Άννα Γρίβα

Άννα Γρίβα  (Έτσι είναι τα πουλιά, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2015) 

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

Αντιγράφω με μικρές αλλαγές και ελάχιστες διορθώσεις τις σημειώσεις που κράτησα κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης της «συγκινητικά» ενδιαφέρουσας τρίτης ποιητικής συλλογής της Άννας Γρίβα: Η μνήμη «τρελό πουλί» ή αδέσποτο σκυλί ψαύει τις ρίζες της απουσίας, οδηγεί σε καλά κρυμμένα από τον χρόνο χάσματα, δημιουργεί ρωγμές στην επιφάνειά του, προοπτικές επικοινωνίας με το άγνωστο και αν χρειαστεί ρυμοτομεί εκτάσεις του μυαλού αγεωγράφητες. Έτσι επάνω κάτω πιστεύει η ποιήτρια, γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο που από το πρώτο κιόλας ποίημα του βιβλίου τον πρώτο λόγο έχει το τελετουργικό του θανάτου, που πάει να πει το τελετουργικό της ανέκκλητης, τουλάχιστον σωματικής, απουσίας· με κυρίαρχη την υπόκωφη ατμόσφαιρα ενός νεκροταφείου, που αλλοιώνει, οξύνει και εκμαυλίζει μαζί τις αισθήσεις.

Τελετουργίες θανάτου, λόγια, σιωπές, πράξεις και χειρονομίες επισφραγιστικές αποστάσεων, παγώματος των ηλικιών· μνήμες ιδίως γυναικών, ενός πραγματικού γυναικωνίτη, στους κόλπους του οποίου πλάστηκε ο ψυχισμός της ποιήτριας και ο πηλός των ποιημάτων της.

Το σώμα είναι ένας δίαυλος ανάμεσα στο «εδώ» και στο «εκεί» – μου είναι δύσκολο να πω στο επέκεινα· σύμβολο της αέναης σχέσης του ενός με το άλλο ή αλλιώς το σκοτεινό πέρασμα των ψαριών «προς τα γάργαρα νερά της άλλης όχθης».
Ποιήματα-ελεγείες για τους πρώτους νεκρούς της, αυτούς που την δίδαξαν την αγάπη και την τρυφερότητα και που ερήμην της διαμόρφωσαν-συγκρότησαν τις επετείους του μέλλοντός της, της ενήλικης ζωής της. Αισθάνεται την απουσία τους και αναλογιζόμενη τη θλίψη τους και τη θλίψη της αναρωτιέται αν οι καημοί του κάθε ανθρώπου τελειώνουν με τη ζωή του ή αιωρούνται σαν υπόλοιπο ανεξόφλητου λογαριασμού.

Ο κύκλος και τα στρογγυλά εν γένει σχήματα της δημιουργούν μιαν ανεξήγητη και απροσδιόριστη αίσθηση θαλπωρής· ίσως γιατί λειτουργούν ως οδοδείχτες, δείχνοντάς της τον δρόμο που την οδηγεί στην αρχή της, εκεί απ’ όπου ξεκίνησε, στη μήτρα, ίσως γιατί συμβάλλουν στην εξοικείωσή της με την ιδέα της επιστροφής. Ιδέα που την στέργει στις ηθελημένες και στις αθέλητες ετοιμασίες της – πρόβες θανάτου.

Και πάλι ο διαβρωτικός ρόλος της μνήμης· πώς μέσα στην άκρα σιωπή ροκανίζει τα θεμέλια της πραγματικότητας, πώς δημιουργεί αόρατες ρωγμές στο νομιζόμενο αρραγές φως της κάθε μέρας, ανοίγοντας περάσματα για το ανελέητο σκοτάδι, αυτό το αξεδιάλυτο κράμα εκπομπών χρόνου τού πάνω και του κάτω κόσμου. Με το πατρικό σπίτι διαρκώς να ταξιδεύει, με καύσιμα τις ψυχές των απόντων και τις μνήμες των επιζώντων και με τα πράγματα, απαλλαγμένα από τη χρηστική τους ιδιότητα, να έχουν αποκτήσει υπέρογκο βάρος και συμβολισμούς αναπάντεχους· τα κλειδιά λ.χ. έχουν το βάρος του σπιτιού που κάποτε άνοιγαν τις πόρτες του.

Η απαλότητα και η διαφάνεια της έκφρασης συμβάλλουν στη διατήρηση της αταραξίας της μνήμης, πράγμα απαραίτητο, ώστε και ο ύπνος των κεκοιμημένων να παραμείνει αδιατάραχτος και ανέσπερο του ονείρου τους το φως, με τη σιωπή ανθηρή να καλύπτει την ησυχία των μνημάτων. Ο λόγος εκφέρεται και ακούγεται με τρόπο που να είναι ευδιάκριτη η καταγωγή του από τη σιωπή και το πάσχον ποιητικό υποκείμενο να μπορεί να ακροβατεί στην κόψη του, ισορροπώντας ανάμεσα στην αγωνία της ζωής και του θανάτου, συντροφευμένη και ενδυναμωμένη από τον χρόνο που από άλλους διανύθηκε· από τον χρόνο που παράλληλα της διευρύνει τον χώρο, στις διαστάσεις του οποίου κινείται και βιώνει το δικό της παρόν. Αισθάνεται κανείς την άυλη δύναμη των λέξεων που αποδίδουν, αντικατοπτρίζουν με ζηλευτή ακρίβεια τις σκέψεις και τα αισθήματά της· την υποδόρια και ποιητικά δραστική λειτουργία της παράδοσης, με στοιχεία της οποίας, ρυθμούς, κατακερματισμένα μέτρα, θρύλους, εικόνες και σκοτεινά σκιρτήματα του σώματος και της ψυχής, η ποιήτρια μοιάζει θρεμμένη ερήμην της.