Χριστόφορος Λιοντάκης

Χριστόφορος Λιοντάκης
Χριστόφορος Λιοντάκης

 

Χριστόφορος Λιοντάκης

Συζήτηση με την Τιτίκα Δημητρούλια

 

 

-Ο μύθος βρίσκεται στο επίκεντρο της ποίησής σου. Η προσέγγισή σου στον μύθο έχει κάποια σχέση με εκείνη του Έλιοτ;

Κατά κάποιο τρόπο, αφού κι εγώ προσπαθώ να φέρω το μύθο στη σύγχρονη πραγματικότητα, αλλά με διαφορετική στόχευση. Ο μύθος στην ποίησή μου λειτουργεί κυρίως στο ερωτικό επίπεδο. Απ’ αυτή την άποψη η προσπάθειά μου βρίσκεται πιο κοντά στον Καβάφη, με πολλές βέβαια διαφοροποιήσεις. Στην ποίησή μου προσπαθώ να τα ζωντανέψω τα πρόσωπα του μύθου και να τα φέρω στη σύγχρονη πραγματικότητα, γεγονός που μου δίνει τη δυνατότητα να επιχειρήσω μια συναίρεση του χρόνου. Να καταλυθούν δηλαδή οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, το προσωπικό και το συλλογικό, να αποκτήσει ο χρόνος συνοχή και συνέχεια.
-Τι ρόλο διαδραματίζει στην ποίησή σου ο γενέθλιος τόπος και η παιδική ηλικία;

Αποφασιστικό Η παιδική ηλικία, όπως γράφει ο Ρεμπώ, είναι «ο παντός καιρού μεγάλος δρόμος». Θα μπορούσα να πω ότι σ’ αυτά τα χρόνια διαμορφώθηκαν «οι βουλές της ποίησεώς μου». Ήταν δύσκολα τα παιδικά μου χρόνια. Οικογενειακά πένθη, στερήσεις, μοναξιά. Προφανώς αναζητούσα μια διέξοδο, που σ’ αυτή την ηλικία δεν μπορούσε να είναι οι λέξεις. Υπήρχαν όμως άλλες διαφυγές. Η φύση, όπου όλα με θάμπωναν και μου δημιουργούσαν μια κατάσταση έκστασης, την οποία δυστυχώς δεν μπορούσα να μοιραστώ με τους άλλους. Άλλη διαφυγή υπήρξε για μένα το σχολείο, όσο κι αν ακούγεται παράξενο. Τα καλύτερα μαθητικά μου χρόνια ήταν του δημοτικού. Το άνοιγμα στη γνώση συνδυαζόταν μαγικά με τη φυσική ζωή. Μάζευα αυγά από τις κότες μας και τα πήγαινα με μεγάλη χαρά στον μπακάλη να αγοράσω τετράδια. Το μπακάλικο ήταν τότε μια μικρογραφία των σημερινών πολυκαταστημάτων. Μόνο που σε αντίθεση μ’ αυτά έμοιαζε παραμυθένιο. Μια άλλη διαφυγή ήταν η εκκλησία: οι ακολουθίες, το τελετουργικό, το μυστήριο, η μέθεξη με πράγματα εν μέρει ακατανόητα και εν μέρει οικεία, κυριολεκτικά με απογείωνε.

-Τον τελευταίο καιρό παρατηρείται μια γενικευμένη τάση απομυθοποίησης, που αγγίζει ακόμη και την Ιστορία, όπως π.χ. τα γεγονότα του Πολυτεχνείου.  Εσύ τι λες γι’ αυτό;

