόνον, φτύνει το πορτρέτο της μητέρας του».

Το χάρισμα της βίας

Δίνοντας μάχη λυσσασμένη ενάντια σε καθετί τεχνητό, φίνο ή χοντροκομμένο, η βία, στην ταινία αυτή, απογυμνώνει τη μοναξιά απ’ όλα της τα στολίδια. Μες στη μοναξιά, όλα τα πράγματα, όλοι οι άνθρωποι, όλες οι συνήθειες, όλες οι συμβάσεις, ακόμα και όλες οι εικόνες, σχεδιάζουν πώς θα επιστρέψουν στην πραγματικότητα τους χωρίς να εξελιχθούν, πώς δεν θα έχουν πια μυστικά, πώς θα προσδιοριστούν ήρεμα, ανώφελα από την ατμόσφαιρα που δημιουργούν. Να όμως που το πνεύμα δεν το δέχεται αυτό· μένει μόνο του και θέλει να εκδικηθεί όλα όσα σφετερίζονται τον κόσμο που του έχει επιβληθεί.

Στα χέρια του, άμμος, φωτιά, νερό, φτερά· στα χέρια του, η άγονη χαρά της στέρησης· στα μάτια του, ο θυμός· στα χέρια του, η βία. Ο άνθρωπος, προαιώνιο θύμα πολλών και ποικίλων ανατροπών, αντιδρά στην ηρεμία που πάει να τον σκεπάσει με στάχτες. Σπάει, επιβάλλει, τρομοκρατεί, δηώνει. Οι πόρτες του έρωτα και του μίσους είναι ανοιχτές και ανοίγουν το δρόμο στη βία. Εκείνη, απάνθρωπη, στήνει τον άνθρωπο στα πόδια του και δεν θεωρεί ότι, επειδή τον αποθέτει καταγής, μπορεί ο ρόλος της να έχει τελειώσει. Ο άνθρωπος βγαίνει από το καταφύγιό του και, αντιμετωπίζοντας τις χαρές και τις απογοητεύσεις, μάταια παρατεταγμένες στη σειρά, μεθά με τη δύναμη του παραληρήματός του. Δεν έχει καμιά σημασία που τα μπράτσα του είναι αδύναμα· αρκεί που ο νους του είναι υποταγμένος στη μάνητα που τον συγκλονίζει.

Έρως και ξεριζωμός

Δε θ’ αργήσει η μέρα που θ’ αντιληφθούμε ότι, παρ’ όλες τις ατέλειες και τους σπαραγμούς που μας διαβρώνουν σαν οξύ, και με τη βοήθεια αυτής της απελευθερωτικής ή σκοτεινής δραστηριότητας, της προσπάθειας δηλαδή για μια πιο καθαρή ζωή μέσα στην ίδια την καρδιά του μηχανισμού με τον οποίο η ατιμία εκβιομηχανίζει την πόλη, Ο ΕΡΩΤΑΣ και μόνο ο έρωτας παραμένει εκτός των νοητών ορίων και κυριαρχεί στο βάθος του ανέμου, στις στοές με τα διαμάντια, στις κατασκευές του πνεύματος και στη λογική της σάρκας. Το πρόβλημα της χρεοκοπίας των αισθημάτων, στενά συνδεδεμένο με το πρόβλημα του καπιταλισμού, δεν έχει ακόμα επιλυθεί. Παρατηρούμε ότι σε όλους τους τομείς αναζητούνται νέες συμβάσεις που θα μας βοηθήσουν να ζήσουμε, ώς τη στιγμή που θ’ απελευθερωθούμε – μια ελπίδα, προς το παρόν φρούδη. Τις περισσότερες προκαταλήψεις σ’ αυτόν τον τομέα τις δημιούργησε η ψυχανάλυση, αφού εξετάζει το πρόβλημα του έρωτα αποκομμένο από τις συμπαρομαρτούσες εκδηλώσεις του. Η Χρυσή Εποχή, προς τιμήν της, καταδεικνύει πόσο εξωπραγματική και ανεπαρκής είναι αυτή η αντίληψη. Ο Buuel έχει διατυπώσει μια υπόθεση για την επανάσταση και τον έρωτα που έχει να κάνει με τα μύχια της ανθρώπινης φύσης, μέσα από μια φοβερά συγκλονιστική συζήτηση, κι έχει τοποθετήσει μέσα σ’ ένα σωρό ευεργετικές βαναυσότητες εκείνη την εξαιρετική στιγμή, όταν, με σφιγμένα τα χείλη, παρακολουθούμε μια φωνή πολύ μακρινή, πολύ παρούσα, πολύ αργή, πολύ επίμονη, να γίνεται ένα ουρλιαχτό τόσο δυνατό, ώστε μόλις και μετά βίας να το ακούμε: ΕΡΩΤΑΣ ΕΡΩΤΑΣ Έρωτας Έρωτας

