Ανδρέας Κεντζός

(Ανδρέας Κεντζός, Σαραντατέσσερα, Εκδόσεις Σαιξπηρικόν, Αθήνα, 2015)

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

Μην γνωρίζοντας τίποτα για τη ζωή και την προηγούμενη λογοτεχνική δραστηριότητα του Ανδρέα Κεντζού (γράφοντας το παρόν κείμενο πληροφορήθηκα ότι έχει εκδώσει ένα ακόμη ποιητικό βιβλίο και ότι είναι γεννημένος το 1974), είχα την πολυτέλεια να επιδοθώ σε μία σειρά εικασιών, πρωτίστως σχετικά με την ηλικία του. Κάποια ποιήματά του με έκαναν να τον θεωρήσω  ιδεολογικά αστράτευτο, δηλαδή χωρίς το τραύμα της μεταπολεμικότητας, ποιητή της Β΄ Μεταπολεμικής Γενιάς· κάποια άλλα με έκαναν να τον φαντάζομαι γύρω στα πενήντα (όσο είναι, δηλαδή, στην πραγματικότητα) και κάποια άλλα μου δημιούργησαν την εικόνα ενός γερασμένου παιδιού. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, με διακατείχε η βεβαιότητα ότι είχα να κάνω με έναν ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα ποιητή, ο οποίος κατέχει τον κατάλληλο κάθε φορά τρόπο να συνδυάζει το βίωμα και την ποιητική εκδοχή του.

Η ποίηση του Κεντζού βρίθει από αποστάγματα  βιωμένης στην πράξη σοφίας και θυμοσοφίας· κάθε ποίημά του αποτελεί και μια ποιητικότροπη απόφανση περί ζωής και θανάτου, περί ομορφιάς, περί έρωτος· αποφάνσεις που στο σύνολό τους συμβάλλουν στη διατήρηση της ετοιμότητας στην οποία οφείλει κανείς να βρίσκεται προκειμένου να διαφυλαχτεί από τη επίπλαστη, επίβουλη, επίφοβη και ωστόσο αναγκαία καθημερινότητα. Για τον Κεντζό η ομορφιά είναι η πεμπτουσία της φυσικότητας και δεν έχει ανάγκη από πρόσθετα ψιμύθια· οι αισθήσεις μπορεί υπό προϋποθέσεις να εμπλουτιστούν από τεχνικές δάνειες της σκέψης, όπως λ.χ. συμβαίνει όταν τα σχήματα οδηγούν, κατευθύνουν έναν τυφλό με τον όγκο τους· η ταύτιση με την ακίδα, την πηγή του πόνου τον κατευνάζει, ενώ η προφητεία του αναπότρεπτου να συμβεί, του αυτονόητου, όσο κι αν φαντάζει εκ πρώτης όψεως για κοινοτοπία, εντέλει δεν χάνει την γοητεία της προφητείας. Γι’ αυτό και τα ποιήματά του, τα περισσότερα απόρροια φιλοσοφικών-θυμοσοφικών παιγνίων, όσο κι αν αποσκοπούν στην απόδειξη του αυταπόδεικτου, δεν χάνουν την αίσθηση της ποίησης, κυρίως εξαιτίας της άκρας λιτότητας που τα χαρακτηρίζει και των γνήσιων βιωματικών ψηγμάτων που διατηρούνται ενεργά στον πυρήνα τους.

Θα τολμούσα να χαρακτηρίσω τα σαραντατέσσερα ποιήματα του βιβλίου στιγμιότυπες σκέψεις και μνήμες δικαιωμένες αισθητικά δια της συντομίας και της ειλικρίνειας· σκέψεις-αποφάνσεις όπως: η δραματική ανυπακοή στα προστάγματα της νεότητας, η ματαιωμένη προσδοκία τρέφει και διατηρεί τη δίψα ή: η λιτότητα ισοζυγιάζει το βίωμα και τη σκέψη ή: η εξοικείωση με την αιτία του κακού· η Ελένη ας υπήρξε αιτία ενός φοβερού πολέμου – με τον καιρό μετατράπηκε σε οικόσιτο ζώο ή: η σκληρή ειρωνεία να διαπιστώνει κανείς ότι αν έφταναν στις μέρες μας οι αδίκως εκλιπόντες θα ήταν ανεπιφύλακτα κι αυτοί παραδομένοι στα χέρια του ζωντανού θανάτου, αφού, στο κάτω της γραφής, σε κάθε περίπτωση ο θάνατος κανοναρχεί την καθημερινότητα. Καταγραφέας πραγμάτων και καταστάσεων λοιπόν ο ποιητής, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές ανταποκρίνονται, άμεσα ή έμμεσα, στον ψυχισμό του, εμπίπτουν στον κύκλο των πνευματικών και κοινωνικών του ενδιαφερόντων. Επιπλέον ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ποιήματα εκείνα που, παρά τον απολύτως συγκεκριμένο θεματικό τους πυρήνα, επιτρέπουν στον αναγνώστη να εντοπίσει στο βάθος τους ψήγματα μιας απολύτως προσωπικής ποιητικής, την αγωνία της γραφής, των τρόπων που το ποιητικό υποκείμενο σκαρφίζεται για τη μορφοποίηση του εκάστοτε ποιητικού του εναύσματος, ενώ σε κάποια άλλα, σαφώς λιγότερα, αφήνει να φωτιστούν διακριτικά πτυχές της ποιητικής διαδικασίας, όπως αυτός την αντιλαμβάνεται και την πραγματώνει.