Πράγματι παρατηρείται αυτό το φαινόμενο. Προσωπικά πιστεύω ότι ο μύθος είναι μεγάλο καταφύγιο. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι λαοί δημιούργησαν του μύθους τους και μέσα από αυτούς τον πολιτισμό τους. Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου υπήρξαν καθοριστικά για τη στάση του λαού απέναντι στη χούντα και δικαίως έχουν δημιουργήσει μύθο. Οι προσπάθειες απομυθοποίησής τους έχουν πολιτικά κίνητρα. Πριν από το Πολυτεχνείο υπήρξαν σημαντικές πράξεις αντίστασης, ωστόσο στο Πολυτεχνείο έγινε η μαζική έκφραση της αγανάκτησης και της αντίστασης του κόσμου. Εκ των υστέρων πολλά λέγονται. Αλλά εκείνοι που είχαν το θάρρος, τη δύναμη και το σθένος να κλειστούν τρεις ημέρες, ελεύθεροι πολιορκημένοι μέσα στο Πολυτεχνείο το έλεγε η καρδιά τους καθώς και του κόσμου που βρέθηκε απέξω και πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος. Η απαξίωση του Πολυτεχνείου, νομίζω, πως συνιστά Ύβρη.
Με την ίδια ακριβώς λογική, πάντως, έχει παρατηρηθεί τελευταία να αμφισβητούνται μεγάλα ποιητικά μεγέθη. Ποιητές δηλαδή που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της νεοελληνικής ποίησης και παράλληλα έχουν οικουμενική ακτινοβολία. Το να αμφισβητεί κανείς τον Καβάφη εκτός των άλλων είναι και κακόγουστο. Η Ελλάδα, λόγω της κρίσης αλλά και άλλων γεγονότων, βρίσκεται σε μια σχετική διεθνή απομόνωση. Οι πολιτιστικές αναφορές σε αυτήν, πέρα από την αρχαιότητα, είναι ελάχιστες. Ο Καβάφης αναγνωρίζεται παγκοσμίως ως ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του 20ού αιώνα. Προς τι λοιπόν η μικροψυχία της αμφισβήτησής του και μάλιστα με έωλα επιχειρήματα;
Το ίδιο ισχύει και για τον Ρίτσο, ο οποίος επίσης έχει τεράστια απήχηση στο εξωτερικό, έχει γράψει συγκλονιστικές ποιητικές συνθέσεις και κάποιοι απομονώνουν κάποια αδύνατα σημεία από το τεράστιο ποιητικό του έργο, καταδικάζοντάς το ολόκληρο. Το λιγότερο που μπορεί να πει κάποιος είναι ότι πρόκειται για έλλειψη γενναιοδωρίας.

-Για το έτος Καβάφη τι λέτε;

Οι εκδηλώσεις του έτους Καβάφη, απ’ όσες τουλάχιστον υπέπεσαν στην αντίληψή μου, δεν πρόσφεραν τίποτα το ουσιαστικό στην προβολή και την ανάδειξη του έργου του. Οι περισσότερες κινήθηκαν ανάμεσα στην επανάληψη και το ανούσιο, για να μη μιλήσουμε για τη φάρσα των στίχων του που γέμισαν τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Οι πιο ουσιαστικές εκδηλώσεις ήταν, νομίζω, δύο εκθέσεις: του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, με τίτλο «Ιδανικές μορφές κι αγαπημένες», που περιελάμβανε αρχαιοελληνικά αγάλματα, επιτύμβια και βυζαντινές αναφορές και του ιδρύματος Θεοχαράκη, με τον τίτλο “Ζωγραφισμένα”, όπου εκτέθηκαν έργα σύγχρονων Ελλήνων ζωγράφων εμπνευσμένα από την ποίηση του Καβάφη.
-Δεν είσαι από τους ποιητές που είναι κλεισμένοι στο γυάλινο πύργο τους. Πολλά ποιητικά σου ερεθίσματα προέρχονται από τη σύγχρονη πραγματικότητα. Μέσα στον σύγχρονο ζόφο υπάρχει κάτι που σε συγκινεί;