Δε χρειάζεται να προσθέσουμε ότι η σκηνή με την ηρωίδα στην τουαλέτα, όπου η δύναμη του πνεύματος καταφέρνει να μετουσιώσει μια συνήθως αλλόκοτη κατάσταση σε ποιητικό στοιχείο εξαιρετικής ευγένειας και μοναξιάς, συνιστά μια κορύφωση καθαρότητας της ταινίας.

Χρονικός προσδιορισμός

Στις μέρες μας, ένας άνθρωπος που εμπιστεύεται σ’ ένα πράγμα αγνό και άμωμο την έκφραση των πιο αγνών και άμωμων αισθημάτων του, δεν κερδίζει απολύτως τίποτα, αφού, ό,τι κι αν κάνει, ό,τι κι αν κάνουμε για να προστατέψουμε το έργο του απ’ τον εξευτελισμό, την παρεξήγηση -κι αναφερόμαστε στη χειρότερη δυνατή παρεξήγηση: τη διαστρέβλωση της σκέψης αυτού του ανθρώπου και την προβολή μιας άλλης, διαφορετικής σκέψης, που δεν έχει κανένα κοινό σημείο με τη δική του-, όσο λοιπόν κι αν προσπαθήσει αυτός ο άνθρωπος, του κάκου. Θαρρείς και, σήμερα, τα πάντα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς που έχουμε επανειλημμένως καταγγείλει και αποδοκιμάσει· δεν μπορούμε, λοιπόν, να κάνουμε τα στραβά μάτια όταν πέφτουμε πάνω σε κάτι τέτοια, όπως, λ.χ., όταν διαβάζουμε στο «Les Annales» το κείμενο ενός γελοίου που παραληρούσε για τον Ανδαλονσιανό σκύλο και, προκειμένου να τεκμηριώσει το θαυμασμό του για την ταινία, υπογράμμιζε τα κοινά σημεία της, σε επίπεδο έμπνευσης, με τη δική του ποίηση – η μέρα με τη νύχτα. Όσο όμως και να περιφράξει κανείς ένα χώρο, όσο καλά κι αν τον προστατεύσει, αποτέλεσμα μηδέν: εντός ολίγου, ο χώρος πλημμυρίζει σκουπίδια. Παρ’ όλο που σήμερα δεν έχει πια μεγάλη σημασία το κατά πόσο ένα βιβλίο, ένας πίνακας, μια ταινία, μπορούν να αυτοπροστατευτούν απ’ την κλοπή, εμείς εξακολουθούμε να θεωρούμε ότι η πρόκληση συνιστά ένα επιπλέον προληπτικό μέτρο, και, από αυτή την άποψη, Η Χρυσή Εποχή έχει όλα τα φόντα για να απογοητεύσει όλους όσοι προτίθενται να την αντιμετωπίσουν ως εύκολη λεία. Ο Buuel κατέγραψε την πρόθεσή του να σκανδαλίσει το κοινό, όχι επειδή απλώς και μόνο είναι ιδιότροπος, αλλά και αφ’ ενός μεν για κάποιους προσωπικούς του λόγους, αφ’ ετέρου δε επειδή ήθελε να απομακρύνει άπαξ και διά παντός τους περίεργους, τους ερασιτέχνες, τους πλακατζήδες, τους σχολιαστές που ψάχνουν ευκαιρία για να βγάλουν λόγο και να επιδείξει ο καθείς το τάλαντό του, μικρό ή μεγάλο· αν, λοιπόν, η πρόθεσή του αυτή πέτυχε το στόχο της κι αν το σχέδιό του στέφθηκε με επιτυχία, τότε εμείς θεωρούμε ότι μπορεί να κοιμάται ήσυχος και να μην έχει πια καμία άλλη φιλοδοξία. Την περαιτέρω ανάλυση την αφήνουμε στους επαγγελματίες κριτικούς, οι οποίοι θα θέσουν τα σχετικά με την ταινία ερωτήματα για το σενάριο, την τεχνική, τη θέση που κατέχει ο λόγος. Ας μην περιμένουν από μας επιχειρήματα· δε θα τροφοδοτήσουμε τη συζήτησή τους για το τι ταιριάζει καλύτερα, η σιωπή ή ο θόρυβος, και δε θα συντηρήσουμε τη μάταιη και λυσσαλέα αυτή διαμάχη, ανάλογη με αυτήν ανάμεσα στους θιασώτες του παραδοσιακού και του ελεύθερου στίχου. Είμαστε και θα είμαστε τόσο ευαίσθητοι απέναντι στις ατέλειες των έργων και των ανθρώπων, ώστε η τελειότητα, η ιδέα της τελειότητας, λίγο μας απασχολεί, όπου κι αν εντοπίζεται, όποιας προόδου κι αν είναι προϊόν. Και όντως δεν είναι αυτό το πρόβλημα με το οποίο ασχολήθηκε ο Buuel, αν επιτρέπεται να μιλάμε για προβλήματα όταν αναφερόμαστε σ’ αυτή την ταινία, που καταπιάνεται με όλα όσα μας συγκλονίζουν, και δεν αφήνει τίποτα αναπάντητο. Ατέλειωτες μπομπίνες σελιλόιντ, κατεστραμμένες σήμερα, έχουν περάσει μπροστά απ’ τα μάτια μας, και με κάποια κομμάτια τους χαζέψαμε ένα βράδυ· άλλα, πάλι, είχαν θέμα καταθλιπτικό ή εντελώς βλακώδες· με κάποια άλλα μάς κατέλαβε ένας ακατανόητος ενθουσιασμός, που δεν κράτησε πολύ. Τι έμεινε απ’ όλες αυτές τις ταινίες; Μόνο το αυθαίρετο που μας καλεί σε κάποιες κωμωδίες του Mack Sennett, η πρόκληση στο Entr’acte,1 ο πρωτόγονος έρωτας στις Λευκές σκιές,2 η απεριόριστη ελπίδα κι η εξίσου απεριόριστη απελπισία στις ταινίες του Chaplin. Εκτός αυτών, έμεινε μόνο το ακατανίκητο κάλεσμα της επανάστασης στο Θωρηκτό Ποτέμκιν – τίποτ’ άλλο, με εξαίρεση τον Ανδαλουσιανό σκύλο και τη Χρυσή Εποχή, ταινίες εντελώς διαφορετικές από όλες τις υπόλοιπες που κυκλοφορούν.

