Editorial (τχ. 2)

Για τον Γιάννη Βαρβέρη

«Η απελπισία είναι μια ανώτερη μορφή της κριτικής», έλεγε ο Λεό Φερρέ σε ένα από τα πρώτα βιβλία του Βαρβέρη, προλέγοντας ιδιοτύπως την πορεία του. Μια πορεία που και πάλι θα μπορούσε να συνοψιστεί σε στίχους του αγαπημένου του τραγουδιστή-ποιητή, αφού επί μακρόν ασθενής ο Βαρβέρης «βιολογικά τα βόλευε με την αντίληψη που είχε για τη βιολογία», με την αποδοχή της ζωής ως μιας απλής μηχανικής που αναδέχεται τη βλάβη, τη ζημιά, την καταστροφή, και συνεχίζει. Έτσι, ζούσε με πείσμα και με ένταση, έβλεπε τους φίλους του, συνέχιζε μετά από κάθε παροξυσμό της ασθένειας ως να μη συνέβαινε τίποτα, έκρινε, σχολίαζε, έγραφε, έγραφε, έγραφε, ακαταπόνητος – επιβεβαιώνοντας με τον δικό του, εντελώς ιδιαίτερο τρόπο του τον Πεσσόα που κάπου λέει ότι «η ποίηση είναι η απόδειξη ότι η ζωή δεν φτάνει». Και επειδή ήταν άνθρωπος με αίσθηση της τιμής, που σεβόταν το λόγο του όσο και τα λόγια του, είναι βέβαιο θα ξανασυναντηθεί με όλους τους φίλους του, με τον καθέναν χωριστά, αφού όπως έλεγε στο ποίημα «Savoir mourir», «αν έρθετε στην κηδεία μου / θα ’ρθω κι εγώ στη δική σας». Για το μεσοδιάστημα, άφησε να μας συντροφεύουν η συνεκτική του ανάγνωση του σύγχρονου θεάτρου, οι ευρηματικές, ολοζώντανες, ρυθμικές του μεταφράσεις που ανανέωναν τη δυναμική όχι μόνο του πρωτοτύπου αλλά και της ελληνικής, τα δοκίμιά του που καθρεφτίζουν τον αισθητή ο οποίος όμως πέρα από την τέχνη αποτίει φόρο τιμής στα πρόσωπα, στους «επιζώντες ποιητές» η ποίησή του, τρυφερή και μαζί αιχμηρή σαν τον ίδιον. Μέσα σ’ αυτή την ποίηση έκρυβε από πολύ νωρίς το πρόσωπό του. «Προβιβάζομαι σε σιωπή», έλεγε στο ποίημα «Τα σκεύη». Κι αυτό το πρόσωπο ήταν ένα πρόσωπο απατηλό, ένα ποιητικό υποκείμενο με πολλά προσωπεία, πάντα ειρωνικά, το οποίο κινούνταν «ως άλλος ηθοποιός / που αλλάζει φορεσιά / κι απέρχεται», αναδιπλασιαζόταν και ακυρωνόταν ανά πάσα στιγμή, «κι αν σας αγάπησα / κυρία δεν ξέρω/ μήπως ήσασταν / εγώ». Αναρωτιόταν, «ποιο πρόσωπο έχω χάσει ποιο φορώ», σ’ αυτήν την δίχως τέλος πάλη ενάντια στο θάνατο που μεγάλωνε, διαρκώς.
Από τους πρώτους στίχους που δημοσίευσε νεότατος, ο Γιάννης Βαρβέρης βρισκόταν εξαρχής μέσα στη λογοτεχνία, ανάμεσα στις σελίδες που πέρασαν γεννώντας αυτές που θα ’ρθουν – ένα βιβλίο αρνιόταν ίσως, το Βιβλίο, ποντάροντας στα λόγια του ανθρώπου. Βυθισμένος στην ευρωπαϊκή παράδοση, όσο και στην ελληνική στο σύνολό της, διαβάζοντας ασταμάτητα τους αγαπημένους του ποιητές, τραγουδιστές και ποιητές/τραγουδιστές, ο Βαρβέρης οργανώνει από ένα σημείο και μετά, από τη συλλογή Στα ξένα κυρίως, την πάντα στοχαστική ποιητική του ιδιόλεκτο με βάση την απογύμνωση του λόγου από το λυρισμό, μοιάζει να επιστρέφει στο καβαφικό δίδαγμα με το οποίο ξεκίνησε – όταν ρητά παρέπεμπε στην πρώτη του συλλογή στη μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου. Εμμένοντας στην ειρωνεία, με έμφαση στο λογοπαίγνιο, ως μηχανή ανατροπής και αποδραματοποίησης, αφήνει τα πράγματα να αναδυθούν μες από τις λέξεις με τη δική τους δύναμη, με έναν λελογισμένο ρεαλισμό, που η αποστασιοποίηση δεν του στερεί τη θέρμη ή την κομψότητα, το στιλ που σε κάθε λόγο και κίνησή του επιζητούσε: «Σκοπεύω για τους συνανθρώπους μου/ τούτης της όχθης/ της άλλης να φωτογραφίσω τα μεράκια/ ό,τι κινείται δηλαδή με σχετική ζωηράδα:/ καΐκια φευγαλέα φώτα γιορτών πλοίων/ σεκλέτια αφραγκίες και μεζεκλίκια/ ανθρώπους αξεδιάλυτους των μπαρ/ τους ίδιους καθώς τρέχουν να κρυφτούν/ σε υπόστεγα θυέλλης κηδειών γάμων/ πολιτικής αντάρας/ κι άλλα/ της οπτασίας/ της Ιστορίας/ τρεχάτα γεγονότα», λέει στην τελευταία του συλλογή, όπου κλείνει τους λογαριασμούς του με το θείο («Ιωάννης της Κλίμακος, Ι»). Θα τον σκεφτόμαστε απερίσπαστοι, χωρίς να κάνουμε άλλο, όπως μας προέτρεπε στην «Ωδή στη χαρά», και θα ακούγεται σιγά μουσική. Η μουσική όχι μόνο της ποίησής του, αλλά και της παρουσίας του.

(Τα Ποιητικά, τχ. 2, Ιούνιος 2011, σελ. 1)