Βεβαίως και υπάρχει. Ακόμη και η ασχήμια και η εξαθλίωση της Αθήνας με συγκινεί. Στέκομαι άφωνος μπροστά στους νεαρούς μετανάστες που ψάχνουν απεγνωσμένα στους κάδους των σκουπιδιών. Στους εξαθλιωμένους που τα μάτια τους λάμπουν και καμιά φορά χαμογελούν Πριν από λίγο καιρό, βρέθηκα στο Ταχυδρομείο στην Ομόνοια. Ένας μετανάστης ήθελε να στείλει χρήματα σε έναν φίλο του φυλακισμένο στα Τρίκαλα. Έπρεπε να συμπληρώσει κάποια έντυπα. Τον κοίταζα πολλή ώρα να περιφέρεται απελπισμένος. Κάποια στιγμή με πλησίασε με τρεμάμενα χέρια λέγοντας: «Μπαμπά μπορεί;» Μια συγκίνηση που δύσκολα αποδίδεται ποιητικά.
Ας έρθουμε όμως στα της συντεχνίας. Παρ’ όλη την εκδοτική κρίση κυκλοφορούν ιδιαίτερα σημαντικά βιβλία, όπως ο τελευταίος τόμος της Ανθολογίας του 20ού αιώνα, των Κ.Γ. Παπαγεωργίου και Β. Χατζηβασιλείου, η ανέκδοτη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου Υπερώον, με ποιήματα που διαθέτουν έναν μοναδικό εξομολογητικό τόνο και μια τεχνουργική απλότητα που σε καθηλώνει. Αλλά και συγκεντρωτικές εκδόσεις ποιημάτων, όπως του Μιχάλη Γκανά και του Χάρη Βλαβιανού. Υπάρχουν νεότατοι ποιητές που έχουν βουτήξει στα βαθιά νερά της ποίησης και έχουν κατακτήσει πολλά μυστικά της, όπως ο Χάρης Ψαρράς, ο Θοδωρής Ρακόπουλος, ο Νίκος Ερηνάκης (κυκλοφορεί η συλλογή του Ανάμεσα σε όσα πέφτει η σκιά), ο Γιάννης Δούκας (κυκλοφορεί επίσης η συλλογή του Σύνδρομο Σταντάλ) και αρκετοί άλλοι.
Ο Γιώργος Χριστιανάκης, ευαίσθητος μουσικός που ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη, έγραψε μια μουσική για το Μια εποχή στην Κόλαση του Ρεμπώ, καταφέρνοντας να προσεγγίσει ερμηνευτικά την ποίησή του με τον πιο καινοτόμο τρόπο. Κυκλοφορεί διπλό cd, το ένα μόνο μουσική, το άλλο με μουσική κι απαγγελία και απαγγέλλουν οι φίλοι και συνεργάτες στις «Τρύπες» Χριστιανάκης κι Αγγελάκας.
Εντελώς πρόσφατα, είδα στο Θέατρο του Νέου Κόσμου σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου τους Αστερισμούς του Νικ Παίην, ενός νεότατου Άγγλου θεατρικού συγγραφέα, που μου θύμισε καλές και μεγάλες εποχές του παγκόσμιο θεάτρου. Είδα επίσης στο Από μηχανής Θέατρο τον Γιάννη Στάνκογλου να ερμηνεύει με μοναδικό τρόπο τον Άλλο του Ρεμπώ.
-Ρωγμές στην κοινωνία και την πολιτική εντοπίζεις; Τι λες για τη σημερινή κατάσταση στη χώρα;

Αυτά που συμβαίνουν στις μέρες μας είναι πολύ σκοτεινά. Ο κόσμος πνίγεται και ασφυκτιά στα αδιέξοδα που έχει δημιουργήσει η οικονομική και πολιτική κρίση. Δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς το πολιτικό τοπίο ελπιδοφόρο. Μικροϊδιοτέλειες και συμφέροντα αναστέλλουν πρωτοβουλίες που ενδεχομένως θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κάποια λύση. Αν έχουν όλα δοκιμαστεί, θα πρέπει ίσως να δοκιμαστεί και η Αριστερά• η οποία όμως οφείλει να διαμορφώσει συνειδήσεις, να πείσει μακροπρόθεσμα, να επιδείξει συνέπεια και να μην αναλώνεται σε χάδια παροχολογίας. Οι παροχές, αν δεν εκπληρωθούν, οδηγούν σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Σκοπός είναι να πειστεί ο λαός να στηρίξει ενωμένος μια προσπάθεια που, παρά τις μεγάλες δυσκολίες, θα τον οδηγήσει έξω από το σημερινό αδιέξοδο.