Ανοίξτε δρόμο, λοιπόν, σ’ αυτόν τον άνθρωπο, που διασχίζει την ταινία απ’ την αρχή ώς το τέλος με ρούχα λερωμένα από σκόνες και σοβάδες, κι ένα μόνο τον νοιάζει: η σκέψη του έρωτά του ο οποίος τον κατακλύζει και τον οδηγεί, και γύρω απ’ τον οποίο οργανώνεται και περιστρέφεται ο κόσμος, αυτός ο κόσμος με τον οποίο δεν εννοεί να συμβιβαστεί και στον οποίο εμείς ανήκουμε, το επαναλαμβάνουμε, έστω και μόνο στο βαθμό που εξεγειρόμαστε εναντίον του.

Κοινωνική πλευρά – Ανατρεπτικά στοιχεία

Το μέτρο σύγκρισης για τη σύγχρονη εποχή μας θα πρέπει να το αναζητήσουμε σ’ έναν κατακλυσμό χαμένο στα βάθη του παρελθόντος. Θα πρέπει σίγουρα ν’ αναφερθούμε στην κατάρρευση του αρχαίου κόσμου.

Εκείνες τις εποχές των μεγάλων αναταραχών, οι οποίες, τηρουμένων των αναλογιών, παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες με τις αναταραχές που ζούμε σήμερα, τις μελετούμε από περιέργεια, και σίγουρα θα θέλαμε να μάθουμε γι’ αυτές κάτι διαφορετικό από την ιστορία τους. Αλίμονο! Ο χριστιανισμός έχει σκεπάσει τα πάντα με τον ουρανό του, και μες σ’ αυτόν τον ουρανό δεν υπάρχει τίποτα διαφορετικό απ’ τις εικόνες που βλέπουμε στα ταβάνια του Υπουργείου Εσωτερικών ή στα βράχια στην ακροθαλασσιά. Έτσι, λοιπόν, τα αυθεντικά ίχνη που η βελόνα ενός μεγάλου, νοητικού σεισμογράφου έχει καταγράψει στον ανθρώπινο αμφιβληστροειδή, εκτός κι αν καταποντιστούν μαζί με όλα τα υπόλοιπα όταν θα καταρρεύσει η καπιταλιστική κοινωνία, θα εξακολουθήσουν να έχουν ιδιαίτερη σημασία για όλους αυτούς που κύριο μέλημα τους είναι το να προσδιορίσουν το κριτικό εκείνο σημείο όπου τα «είδωλα» υποκαθιστούν τις πραγματικότητες. Το αν θα δύσει ο ήλιος μια για πάντα, είναι στο χέρι των ανθρώπων. Η Χρυσή Εποχή προβάλλεται σε μια περίοδο που χρεοκοπούν οι Τράπεζες, που ξεσπάνε επαναστάσεις, που τα κανόνια βγαίνουν σιγά σιγά απ’ τα οπλοστάσια, κι όλοι όσοι εξακολουθούν να μην ανησυχούν με τα νέα που η λογοκρισία επιτρέπει να δημοσιεύονται στις εφημερίδες, καλά θα κάνουν να τη δουν. Είναι ένα ηθικό συμπλήρωμα απαραίτητο για τις έγνοιες του χρηματιστηρίου, το οποίο θα έχει άμεσο αντίκτυπο, ακριβώς λόγω του σουρεαλιστικού του χαρακτήρα. Η πραγματικότητα, όντως δεν κρύβει μέσα της μύθους. Μπαίνουν τα πρώτα λιθάρια, οι κανόνες ευπρεπείας ανάγονται σε δόγμα, οι μπάτσοι χτυπούν όπως κάθε μέρα, κάθε μέρα επίσης συμβαίνουν διάφορα γεγονότα μέσα στους κόλπους της ίδιας της αστικής κοινωνίας και αντιμετωπίζονται με απόλυτη αδιαφορία. Τα γεγονότα αυτά, τα οποία, όπως παρατηρήσαμε, παρουσιάζονται φιλοσοφικώς αποκαθαρμένα στην ταινία του Buuel, εξασθενίζουν τις αντιστάσεις μιας σάπιας κοινωνίας, η οποία προσπαθεί να επιβιώσει χρησιμοποιώντας ως μοναδικά ερείσματα της τους παπάδες και τους αυτονομικούς. Η απαισιοδοξία την οποία αποπνέει τελικά η ίδια η ιθύνουσα τάξη, αφού η αισιοδοξία της σκόρπισε στον αέρα, μετατρέπεται κι αυτή με τη σειρά της σε μια ισχυρή δύναμη αποσύνθεσης της ίδιας αυτής τάξης, γίνεται άρνηση που εκδηλώνεται άμεσα στην αντιθρησκευτική δράση, δηλαδή στην επαναστατική δράση, εφόσον η πάλη κατά της θρησκείας είναι και πάλη κατά του κόσμου. Η απαισιοδοξία, περνώντας απ’ τη θεωρία στην πράξη, καθορίζεται απ’ τον Έρωτα, δύναμη του Κακού στην αστική δαιμονολογία, η οποία απαιτεί να θυσιαστούν τα πάντα στο βωμό της: κοινωνική θέση, οικογένεια, τιμή· επειδή, όμως, σε επίπεδο κοινωνικής οργάνωσης αποτυγχάνει, προκαλεί το αίσθημα της εξέγερσης. Παρόμοια υπήρξε και η πορεία του μαρκησίου De Sade, ο οποίος έζησε τη χρυσή εποχή της απόλυτης μοναρχίας και στου οποίου τη ζωή και το έργο έβαλε τέλος η αμείλικτη -σωματική και ηθική- καταπίεση της θριαμβεύουσας αστικής τάξης. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο που στη βέβηλη ταινία του Buuel αντηχούν, θα λέγαμε, οι βλαστήμιες που εξαπέλυε ουρλιάζοντας ο μαρκήσιος μέσα απ’ τα σίδερα της φυλακής του. Ένα πράγμα μένει ακόμα, ως φαίνεται, να δείξουμε: πώς αυτή η απαισιοδοξία μπορεί να συμβάλει στην πάλη και στο θρίαμβο του προλεταριάτου, στην αποσύνθεση δηλαδή της κοινωνίας ως μιας δεδομένης κοινωνικής τάξης. Την εποχή της «ευημερίας», Η Χρυσή Εποχή θα πρέπει, για να εκπληρώσει την κοινωνική της αποστολή, να ικανοποιεί την ανάγκη των καταπιεσμένων για καταστροφή, αλλά και να κολακεύει, ενδεχομένως, τις μαζοχιστικές τάσεις των καταπιεστών. Παρ’ όλες τις απειλές, ότι τάχα θα τη φιμώσουν, νομίζουμε ότι η ταινία αυτή θα παίξει ένα ρόλο πολύ εποικοδομητικό: Θ’ ανοίξει κάποιους ουρανούς, πολύ λιγότερο όμορφους απ’ αυτούς που μας δείχνει μες στον καθρέφτη.